Έχει δει σκελετούς σε πολυθρόνες, διαμελισμένα σώματα, δωμάτια όπου κάποιος πέθανε κι έλιωσε μες στο χρόνο. Ο Μπεν Τζάιλς είναι ένας καθαριστής σκηνών εγκλήματος.
Ο Βρετανός Μπεν Τζάιλς είναι ο άνθρωπος που καθαρίζει ενδελεχώς ό,τι δεν μπορεί να καθαριστεί. Ο άνθρωπος που σβήνει το αποτύπωμα του χάους -και ενός εγκλήματος, όσο φρικιαστικό και αν είναι. Στο Λονδίνο, όταν η είσοδος του Dominion Theatre βρέθηκε σκεπασμένη με αίμα και κόπρανα λίγες ώρες πριν από την παράσταση του The Devil Wears Prada, οι υπεύθυνοι δεν κάλεσαν την αστυνομία ούτε την υγειονομική υπηρεσία. Κάλεσαν τον Τζάιλς.
Αυτόν που μπορεί να κάνει έναν τόπο ξανά «ουδέτερο», να αποκαταστήσει το αίσθημα τάξης πάνω στα ερείπια της σωματικότητας. Στα 49 του, με πρόσωπο σκαμμένο απ’ τον αέρα της Ουαλίας, ο Τζάιλς είναι κάτι σαν ασκητής της καθαριότητας, ένας αυτόνομος τεχνίτης της φθοράς, που έμαθε με τα χρόνια να βλέπει κάθε λεκέ ως πρόβλημα και κάθε πρόβλημα ως μέθοδο.
Ξεκίνησε σεμνά και ταπεινά
Ξεκίνησε ταπεινά, καθαρίζοντας τζάμια για 50 πένες το τεμάχιο. Όταν μια κυρία του ζήτησε να καθαρίσει ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι κι εκείνος βρήκε μια μπανιέρα γεμάτη ούρα και περιττώματα, ζήτησε αυθόρμητα 2.000 λίρες. Αργότερα κατάλαβε πως μπορούσε να ζητήσει περισσότερα - γιατί ο καθαρισμός του αηδιαστικού είναι ένα είδος λυτρωτικής τελετουργίας. Από εκείνη τη στιγμή, η ζωή του πήρε πορεία προς το άγνωστο: αίματα, εκρήξεις, πτώματα, χημικά, δέρματα, όλα έγιναν ύλη της καθημερινότητάς του.
Δημιούργησε την εταιρεία Ultima, εκπαίδευσε εκατοντάδες καθαριστές, έγινε ο πρύτανης του βιομηχανικού καθαρμού. Η Ultima είναι κάτι ανάμεσα σε σχολή πολέμου και μοναστήρι - και ο Τζάιλς, με τον στενό του συνεργάτη Μπάξτερ, είναι ο άνθρωπος που επιβάλλει τη σιωπή μετά την καταστροφή.
Μπορεί να δώσει οδηγίες για κάθε φρικτή λεπτομέρεια της ανθρώπινης διάλυσης: πώς να μαλακώσεις ξεραμένο φλέγμα με ψεκασμό Byotrol 4-in-1, πώς να αφαιρέσεις λίπος νεκρού από το σμάλτο μιας μπανιέρας, πώς να αποφύγεις τη διασπορά αίματος από τραύμα ή ατύχημα. Έχει δει σκελετούς σε πολυθρόνες, διαμελισμένα σώματα, δωμάτια όπου κάποιος πέθανε κι έλιωσε μες στο χρόνο. Έχει καθαρίσει ράγες γεμάτες από χρησιμοποιημένες σύριγγες και δρόμους σπαρμένους με γουρουνόδερμα μετά από τροχαία. Οτιδήποτε αγγίζει φέρνει μαζί του το ίχνος του τέλους, κι εκείνος το εξουδετερώνει με την ίδια σχολαστικότητα που κάποιος άλλος θα κούρευε το γκαζόν του.
Αλχημιστής της αποσύνθεσης
Ο Τζάιλς είναι κάτι σαν... αλχημιστής της αποσύνθεσης. Έχει στα χέρια του την εμπειρία μιας ζωής μέσα στα λύματα, κι όμως διατηρεί τη νηφαλιότητα του χειρουργού. Γνωρίζει τα πάντα για τους λεκέδες - όχι ως αισθητική ατέλεια, αλλά ως σύμπτωμα της ζωής. Οι λεκέδες, λέει, είναι οι μεγάλοι μάρτυρες της ανθρώπινης κατάστασης. Υπενθυμίζουν πως είμαστε σώματα, μηχανές που στάζουν, που χύνουν, που αποσυντίθενται. Ο πολιτισμός μας προσπαθεί να τους εξαλείψει, κι αυτός πληρώνεται για να το κάνει επαγγελματικά. Είναι ο άνθρωπος που καθαρίζει ό,τι κανείς δεν θέλει να αντικρίσει, που παρεμβαίνει στο σημείο όπου η αξιοπρέπεια καταρρέει και η ακαθαρσία αποκαλύπτει τη φύση της ύπαρξης.

Πίσω από τη σκληρότητα της δουλειάς του κρύβεται μια φιλοσοφία σχεδόν θρησκευτική. Ο Τζάιλς είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά, κι η πίστη του λειτουργεί ως πνευματικό φίλτρο απέναντι σε ό,τι βλέπει. Στα περισσότερα περιστατικά δεν παρευρίσκεται απλώς ως καθαριστής αλλά ως μάρτυρας της αποσύνθεσης του κόσμου. Ξέρει ότι το σώμα θα καταλήξει σκόνη, ότι κάθε ίχνος ζωής μπορεί να αφαιρεθεί με τη σωστή χημική ουσία, και πως κάθε επιφάνεια μπορεί να επιστρέψει στη λευκότητά της. Όταν πέθανε ένας εργάτης σε ξυλουργείο, καθάρισε το αίμα του από το πριονίδι. Η καθημερινότητά του δεν έχει διαχωρισμό ανάμεσα στο ιερό και το βρόμικο: όλα είναι ύλη προς καθαρισμό.
Στην Ουαλία, όπου ζει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ο Τζάιλς ζει σχεδόν απομονωμένος, με τις αγελάδες του και τα εργαλεία του. Μιλάει για τις δουλειές του σαν να διηγείται ιστορίες κυνηγιού: την υπόθεση του «Ratty Rolex», όπου ένας φύλακας έχασε το χέρι του ή τον καθαρισμό του σημείου όπου προσάραξε μια ζωντανή φάλαινα 20 τόνων στο λιμάνι του Πόρτσμουθ. Αυτήν τη φάλαινα, γεμάτη αέρια, που απειλούσε να εκραγεί, την τεμάχισαν επιτόπου με πριόνια και απορροφητικά πανιά. Ο ίδιος δεν πήγε καν: «αν είχα πάει, θα έπαιρνα ένα καλάμι ψαρέματος, για τη φωτογραφία», λέει γελώντας. Η ειρωνεία είναι εργαλείο επιβίωσης. Έτσι αντιμετωπίζει τη φρίκη: με ψυχραιμία και χιούμορ.
«Ό,τι έχεις μπροστά σου είναι βρώμικο»
Η μέθοδός του είναι απλή: ό,τι έχεις μπροστά σου είναι βρώμικο, ό,τι αφήνεις πίσω σου είναι καθαρό. Από το περιθώριο της κοινωνίας έχει δημιουργήσει μια σχολή σκέψης, μια ηθική της πράξης. Ο καθαρισμός για τον Τζάιλς δεν είναι απλώς επάγγελμα, είναι ο τρόπος με τον οποίο αναστέλλεται προσωρινά η εντροπία. Δεν μπορείς να αφήσεις τίποτα «μισοκαθαρό», γιατί το μισοκαθαρό είναι ήδη βρώμικο. Κι έτσι, μέρα με τη μέρα, επιβάλλει την τάξη σε έναν κόσμο που επιμένει να διαλύεται.

Η δική του επιστήμη της καθαριότητας κουβαλά μια σκοτεινή ποίηση. Στο κεφάλι του συγκρούονται η πειθαρχία του καθαριστή και η φιλοσοφία του θανάτου. Ξέρει ότι, στο τέλος, όλα καταλήγουν στο ίδιο: στο αίμα που δεν πρέπει να πλυθεί με ζεστό νερό, στα ούρα που χρειάζονται αλκαλικό διάλυμα, στα φλέματα που μαλακώνουν με ψεκασμό. Έχει μετατρέψει τη σωματική αποσύνθεση σε γλώσσα, σε σύστημα αναφοράς, σε διδασκαλία. Όπως ένας ζωγράφος βλέπει χρώματα, ο Τζάιλς βλέπει λεκέδες: το φλέγμα, το αίμα, το λίπος, την πίσσα, τον ιδρώτα, τη μούχλα, την οξείδωση. Είναι ένας επιστήμονας της φθοράς που, μέσα από τη δουλειά του, προσπαθεί να διασώσει κάτι από την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Ο κόσμος του είναι ένας κόσμος μεταβατικός, ανάμεσα στη ζωή και τη σήψη. Οι σκηνές που αντικρίζει - τα πτώματα που εκρήγνυνται, τα σώματα που λιώνουν δίπλα σε καλοριφέρ, τα σπίτια που μετατρέπονται σε ταφικά θαλάμους - είναι ο καθρέφτης της ανθρώπινης μοίρας. Ο Τζάιλς δεν τις βλέπει πια με φρίκη, αλλά με κατανόηση. Όταν του ζήτησαν να καθαρίσει το σπίτι μιας γυναίκας που δολοφονήθηκε από τον άντρα της, κατέρρευσε για πρώτη φορά ψυχολογικά. Δεν άντεξε την ιδέα της απλότητας του κακού, του φόνου που έγινε και του δράστη που πήγε ατάραχος για ποτό. Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να καθαρίσει τα πάντα. «Υπάρχουν λεκέδες που δεν είναι υλικοί», λέει ο ίδιος μιλώντας στην Guardian.
Η σχέση του με τη θρησκεία τον βοηθά να διατηρεί την πίστη πως κάθε λεκές, ακόμα κι ο πιο φρικτός, μπορεί να σβηστεί - αν όχι απ’ το πάτωμα, τότε απ’ τη συνείδηση. «Γιατί είμαστε σκόνη και στη σκόνη θα επιστρέψουμε», λέει, σαν να επαναλαμβάνει έναν ψαλμό. Ενδιάμεσα, όμως, σκουπίζουμε, τρίβουμε, καθαρίζουμε, προσπαθούμε να διατηρήσουμε την ψευδαίσθηση της τάξης.
Όπως συμβουλεύει ο ίδιος, μην τρίβεις τη γύρη: απορρόφησέ τη με ηλεκτρική, μετά καθάρισε με αλκαλικό προϊόν. Ακόμη κι ο πιο ασήμαντος λεκές είναι για εκείνον απόδειξη ότι ο κόσμος συνεχίζει να λειτουργεί, ότι το σώμα ακόμα υφίσταται...