Πώς οι ηθικές αποφάσεις που παίρνουμε μέσα από τις ξένες γλώσσες γίνονται «τεχνοκρατικές»: δεν βασίζονται στο «αίσθημα του σωστού», αλλά στον υπολογισμό της ωφέλειας. Τα πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα δύο Ελλήνων γλωσσολόγων.
Η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας· είναι ένας τρόπος να νιώθεις, να θυμάσαι και να κρίνεις. Οι έρευνες των Ελλήνων γλωσσολόγων Ειρήνης Μαύρου και Ανδρέα Κυριάκου αποκαλύπτουν κάτι παράδοξο και ανησυχητικά ανθρώπινο: όταν σκεφτόμαστε σε μια ξένη γλώσσα αλλάζει και η ηθική μας κρίση.
Η ηθική είναι υπόθεση ΚΑΙ λέξεων
Η μητρική γλώσσα, φορτισμένη από παιδικές εμπειρίες και συναισθηματικά πρότυπα, μας ωθεί σε αποφάσεις βασισμένες στο καθήκον και στους κανόνες. Η δεύτερη γλώσσα, ψυχρότερη και πιο «λογική», μας κάνει ωφελιμιστές, πρόθυμους να θυσιάσουμε τον έναν για να σωθούν οι πολλοί.
Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως moral foreign language effect, δείχνει πως η ηθική δεν είναι μόνο υπόθεση αρχών ή αξιών, αλλά και λέξεων. Όταν μιλάμε σε μια άλλη γλώσσα, δεν αλλάζουμε απλώς λεξιλόγιο· αλλάζουμε τον τρόπο που μετράμε το καλό και το κακό.
Η Ειρήνη Μαύρου και ο Ανδρέας Κυριάκου ξεκίνησαν τις έρευνές τους εξετάζοντας πώς δίγλωσσοι Ισπανοί, Κύπριοι και Ελληνοαγγλόφωνοι αντιδρούν σε γνωστά ηθικά διλήμματα, όπως το λεγόμενο «footbridge dilemma»: θα έσπρωχνες έναν άνθρωπο από μια γέφυρα για να σώσεις πέντε άλλους;
Οι συμμετέχοντες που απαντούσαν στη μητρική τους γλώσσα απέρριπταν την... ανθρωποθυσία - «Δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο», «Θα ήμουν δολοφόνος»· οι ίδιοι, όταν σκέφτονταν στη δεύτερη γλώσσα, έδιναν λογικές απαντήσεις του τύπου «αν δεν τον ρίξω, θα αφήσω να πεθάνουν πέντε».
Η μετάβαση από το «δεν πρέπει» στο «πρέπει γιατί ωφελεί» φανερώνει το βάθος της ψυχραιμίας που φέρνει η ξένη γλώσσα: μια αποστασιοποίηση από την ενστικτώδη ενοχή, ένα φίλτρο ανάμεσα στο συναίσθημα και τη λογική.
Οι λόγοι είναι βιογραφικοί και ψυχογλωσσολογικοί. Η μητρική γλώσσα μαθαίνεται με το σώμα και το συναίσθημα, μέσα στην οικογένεια, στους φόβους, στα χάδια, στις τιμωρίες. Οι ξένες γλώσσες, αντίθετα, μαθαίνονται στο σχολείο, σε αίθουσες, με κανόνες και τεστ· απογυμνωμένες από τις συγκινήσεις της παιδικής ηλικίας, λειτουργούν πιο ψυχρά, σαν λογιστικές μηχανές του λόγου.
Γι’ αυτό και οι ηθικές αποφάσεις που παίρνουμε μέσα απ’ αυτές γίνονται «τεχνοκρατικές»: δεν βασίζονται στο «αίσθημα του σωστού», αλλά στον υπολογισμό της ωφέλειας. Σαν να μιλάει μέσα μας όχι η φωνή της μητέρας αλλά ενός δικαστή.

Στις δοκιμές τους, οι ερευνητές ζήτησαν επίσης από δίγλωσσους να αντιμετωπίσουν πιο προσωπικά διλήμματα: Θα ομολογούσες σε σύντροφο μια απιστία; Θα κατέδιδες τον καλύτερό σου φίλο για έγκλημα;
Στην περίπτωση της προδοσίας του φίλου, η δεύτερη γλώσσα οδήγησε σε πιο «νόμιμες» αποφάσεις - η αποκάλυψη της αλήθειας υπερίσχυσε της πίστης· στο ερωτικό δίλημμα, όμως, το συναίσθημα άντεξε. Εκεί η μητρική και η ξένη γλώσσα οδήγησαν σε παρόμοιες επιλογές, μα όχι στα ίδια συναισθήματα: στη μητρική κυριάρχησε ο φόβος και η απογοήτευση, στη δεύτερη η ενοχή και ο πόνος. Το ίδιο το συναίσθημα, επομένως, μεταφράζεται διαφορετικά ανάλογα με τη γλώσσα.
Στο κέντρο των ερευνών βρίσκεται η ενοχή. Η Μαύρου και ο Κυριάκου μελέτησαν Έλληνες και Ισπανούς δίγλωσσους, ζητώντας τους να θυμηθούν προσωπικές στιγμές ενοχής σε κάθε γλώσσα.
Το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο: στη μητρική, η ενοχή βιωνόταν εντονότερα και περιγραφόταν με πλουσιότερο, πιο φορτισμένο λεξιλόγιο. Στη δεύτερη, οι συμμετέχοντες ένιωθαν μικρότερη συναισθηματική πίεση και μιλούσαν πιο ανοιχτά για θέματα ταμπού, όπως η απιστία ή ο θάνατος. Η ξένη γλώσσα λειτουργούσε σαν... «αποσμητικό της ντροπής» - προστάτευε από το βάρος των κοινωνικών και οικογενειακών συνειρμών. Μιλώντας αλλιώς, οι άνθρωποι ένιωθαν πιο ελεύθεροι να παραδεχτούν τα απαγορευμένα.
Το πείραμα αυτό φωτίζει κάτι βαθύτερο: η γλώσσα δεν είναι ουδέτερη· είναι συναισθηματικό σύστημα. Όταν αλλάζουμε γλώσσα, αλλάζουμε και το «θερμικό σημείο» των συναισθημάτων μας. Ο τρόπος που νιώθουμε ενοχή, φόβο ή συμπόνια εξαρτάται από τα φωνήεντα και τις λέξεις που τα εκφράζουν. Η γλώσσα της παιδικής ηλικίας μεταφέρει τη βαρύτητα της ηθικής, γιατί είναι η γλώσσα όπου μάθαμε τι σημαίνει «μη», «συγγνώμη», «ένοχος». Η δεύτερη γλώσσα είναι συχνά η γλώσσα της ενήλικης λογικής, των αποφάσεων που παίρνουμε με το μυαλό, όχι με την καρδιά.

Αυτό το εύρημα έχει συνέπειες πέρα από τα εργαστήρια. Ζούμε σε κοινωνίες όπου εκατομμύρια άνθρωποι εργάζονται, δικάζονται ή διαπραγματεύονται σε γλώσσες που δεν είναι οι δικές τους. Οι μετανάστες, οι διεθνείς επιχειρηματίες, οι φοιτητές, οι επιστήμονες καλούνται να παίρνουν αποφάσεις σε ένα λεκτικό σύμπαν που δεν έχει την ίδια συναισθηματική πυκνότητα με το μητρικό τους. Αν, όπως δείχνουν οι Μαύρου και Κυριάκου, η γλώσσα αυτή μειώνει την ενσυναίσθηση και ενισχύει τον ορθολογισμό, τότε η ίδια η παγκοσμιοποίηση έχει μια ηθική παρενέργεια: κάνει τους ανθρώπους λιγότερο ενοχικούς και περισσότερο υπολογιστικούς.
Η ψυχρή καθαρότητα της δεύτερης γλώσσας μπορεί να φανεί χρήσιμη σε ορισμένα πεδία - στη διπλωματία, στο εμπόριο, στη διαχείριση κρίσεων. Αλλά στα ηθικά ζητήματα γεννά ένα υπαρξιακό ρήγμα: ποια είναι η αυθεντική μας φωνή; Η φωνή που σκέφτεται στα ελληνικά ή εκείνη που αποφασίζει στα αγγλικά; Η πρώτη κουβαλά την ηθική της οικογένειας, τη φωνή της μητέρας· η δεύτερη, τη λογική του γραφείου και των διεθνών κανόνων. Κι ανάμεσά τους κινείται η σύγχρονη συνείδηση - διχασμένη ανάμεσα σε δύο κώδικες, δύο τρόπους να ορίσει το σωστό.
Η γλώσσα, λοιπόν, δεν καθρεφτίζει απλώς τον κόσμο· τον δημιουργεί μέσα μας. Η ηθική δεν κατοικεί σε αφηρημένες αρχές, αλλά στο σώμα των λέξεων που τις εκφέρουν.
Όταν σκεφτόμαστε σε άλλη γλώσσα, μετατοπίζουμε και την πυξίδα της κρίσης μας.
Ίσως, τελικά, ο πιο λεπτός δείκτης της ανθρώπινης διπροσωπίας να μην είναι η υποκρισία, αλλά η πολυγλωσσία, η ικανότητά μας να είμαστε δύο άνθρωποι σε δύο γλώσσες, δύο διαφορετικά είδη σωστού και λάθους. Κι εκεί, στο μεταίχμιο των λέξεων, η ηθική μας δεν χάνεται· απλώς αλλάζει προφορά.