Οι απατεώνες αξιοποιούν φθηνά εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης ψεύτικους ιστότοπους και εταιρείες-κέλυφος για να ξεγελάσουν ακόμα και τους πιο μορφωμένους και εξοικειωμένους με την τεχνολογία.
Δύο χρόνια μετά την αποφοίτησή της με άριστα από το πανεπιστήμιο, με GPA 4.0 και την αίσθηση ότι το μέλλον ήταν ανοιχτό μπροστά της, η 26χρονη σήμερα Αμίσα Ντάτα βρέθηκε εκεί που φοβάται κάθε νέος επαγγελματίας: θύμα μίας περίτεχνης απάτης εύρεσης εργασίας που της κόστισε 4.300 δολάρια (σχεδόν 3.700 ευρώ).
Αυτό που κάνει την ιστορία της ακόμη πιο ανησυχητική είναι ότι η παγίδα στήθηκε από το πιο κοινό και αθώο βήμα: έκανε αίτηση για δουλειά μέσω LinkedIn.
Όλα έμοιαζαν «καθαρά»
Η Ντάτα ζούσε στο Ντιτρόιτ το 2023, δουλεύοντας περιστασιακά σε κινηματογραφικές παραγωγές, όταν είδε μια αγγελία για τηλεργασία σε θέση δακτυλογράφησης/μεταγραφής. Η αγγελία φαινόταν να προέρχεται από έναν εργολάβο που συνεργαζόταν με σχολική περιφέρεια της Οκλαχόμα, τον «Five Star InterLocal Cooperative». Είχε εμπειρία στον χώρο και, μετά από έναν γρήγορο έλεγχο στον ιστότοπο του οργανισμού, στους χάρτες της Google και σε κριτικές πλατφορμών εργασίας, πείστηκε ότι ήταν αξιόπιστη. Όλα έμοιαζαν «καθαρά». Αυτό είναι το πρώτο βήμα της απάτης: οι απατεώνες γνωρίζουν ότι η εικόνα νομιμότητας είναι το πιο ισχυρό τους όπλο.
Μέσα σε λίγες ώρες επικοινώνησε μαζί της ένας άνθρωπος που συστήθηκε ως recruiter. Η διεύθυνση email έμοιαζε σχεδόν πανομοιότυπη με την πραγματική του οργανισμού - μόνο που αντί για τελείες είχε παύλες. Η Ντάτα καθησύχασε τον εαυτό της ότι πρόκειται για τυπική ιδιαιτερότητα. Ακολούθησε μια φαινομενικά κανονική διαδικασία: συνεντεύξεις, έλεγχος προσόντων, ταυτοποίηση. Ο «εργοδότης» τής ζήτησε να αγοράσει έναν συγκεκριμένο φορητό υπολογιστή με προεγκατεστημένο λογισμικό, στέλνοντάς της μάλιστα επιταγή 4.300 δολαρίων για τον σκοπό αυτό. Η Ντάτα κατέθεσε την επιταγή και μετέφερε τα χρήματα στον προμηθευτή. Η συνέχεια ήταν αναμενόμενη: η επιταγή ακυρώθηκε, τα χρήματα εξαφανίστηκαν, ο υπολογιστής δεν παραδόθηκε ποτέ.
Η όλη φάση κατέρρευσε άμεσα. Η Ντάτα επικοινώνησε με το «γραφείο» του οργανισμού, ξανακοίταξε τις ιστοσελίδες, τις κριτικές. Σύντομα ανακάλυψε ότι υπήρχαν κι άλλες καταγγελίες για παρόμοιες αγγελίες. Η ζημιά είχε ήδη γίνει: 4.300 δολάρια χαμένα και, λίγο αργότερα, προσπάθειες κλοπής ταυτότητας, καθώς το IRS την ενημέρωσε ότι είχαν υποβληθεί πλαστές φορολογικές δηλώσεις στο όνομά της. Η αστυνομία δεν κατέγραψε καν επισήμως την καταγγελία της. Η ίδια ένιωσε απομονωμένη, ντροπιασμένη, χωρίς στήριξη. Η οικογένειά της ήταν το μοναδικό της καταφύγιο. Αργότερα γράφτηκε στη Νομική, λέγοντας ότι αυτή η εμπειρία έγινε το κίνητρο.

Η περίπτωσή της δεν είναι μεμονωμένη. Από το 2020 έως το 2024, οι αναφορές για απάτες σχετικές με εργασία στις ΗΠΑ τριπλασιάστηκαν. Οι οικονομικές απώλειες εκτινάχθηκαν από τα 90 εκατομμύρια στα 501 εκατομμύρια δολάρια. Οι απατεώνες αξιοποιούν φθηνά εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, τεχνικές κοινωνικής μηχανικής, ψεύτικους ιστότοπους και εταιρείες-κέλυφος για να ξεγελάσουν ακόμα και τους πιο μορφωμένους και εξοικειωμένους με την τεχνολογία. Σε μια αγορά εργασίας όπου κυριαρχεί η ανασφάλεια, η ευπιστία είναι σχεδόν αναπόφευκτη.
Οι απάτες αυτές πατούν πάνω στις αδυναμίες της σημερινής αγοράς. Οι αγγελίες γεμίζουν από αυτοματοποιημένα βιογραφικά που παράγονται με ΑΙ· τα φίλτρα απορρίπτουν συχνά τους πραγματικά ικανούς υποψηφίους· οι διαδικασίες πρόσληψης καθυστερούν. Έτσι, όταν τελικά εμφανίζεται μια «ευκαιρία», οι υποψήφιοι είναι πρόθυμοι να πιστέψουν. Οι απατεώνες χτίζουν εμπιστοσύνη, μιμούνται κανονικούς εργοδότες, δημιουργούν αίσθηση κατεπείγοντος. Η λεπτομέρεια της επιταγής, η οδηγία «αγοράστε τώρα τον εξοπλισμό», λειτουργεί ως δόλωμα. Πολλοί μάλιστα δημιουργούν ολόκληρους ιστότοπους και πλαστές εταιρείες για να περάσουν τον έλεγχο.
Για την Ντάτα, το σοκ μετατράπηκε σε θυμό και μετά σε ντροπή. Αλλά η οικονομική απώλεια δεν ήταν το μόνο τραύμα. Η ταυτότητά της παραβιάστηκε, οι θεσμοί δεν την στήριξαν, η ίδια ένιωσε απροστάτευτη. Σήμερα δηλώνει ότι θέλει να μετατρέψει την εμπειρία σε κίνητρο για δράση μέσα από τη νομική επιστήμη. Ωστόσο, το ευρύτερο πλαίσιο παραμένει εύθραυστο. Ποιος θα κυνηγήσει τις εταιρείες-βιτρίνα; Ποιος θα ελέγξει τις πλατφόρμες που φιλοξενούν τις αγγελίες; Ποιος θα αποζημιώσει όσους πέφτουν θύματα;

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο της απάτης· είναι και της ίδιας της αγοράς εργασίας. Καθώς οι εργοδότες στηρίζονται σε ψηφιακά κανάλια πρόσληψης, οι υποψήφιοι βρίσκονται αντιμέτωποι με αδιαφανείς αλγόριθμους, καθυστερήσεις και τώρα, καλοστημένες απάτες που μασκαρεύονται ως ευκαιρίες. Οι ίδιες πλατφόρμες που υποτίθεται ότι ανοίγουν την πρόσβαση στην εργασία μετατρέπονται σε όπλα στα χέρια επιτήδειων. Οι συνέπειες δεν μετριούνται μόνο σε δολάρια· αφορούν φήμη, ψυχική υγεία, εμπιστοσύνη.
Η ιστορία της Ντάτα αποτελεί ακόμη ένα παράδειγμα του ότι ούτε το βιογραφικό ούτε οι βαθμοί προστατεύουν από τέτοιες παγίδες. Απαιτείται αυστηρή επαλήθευση πριν από οποιαδήποτε συναλλαγή: έλεγχος domain, τηλεφωνική επικοινωνία με τον οργανισμό, διασταύρωση πληροφοριών με πραγματικούς εργαζομένους. Ακόμη πιο αναγκαία, όμως, είναι η ευθύνη των ίδιων των πλατφορμών. Το LinkedIn και κάθε άλλος κόμβος εύρεσης εργασίας οφείλει να εφαρμόσει συστήματα επαλήθευσης και ανθρώπινης εποπτείας. Οι αρχές πρέπει να εντοπίζουν τις εταιρείες-κέλυφος και να διασφαλίζουν ότι τα θύματα έχουν πρόσβαση σε μηχανισμούς αποζημίωσης και στήριξης.
Η Αμίσα Ντάτα έχασε 4.300 δολάρια από μια απάτη. Ο πραγματικός κίνδυνος, όμως, είναι η κανονικοποίηση τέτοιων ιστοριών. Σε μια αγορά που πιέζεται από την τεχνητή νοημοσύνη, την υπερπροσφορά βιογραφικών και την εργασιακή ανασφάλεια, οι απατεώνες βρίσκουν το τέλειο έδαφος. Η δική της ιστορία δεν είναι μόνο μια προσωπική αδικία· είναι το σύμπτωμα μιας αγοράς που γίνεται ολοένα και πιο επισφαλής. Σε έναν κόσμο όπου η εργασία θα έπρεπε να απελευθερώνει, οι απάτες αυτές απειλούν να εγκλωβίσουν ξανά τους πιο ευάλωτους.