Το «No kings» επιστρέφει με τη νηφαλιότητα μιας ηθικής πρότασης: ελευθερία σημαίνει αυτοπεριορισμό, και δημοκρατία σημαίνει ότι κανείς δεν είναι άξιος λατρείας.
Το σύνθημα «No kings» επιστρέφει στους δρόμους της Αμερικής σαν παλμική ανάμνηση της ίδιας της γέννησής της. Δεν είναι καινούργιο, δεν είναι της μόδας. Είναι μια επιστροφή στον πυρήνα της αμερικανικής πολιτικής αυτοσυνείδησης, όταν μια ομάδα αποίκων αποφάσισε πως δεν θα σκύψει ποτέ ξανά μπροστά σε στέμμα.
Το σύνθημα αυτό, που σήμερα αναβιώνει ως κραυγή ενάντια σε προέδρους που μοιάζουν να θέλουν να κυβερνήσουν και όχι να υπηρετήσουν, είναι το αρχαιότερο πολιτικό μάντρα της χώρας, το πρώτο κεφάλαιο στη ρητορική της δημοκρατίας των Ηνωμένων Πολιτειών. Η φράση γεννήθηκε πριν ακόμη υπάρξει σημαία: από την απόρριψη του βασιλικού αξιώματος ξεπήδησε η ιδέα της πολιτικής ελευθερίας.
Από θεολογική δήλωση σε πολιτική διαμαρτυρία
Πολύ πριν ακουστεί στις αποικίες, το «No king but Jesus» αντηχούσε στην Αγγλία του 17ου αιώνα, στον εμφύλιο που χώρισε μοναρχικούς και πουριτανούς. Ήταν τότε μια θεολογική δήλωση: ότι η μόνη ανώτερη εξουσία είναι η συνείδηση ενώπιον του Θεού, όχι το πρόσωπο του βασιλιά.
Όταν το σύνθημα πέρασε τον Ατλαντικό, μεταμορφώθηκε σε πολιτικό εργαλείο. Οι αποικιοκράτες, μπολιασμένοι με το πνεύμα της ανεξαρτησίας και της προτεσταντικής εσωτερικότητας, το μετέφρασαν σε επαναστατική πράξη: δεν θα υπακούσουμε σε κανέναν στέμμα, γιατί η υπακοή είναι δουλεία.
Ο Τόμας Πέιν, στο θρυλικό του Common Sense του 1776, θα συνοψίσει το νόημά του με λόγια που έγιναν ευαγγέλιο της αμερικανικής ρητορικής: «Ένας τίμιος άνθρωπος αξίζει περισσότερο απ’ όλους τους εστεμμένους αλήτες που έζησαν ποτέ». Η δημοκρατία, θα μπορούσε να πει κανείς, γεννήθηκε μέσα από μια άρνηση: την άρνηση της ιερής λάμψης της εξουσίας.
Αυτή η άρνηση έγινε και φόβος. Η νεαρή αμερικανική δημοκρατία έπρεπε να βρει τρόπο να διοικηθεί χωρίς να λατρέψει τον ηγέτη της. Το «No kings» λειτουργούσε σαν υπενθύμιση και σαν ανάχωμα. Όταν ο Τζον Άνταμς πρότεινε τη δεκαετία του 1790 να αποκαλείται ο πρόεδρος «His Highness», γελοιοποιήθηκε ως «His Rotundity» - ένας σαρκασμός που προστάτευε τη νέα δημοκρατία από την αποπλάνηση του μεγαλείου. Η γελοιογραφία έγινε έτσι όπλο πολιτικής υγιεινής: το γέλιο ως άρνηση της αυθεντίας.
Από τον 19ο αιώνα κι έπειτα, η αμερικανική πολιτική παράδοση γέννησε έναν ολόκληρο εικονογραφικό πόλεμο ενάντια στο στέμμα. Ο Άντριου Τζάκσον σατιρίστηκε ως «King Andrew the First», πατώντας πάνω στο Σύνταγμα. Ο Αβραάμ Λίνκολν, εν μέσω Εμφυλίου, κατηγορήθηκε πως θέλει να γίνει «κληρονομικός ηγεμόνας των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο φόβος της μόνιμης εξουσίας επέμενε να στοιχειώνει κάθε πρόεδρο που τολμούσε να υπερβεί τα όρια. Ακόμα και οι χαρισματικοί ηγέτες - ο Θίοντορ Ρούζβελτ, ο «King Ike» Αϊζενχάουερ, αργότερα ο Ομπάμα - είδαν να τους φοριέται το ίδιο ειρωνικό σύμβολο: το στέμμα, σημάδι θαυμασμού και ταυτόχρονα προειδοποίησης. Το στέμμα, στην αμερικανική φαντασία, είναι πάντα προσωρινό, δανεισμένο, ποτέ ιερό.
Το 2024, όταν ο Τζο Μπάιντεν αναγκάστηκε να δηλώσει δημοσίως ότι «δεν υπάρχουν βασιλιάδες στην Αμερική», μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου πως ο Ντόναλντ Τραμπ δεν απολαμβάνει ασυλία, δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να θυμίσει την αρχή του πολιτεύματος.
Έκτοτε, κάθε γενιά χρειάζεται να ξανακούσει το ίδιο μάθημα: ότι η εξουσία είναι προσωρινή και η νομιμότητα ανήκει στους κυβερνώμενους. Οι διαδηλωτές που φωνάζουν σήμερα «No kings» δεν προχωρούν απλώς σε μια ιστορική αναβίωση· αναμεταφράζουν μια παλιά πολιτική διάλεκτο σε νέα εποχή. Το μήνυμα παραμένει το ίδιο: κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, καμία θέση υπεράνω της κριτικής, κανένας πολίτης κατώτερος από τους άλλους.
Το σύνθημα αντλεί τη δύναμή του από την απλότητά του. Όπως κάθε λαϊκή σοφία, δεν χρειάζεται εξηγήσεις. Το στέμμα λειτουργεί σαν σύμβολο που ταυτόχρονα σαρκάζει και εξαγνίζει· σαν βαλβίδα ασφαλείας που υπενθυμίζει ότι η εξουσία είναι εύθραυστη.
Και η ειρωνεία είναι πως αυτό το σύνθημα ανήκει σε όλους. Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικανοί, πριν ακόμη χωριστούν σε αντίπαλα στρατόπεδα, γεννήθηκαν από το ίδιο αντιμοναρχικό ρεύμα των Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικανών του Τζέφερσον και του Μάντισον, που όρισαν το κίνημά τους ακριβώς ως άρνηση του βασιλικού δεσποτισμού.
Με μια έννοια, το «No kings» είναι η πρώτη κομματική πλατφόρμα της Αμερικής, η μοναδική φράση πάνω στην οποία συμφώνησαν όλοι πριν αρχίσουν να διαφωνούν για τα πάντα.
Στη σημερινή, κατακερματισμένη Αμερική, όπου κάθε σύνθημα μοιάζει να χωρίζει αντί να ενώνει, το «No kings» έχει μια παράδοξη ενωτική δύναμη. Δεν είναι ιδεολογικό, είναι συνταγματικό· δεν καταγγέλλει μια πλευρά, αλλά υπενθυμίζει μια αρχή.
Μπορεί να μιλήσει στους συντηρητικούς που ανησυχούν για την υπερσυγκέντρωση εξουσίας, στους προοδευτικούς που φοβούνται τον αυταρχισμό, αλλά και στους κουρασμένους πολίτες που νοσταλγούν την απλότητα του μέτρου.
Σε μια εποχή όπου τα πολιτικά συνθήματα θυμίζουν διαφημιστικά σλόγκαν - «Make America Great Again», «Defund the Police», «Drill Baby Drill» - το «No kings» επιστρέφει με τη νηφαλιότητα μιας ηθικής πρότασης: ελευθερία σημαίνει αυτοπεριορισμό, και δημοκρατία σημαίνει ότι κανείς δεν είναι άξιος λατρείας.