Γεννημένοι στον κατακλυσμό των media, μεγαλωμένοι με TikTok και Reddit, αυτοί οι νέοι βλέπουν την ταινία ως μια κρυπτογραφημένη παραβολή.
Όταν το «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» κυκλοφόρησε το 1999, η ψυχρή υποδοχή του προκάλεσε αμηχανία στους κριτικούς και απορία στο κοινό. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι σχεδόν τρεις δεκαετίες αργότερα θα μετατρεπόταν σε αντικείμενο λατρείας για τη Γενιά Ζ, που όχι μόνο το επανεκτιμά, αλλά το εντάσσει στο πυκνό πλέγμα των σύγχρονων θεωριών συνωμοσίας με μια δεξιοτεχνική ευκολία που θα ζήλευαν ακαδημαϊκοί αναλυτές.
Στην καρδιά αυτής της νέας λατρείας βρίσκεται η ανάγκη μιας γενιάς να εντοπίσει μυστικά μονοπάτια πίσω από τις εικόνες, να διαβάσει τον κόσμο μέσω κρυμμένων νοημάτων και αποκαλυπτικών συμβόλων. Το «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» αποδείχτηκε η ιδανική επιφάνεια προβολής για αυτές τις φαντασιακές αναγνώσεις.
Τα σημάδια της εμμονής είναι παντού
Τα σημάδια της εμμονής είναι παντού: οι μάσκες και οι εσάρπες των μυστηριωδών τελετουργιών της ταινίας έχουν γίνει must για το Halloween της Γενιάς Ζ, η οποία επιζητά να δείξει όχι μόνο αισθητική διαφοροποίηση αλλά και συνωμοσιολογική ετοιμότητα.
Γεννημένοι στον κατακλυσμό των media, μεγαλωμένοι με TikTok και Reddit, αυτοί οι νέοι δεν βλέπουν την ταινία ως ένα ψυχρό, ερωτικό θρίλερ του Κιούμπρικ αλλά ως μια κρυπτογραφημένη παραβολή για το ποιοι κυβερνούν τον κόσμο, πώς κινούνται στο σκοτάδι και πώς γίνεται να μολύνουν τα πάντα, από τον έρωτα μέχρι την παιδική αθωότητα.
Αυτό το μετα-βλέμμα της Γενιάς Ζ δεν περιορίζεται στην επιφάνεια: τολμά να συνδέει το φιλμ με τις πιο σκοτεινές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας, από τον κύκλο εξουσίας και trafficking του Τζέφρι Έπσταϊν έως τη μυστηριώδη εξαφάνιση της Μαντλίν Μακάν, κι από εκεί ως τον ίδιο τον θάνατο του Κιούμπρικ, που αναλαμβάνει πια τον ρόλο του προφητικού μάρτυρα.
Αυτή η γενιά, που δεν υπήρχε καν όταν ο Έπσταϊν δρούσε ή όταν η ταινία κυκλοφόρησε, συνθέτει με εντυπωσιακή ευκολία ένα νέο είδος ερμηνείας: δεν διστάζουν να τραβήξουν γραμμές ανάμεσα στις μυστηριώδεις τελετές της ταινίας και τα ανήκουστα πάρτι των ισχυρών, ανάμεσα στον ερμητικό λόγο του Σίντνεϊ Πόλακ ως Βίκτορ Ζίγκλερ και τον σιωπηλό, επικίνδυνο πλούτο ενός κοσμοπολίτη ηγεμόνα με ιδιωτικό νησί.
Σε αυτό το αφήγημα, η ταινία παύει να είναι κινηματογραφική μυθοπλασία· γίνεται υπόμνημα, κινηματογραφική προφητεία, σκηνικό από όπου αντλείται υλικό για να απαντηθούν αγωνιώδη ερωτήματα σχετικά με τη φύση της εξουσίας, τη σήψη του πλούτου, τη διαφθορά των επιθυμιών.
Και δεν είναι μόνο η ιστορική ή κοινωνιολογική ωμότητα των συνδέσεων που τραβά το ενδιαφέρον της Γενιάς Ζ. Είναι και η μυθολογική, αρχετυπική της διάσταση. Τα σύμβολα του έρωτα και του θανάτου, του προσωπείου και της αποκάλυψης, λειτουργούν σαν μοντέρνα παραμύθια.
Η αλληγορία της ενηλικίωσης
Αυτή η γενιά, που νιώθει ότι της κλέβεται το μέλλον από οικονομικές κρίσεις, πανδημίες, οικολογική κατάρρευση και την απληστία των λίγων, αναζητά στα παραμύθια μεγάλων σκηνοθετών την αίσθηση της συνέχειας. Εδώ δεν υπάρχει απλώς η φρίκη του κρυφού κόσμου των «μυημένων»· υπάρχει η αλληγορία της ενηλικίωσης μέσα σε έναν κόσμο όπου η πίστη στη δικαιοσύνη έχει υπονομευθεί.
Η μικρή κόρη του ζευγαριού, την οποία οι Gen Z ερμηνευτές υποστηρίζουν ότι απάγεται στο τέλος από μέλη της ίδιας σκιώδους αδελφότητας, λειτουργεί ως η χαμένη αθωότητα κάθε εποχής δημιουργικής ανασφάλειας. Η σύνδεση με την Μαντλίν Μακάν, όσο αφηρημένη κι αν είναι, υπηρετεί μια ανατριχιαστική αναλογία: ότι η μυθοπλασία μπορεί να γίνει ζοφερός προάγγελος της πραγματικότητας - ή να την περιγράψει με χειρουργική ακρίβεια πολύ πριν αυτή ξεσπάσει στα δελτία ειδήσεων.
Στα μάτια τους, ο Κιούμπρικ ίσως δεν ήταν απλώς ένας οραματιστής σκηνοθέτης αλλά και ένας αποκαλυπτικός πληροφοριοδότης - και ο θάνατός του, έξι μόλις ημέρες μετά την παράδοση του φιλμ, γίνεται το τελειωτικό κερασάκι στο κέικ των εμμονών. Αν ο ίδιος «ήξερε πολλά», τότε η τέχνη του γίνεται ταυτόχρονα κατάθεση, προφητεία, φωτιά που τη σβήνουν γρήγορα οι ισχυροί για να μην καεί ο κόσμος.
Η αναζήτηση ταυτότητας
Και μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει και η αναζήτηση ταυτότητας. Η Γενιά Ζ υιοθετεί την αισθητική της ταινίας ως τρόπο έκφρασης· οι στολές της μυητικής σκηνής, ως μεταμφιέσεις που συνδυάζουν στιλ και κριτική· η λογική της «μάσκας» όχι ως απόκρυψη, αλλά ως υπενθύμιση ότι ο κόσμος κρύβει πολλά.
Αυτό που για τους θεατές του 1999 ήταν ένα αμήχανο, παγωμένο ερωτικό δραματικό θρίλερ, σήμερα διαβάζεται ως χειρονομία αντίστασης, ως σκηνοθετημένο κουβάρι κρυφών νοημάτων που δεν θα αποκαλυφθούν από κανέναν επίσημο φορέα.
Η απόλαυση της συνωμοσίας, για τους νέους αυτούς, δεν είναι απόδειξη παραλογισμού ούτε και θρησκεία. Είναι ένα εργαλείο για να αποκτήσουν τον έλεγχο μιας πραγματικότητας που τους παραδίδεται έτοιμη, γεμάτη ψεύδη και συγκάλυψη.
Είναι ένα σύμπτωμα των καιρών, όπου η απογοήτευση από τα παραδοσιακά συστήματα εξουσίας έχει γίνει πολιτική και πολιτισμική μαρμάρωση. Το «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» γίνεται έτσι κάτι περισσότερο από ταινία: γίνεται μια ματιά στο κενό που αφήνει ο κόσμος όταν δεν εξηγεί τίποτα από όσα καίνε στ’ αλήθεια.
Κι αν ορισμένοι αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν ένα τόσο αργοκίνητο, ψυχρό έργο να έχει αναζωπυρώσει τέτοια φλόγα μέσα σε ένα κοινό που καταναλώνει περιεχόμενο σε 15 δευτερόλεπτα, ίσως η απάντηση είναι ότι το χάος χρειάζεται μύθο για να γίνει υποφερτό.