Δεν είναι σκηνικό ταινίας του Τζέιμς Μποντ ούτε σελίδα από ένα βιβλίο του Τζον Λε Καρέ· είναι το Λονδίνο του 2025, η de facto πρωτεύουσα μιας αχαλίνωτης βιομηχανίας: αυτή που διαλαλεί «κατάσκοποι υπό ενοικίαση».
Στα στενά του Μέιφερ, ανάμεσα σε πρεσβείες, οίκους δημοπρασιών και ρετιρέ με θέα στο Χάιντ Παρκ, κρύβονται έδρες εταιρειών με σκοτεινά ονόματα και ακόμη πιο σκοτεινές αποστολές.
Εκεί όπου πρώην πράκτορες της MI5 και της MI6, απόστρατοι αξιωματικοί, παλιοί δημοσιογράφοι-ρεπόρτερ και στελέχη στρατιωτικών πληροφοριών «μεταγράφονται» σε ιδιωτικά γραφεία που πουλάνε τα πάντα - από τεμπέλικους ελέγχους της χαλαρής φάσης του «due diligence» μέχρι πλήρους κλίμακας επιτηρήσεις και βιομηχανική κατασκοπεία. Οι δουλειές ανθούν, οι αμοιβές φουσκώνουν, οι φραγμοί είναι ελάχιστοι. Και το κράτος; Κυρίως παρατηρεί.
Η διεθνής ιδιαιτερότητα της Αγγλίας
Το παράδοξο ξεκινά από το ίδιο το Ηνωμένο Βασίλειο, που στέκει ως διεθνής ιδιαιτερότητα: οι περισσότεροι από όσους αποχωρούν από τις υπηρεσίες πληροφοριών δεν υποχρεώνονται να δηλώσουν δημόσια ότι υπηρέτησαν στη MI5 ή τη MI6 όταν περνούν στον ιδιωτικό τομέα. Δεν υπάρχει αμερικανικού τύπου «ημι-συνταξιοδοτικό» στάδιο, όπου ο βετεράνος υπάλληλος ανακυκλώνεται επί χρόνια ως υπεργολάβος του ίδιου του οργανισμού του προτού βγει στην ελεύθερη αγορά.
Στο Λονδίνο, αντιθέτως, το πέρασμα είναι απότομο, και οι πόρτες των ιδιωτικών εταιρειών ανοίγουν πρόθυμα. Άλλοι κρύβουν εντελώς τα παλιά τους στρατιωτικά διακριτικά και αρκούνται σε ασαφείς αναφορές εμπειρίας στο Γουάιτχολ. Η ουσία, όμως, είναι ότι το εμπόριο γνώσης και πληροφορίας δεν σταματά.
Γιατί στο Λονδίνο, αναρωτιέται το Politico; Διότι εκεί τέμνονται τα δύο μεγάλα πελατολόγια: τα νομικά και τα χρηματοοικονομικά. Στον καθημερινό άξονα των κατασκοπικών υπηρεσιών κυλούν άχρωμες αναθέσεις: βασικά background checks, ονόματα σε λίστες κυρώσεων, ρουτίνα που ανατίθεται σε νέους αποφοίτους με περιορισμένες αμοιβές. Τα πολλά χρήματα, όμως, βρίσκονται στο «litigation support» - έναν ανώδυνο όρο που χωρά τα πάντα: από «opponent research» («λάσπη» και απαξίωση) μέχρι εύρεση εγγράφων, μαρτύρων και σκληρών δίσκων που θα «δέσουν» μια υπόθεση.
Κι εκεί αρχίζει η γκρίζα ζώνη: πληροφορίες που δεν θα γίνονταν δεκτές από κανένα ευπρεπές δικηγορικό γραφείο «ξεβγάζονται» ώστε να φανούν νόμιμες σε δικαστική αίθουσα, με ιστορίες περί ενός δήθεν και υποτιθέμενου whistleblower [του ανθρώπου που ξεσκεπάζει μυστικά] που έφερε ένα κλεμμένο τάμπλετ. Οι δικαστές έχουν τον τελευταίο λόγο για το παραδεκτό και αποδεκτό στοιχείο, αλλά - όπως ισχυρίζονται στο Politico βετεράνοι του κλάδου - θα έπρεπε να ρωτούν πιο συχνά «πώς στην ευχή αποκτήσατε αυτά τα δεδομένα;».
Η βιομηχανία δεν διστάζει να αγγίξει το παράνομο. Εδώ κυκλοφορούν τεχνικές που θυμίζουν κατασκοπικό βιβλίο του Τομ Κλάνσι: παρακολούθηση, κλοπή, χακάρισμα, πλαστογράφηση. Κάποιες εταιρείες γελούν όταν ένας δισεκατομμυριούχος ζητά ξεδιάντροπα «να χακαριστεί» αντίπαλος· άλλες όχι. Το πού τραβιέται η γραμμή είναι θέμα ηθικής πυξίδας. Το βιομηχανικό προηγούμενο υπάρχει: το 2017 η ισραηλινή Black Cube αναγκάστηκε να απολογηθεί δημοσίως μετά τις αποκαλύψεις για παραπλανητικές ταυτότητες και κατασκοπεία σε δημοσιογράφους την εποχή του σκανδάλου Γουάινστιν - κι όμως, συνεχίζει να υπάρχει, με συμβούλους από κορυφές των μυστικών υπηρεσιών και της αστυνόμευσης. Η αγορά επιβραβεύει τη «δουλειά που γίνεται», όχι την εγκράτεια ή την ηθική ακεραιότητα.

Για τον ίδιο τον στόχο ενός spy-for-hire, η εμπειρία μοιάζει με εφιάλτη. Δύο άνθρωποι που βρέθηκαν απέναντι σε τέτοιες εταιρείες περιγράφουν στο Politico «οικονομική αιμορραγία, ψυχική φθορά, απειλές κατά της οικογένειας». Τα ενοχοποιητικά στοιχεία πολλά: υπάλληλοι που προσποιήθηκαν τραπεζικούς υπαλλήλους για να αποσπάσουν ευαίσθητα στοιχεία. Κάμερες απέναντι από το σπίτι, αυτοκίνητα που παρακολουθούν δήθεν διακριτικά, πληρωμένοι τεχνικοί που «τρυπώνουν» στο κινητό.
Εξατομικευμένα phishing emails που αποπλανάνε με πληροφορίες από την ιδιωτική ζωή του στόχου, ώστε να αποκαλυφθούν κωδικοί και έγγραφα. Ένας κορυφαίος νομικός συνέκρινε τη βαρύτητα τέτοιων «εισβολών» με το σκάνδαλο τηλεφωνικών υποκλοπών της News of the World, τόσο ως προς την κλίμακα όσο και ως προς το θράσος. Τα περισσότερα θύματα ούτε τα μέσα έχουν, ούτε την αντοχή να στραφούν δικαστικά εναντίον εταιρειών με βαθιές τσέπες και συμμαχίες σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία. Έτσι λειτουργεί ο φόβος: ο κόσμος είναι τρομοκρατημένος και αυτό ακριβώς υπολογίζουν οι αναθέτες αυτών των υποθέσεων.
Corporate raids και πλούσιοι πελάτες
Το διεθνές στοιχείο δίνει όγκο και σκιά. Πολλά χρήματα ρέουν από πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και από πλούσιους πελάτες της Μέσης Ανατολής. «Corporate raids» [εταιρική έφοδος], όπου επενδυτές χάνουν τον έλεγχο περιουσιακών στοιχείων χάρη σε ανίκανους δικαστές, πρόθυμους αστυνομικούς και πεινασμένους πολιτικούς, τροφοδότησαν για χρόνια το λονδρέζικο οικοσύστημα με αναθέσεις αποζημιώσεων και διεθνών διαιτησιών.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι κυρώσεις έφεραν ένα νέο κύμα υποθέσεων σε δικηγορικά και, κατ’ επέκταση, στις ιδιωτικές υπηρεσίες που τα τροφοδοτούν με «ευρήματα». Η ρωσική κρατική Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων αναθέτει σε ιδιωτικά γραφεία την ενδελεχή έρευνα τραπεζιτών που το Κρεμλίνο θεωρεί πολιτικά ενοχλητικούς. Το φύλλο συκής είναι η πάταξη του οικονομικού εγκλήματος· το κίνητρο μπορεί να είναι καθαρά πολιτικό.
Κρατικός εκφοβισμός
Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η ανάθεση σε τρίτους αποστολών κρατικού εκφοβισμού. Η MI5 κάνει λόγο επισήμως για μια «εντυπωσιακή μετατόπιση»: Ρωσία και Ιράν χρησιμοποιούν ιδιώτες και καθαρόαιμους εγκληματίες στη βρετανική επικράτεια για να κάνουν «τη βρώμικη δουλειά». Στην περίπτωση του Ιράν, ο κίνδυνος είναι συγκεκριμένος: Ιρανοί αντιφρονούντες που βρίσκουν καταφύγιο στο Ηνωμένο Βασίλειο γίνονται αντικείμενο επιτήρησης από «πεζοναύτες / κατασκόπους» της ιδιωτικής αγοράς με πραγματικό σκοπό τη χαρτογράφηση ζωών για λογαριασμό υπηρεσιών ασφαλείας.
Σε αμερικανικές δικογραφίες καταγράφεται ήδη από το 2020 ένας Ιρανός εντολέας που παρίστανε τον επιχειρηματία από το Ντουμπάι για να προσλάβει μια βρετανική εταιρεία, ζητώντας φωτογραφίες σπιτιού Ιρανού δημοσιογράφου - το αφήγημά του περί «ανάκτησης περασμένων οφειλών» ήταν ένα απλό προπέτασμα καπνού.
Περιβάλλον ανύπαρκτης εποπτείας
Όλα αυτά συμβαίνουν σε ένα περιβάλλον σχεδόν ανύπαρκτης εποπτείας. Η Βρετανία δεν έχει αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για τον ιδιωτικό κλάδο πληροφοριών· οι περισσότερες «άδειες» είναι εθελοντικές, ενώ οι επαγγελματικοί σύλλογοι δικηγόρων σπανίως ρωτούν το προφανές: προτού ένα USB με «καυτά» στοιχεία φτάσει στη γραμματεία ενός δικαστηρίου, ποιος το έφερε και πώς; Οργανώσεις όπως η Privacy International μιλούν για απειλή στην ιδιωτικότητα, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ίδια τη δημοκρατία, όταν ισχυρά εργαλεία επιτήρησης διατίθενται «σε όποιον πληρώσει», χωρίς ουσιαστικό έλεγχο. Η κυβέρνηση απαντά ότι τα εγκλήματα είναι δουλειά της αστυνομίας και ότι «θα εξετάσει» αν χρειάζονται επιπλέον ρυθμίσεις που να εμποδίσουν μια νόμιμη δραστηριότητα.
Ένα βήμα προς την κατεύθυνση της διαφάνειας είναι το νέο Σχήμα Καταγραφής Ξένης Επιρροής (Foreign Influence Registration Scheme): όσοι εργάζονται για ξένες κυβερνήσεις ή ελεγχόμενες οντότητες οφείλουν να εγγραφούν και να δηλώσουν τις συμφωνίες τους, με προθεσμίες και πρόστιμα - με μια επιπλέον ειδική αυστηρότητα για τη Ρωσία και το Ιράν. Κάποιοι στον κλάδο λένε «ναι»· η έξοδος από τη σκιά ίσως ανεβάσει τον πήχη, ίσως όμως αντίστοιχα «ξεπλύνει» πρακτικές εικοσαετίας. Άλλοι γελούν πικρά: χωρίς ικανές αρχές να επιβάλουν το νόμο που ήδη υπάρχει, όλα επιστρέφουν στο γνωστό τσιτάτο περί καλών προθέσεων και δρόμων προς την Κόλαση.

Στο ηθικό πεδίο, το πρόβλημα είναι πιο βαθύ. Η ισχύς της μάρκας «βρετανική κατασκοπεία» λειτουργεί ως μαγνήτης. Για έναν corporate πελάτη, το να ποζάρει στο PowerPoint ένας πρώην «άκρως απόρρητος» έχει αξία από μόνο του. Για τους πιο σκληρούς παίκτες - ολιγάρχες με ιστορικό «εξουδετέρωσης» δημοσιογράφων, κρατικούς εντολείς χωρίς αναστολές - η παρουσία αυτή λειτουργεί ως εγγύηση.
Στις άκρες του οικοσυστήματος, contractors που παρακολουθούν αντιφρονούντες «δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις». Χρειάζεται λιγότερο από μια γενναία προκαταβολή για να μετατραπεί μια αξίωση διαζυγίου σε γέφυρα προς την κρατική στοχοποίηση. Κι όσο τα έσοδα ρέουν, τα «σκάνδαλα» γίνονται μάρκετινγκ: για ένα συγκεκριμένο είδος πελατείας, το να σε τραβούν στα δικαστήρια επειδή ξεπέρασες τα όρια είναι... διαφήμιση αποτελεσματικότητας.
Υπάρχει διέξοδος; Σίγουρα όχι μόνο με ένα χαρτί καταγραφής. Σύμφωνα με το Politico, χρειάζεται εφαρμογή των υφιστάμενων νόμων περί υποκλοπών, προστασίας δεδομένων και εισβολών σε ηλεκτρονικά συστήματα. Χρειάζονται δικαστές με τεχνολογική εγρήγορση, ικανοί να ξεχωρίσουν αληθινό whistleblowing από ένα «πλυντήριο» κλοπιμαίων. Χρειάζονται δικηγορικά γραφεία που δεν θα υπογράφουν την... κάθοδο στον Άδη κάποιου δυνητικά αθώου για χάρη ενός πελάτη με βαθιά τσέπη. Και χρειάζονται, πάνω απ’ όλα, κόκκινες γραμμές μέσα στον ίδιο τον κλάδο: συνειδητοποίηση ότι η παροχή διευθύνσεων σε «ύποπτους» πελάτες δεν είναι τρόπαιο ή κατόρθωμα, αλλά συνενοχή.
Ο μύθος του Τζέιμς Μποντ έδωσε στο Λονδίνο ένα γκλαμουράτο περίβλημα. Η πραγματικότητα θυμίζει περισσότερο τις σκοτεινές σελίδες των βιβλίων του Τζον Λε Καρέ: μεθοδικότητα, κυνισμός, σιωπηλές συμφωνίες σε πολυτελή λόμπι ξενοδοχείων. Οι κατάσκοποι υπό ενοικίαση δεν είναι αναγκαστικά κακοποιοί· συχνά κάνουν χρήσιμη, νόμιμη δουλειά σε πολύπλοκες υποθέσεις δισεκατομμυρίων. Αλλά σε μια αγορά όπου η πληροφορία είναι εμπόρευμα και η επιρροή νόμισμα, η γραμμή ανάμεσα στη νομιμότητα και την κατάχρηση λεπταίνει επικίνδυνα.
Αν το Λονδίνο θέλει να παραμείνει παγκόσμιο κέντρο δικαίου χωρίς να εξελιχθεί σε άτυπη ζώνη ασυλίας για ιδιωτικές μυστικές υπηρεσίες, θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από εθελοντικούς κώδικες δεοντολογίας. Θα χρειαστεί τη δυσάρεστη αρετή της σύγκρουσης: με κακές πρακτικές, με πρόθυμους «παλιούς φίλους», με τη βολική αυταπάτη ότι «έτσι γίνονται οι δουλειές». Μέχρι τότε, στις σκιές του Μέιφερ, οι κάμερες θα ανάβουν, τα τηλέφωνα θα «σκάνε», και οι κατάσκοποι θα συνεχίσουν να νοικιάζονται με την ώρα.