Γιατί το «Ρέκβιεμ Για Ένα Όνειρο» διχάζει, 25 χρόνια μετά -Οι ηθοποιοί που «φοβήθηκαν» τον πρωταγωνιστικό ρόλο - iefimerida.gr

Γιατί το «Ρέκβιεμ Για Ένα Όνειρο» διχάζει, 25 χρόνια μετά -Οι ηθοποιοί που «φοβήθηκαν» τον πρωταγωνιστικό ρόλο

Το δράμα του Ντάρεν Αρονόφσκι για τον εθισμό στα ναρκωτικά έτυχε θερμής υποδοχής αλλά και έντονης κριτικής όταν κυκλοφόρησε το 2000 / IMDB
Το δράμα του Ντάρεν Αρονόφσκι για τον εθισμό στα ναρκωτικά έτυχε θερμής υποδοχής αλλά και έντονης κριτικής όταν κυκλοφόρησε το 2000 / IMDB

Το δράμα του Ντάρεν Αρονόφσκι για τον εθισμό στα ναρκωτικά έτυχε θερμής υποδοχής αλλά και έντονης κριτικής όταν κυκλοφόρησε το 2000. Σήμερα, η ταινία εξακολουθεί να είναι αμφιλεγόμενη.

Όταν το «Requiem for a Dream» έκανε πρεμιέρα πριν από ακριβώς 25 χρόνια, τον Μάιο του 2000, προκάλεσε τόσο ενθουσιώδεις κριτικές όσο και έντονη αντιπαράθεση.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η προβολή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών κορυφώθηκε με ένα standing ovation από τους 3.000 θεατές της αίθουσας. Όταν τα φώτα άναψαν, ο συγγραφέας Hubert Selby Jr -που είχε γράψει το μυθιστόρημα το 1978, στο οποίο βασίστηκε η ταινία- είχε δάκρυα στα μάτια. Ακολούθησε η εγκωμιαστική κριτική, με τον Peter Bradshaw της Guardian να εκθειάζει τον σκηνοθέτη Darren Aronofsky, λέγοντας ότι είχε φτάσει τη σκηνοθετική τέχνη «στα θρυλικά ύψη του Orson Welles σε ενέργεια, συνέπεια και απόλυτη τεχνική αρτιότητα».

Η υποδοχή ήταν διαφορετική στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο, όπου μερικοί θεατές έκαναν μέχρι και... εμετό από την αηδία. Αυτό που δίχασε τους κριτικούς είναι ο τρόπος με τον οποίο το «Requiem for a Dream» απεικονίζει τους τοξικομανείς, δηλαδή με κοντινές λεπτομέρειες που απεικονίζουν μαυρισμένα χέρια και κατεστραμμένες από την ηρωίνη φλέβες.

Η ταινία ακολουθεί μια χήρα, τη Sara Goldfarb (Ellen Burstyn), που εθίζεται στα χάπια αδυνατίσματος σε μια προσπάθεια να συμμετάσχει σε ένα τηλεοπτικό παιχνίδι. Εν τω μεταξύ, ο γιος της Χάρι (Τζάρεντ Λέτο) και ο καλύτερος φίλος του Τάιρον (Μάρλον Γουέινς) σχεδιάζουν ένα σχέδιο για να πλουτίσουν πουλώντας ηρωίνη. Όταν τα πράγματα πάνε στραβά, πιέζουν τη φίλη του Χάρι, Μάριον (Τζένιφερ Κόνελι), να εκπορνευτεί.

Κάπως έτσι, η ταινία παραμένει ένα από τα πιο διχαστικά φιλμ της σύγχρονης κινηματογραφικής ιστορίας, ακόμα και 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία του. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από λόγους που σχετίζονται με την αισθητική του, την θεματολογία, την αφήγηση, και την ένταση με την οποία προσεγγίζει τον εθισμό.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η ταινία είναι αισθητικά βίαιη: τα ταχύτατα cuts, το έντονο ηχητικό μοντάζ, και το επαναλαμβανόμενο hip-hop montage του Αρονόφσκι εντείνουν την ψυχολογική πίεση.

Για κάποιους θεατές, αυτή η μορφή κινηματογράφησης είναι καθηλωτική και καλλιτεχνικά πρωτοποριακή. Για άλλους, είναι υπερβολική, ακόμα και αποπροσανατολιστική ή εκβιαστικά δραματική.

Επιπλέον, το Requiem for a Dream δεν προσφέρει καμία λύση, καμία κάθαρση. Οι χαρακτήρες του βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στην απόγνωση. Αυτή η πλήρης έλλειψη ελπίδας διχάζει το κοινό: άλλοι το βλέπουν ως μια έντιμη και σκληρή απεικόνιση της εξάρτησης, ενώ άλλοι θεωρούν ότι η ταινία μετατρέπεται σε... συναισθηματικό βασανιστήριο για τον θεατή.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Κάποιοι κριτικοί κατηγορούν την ταινία ότι μπαίνει στην κατηγορία «misery porn», δηλαδή για εκμετάλλευση της δυστυχίας των χαρακτήρων με στόχο να προκαλέσει σοκ και εντυπωσιασμό. Ειδικά το τελευταίο μισάωρο, όπου οι χαρακτήρες καταρρέουν σωματικά και ψυχολογικά, είναι τόσο φορτισμένο που για κάποιους αγγίζει τα όρια της υπερβολής.

Το Lux Aeterna, το κεντρικό μουσικό θέμα της ταινίας, έχει γίνει σχεδόν πολιτισμικό φαινόμενο, αλλά και αυτό διχάζει. Ενώ πολλοί το θεωρούν μια από τις πιο δυνατές μουσικές συνθέσεις στον κινηματογράφο, άλλοι θεωρούν ότι χρησιμοποιείται για να μεγιστοποιήσει την «κατασκευή συναισθήματος» με τεχνητό τρόπο.

Οι ερμηνείες, ιδίως αυτή της Έλεν Μπέρστιν, έχουν επαινεθεί σχεδόν ομόφωνα. Παρ’ όλα αυτά, το πόσο «ωμά» και άβολα παρουσιάζονται οι χαρακτήρες (ειδικά η σεξουαλική εκμετάλλευση της Μάριον) προκαλεί ηθικά διλήμματα και συζητήσεις για το πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο κινηματογράφος στην απεικόνιση του τραύματος.

Η ιδέα για την ταινία γεννήθηκε όταν ο παραγωγός Έρικ Γουάτσον είδε ένα αντίτυπο του μυθιστορήματος του Σέλμπι στο ράφι του Αρονόφσκι το 1998.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Ο Ντάρεν μου είπε ότι είχε σταματήσει να το διαβάζει στη μέση -ήταν πολύ σκοτεινό και βίαιο- και αυτό με κέντρισε» λέει ο Γουάτσον, μιλώντας στο BBC.

«Του ζήτησα να μου το δανείσει για να το διαβάσω σε ένα ταξίδι. Μου χάλασε εντελώς τις διακοπές. Όταν γύρισα, είπα στον Ντάρεν: "Αυτό είναι - πρέπει να κάνουμε αυτή την ταινία". Έτσι, αγοράσαμε τα δικαιώματα του μυθιστορήματος για χίλια δολάρια και, αντί να περιμένουμε τον Σέλμπι να βρει το σενάριο που είχε χαθεί στη σοφίτα του, ο Ντάρεν έγραψε ο ίδιος ένα».

Το Requiem for a Dream (2000), σε σκηνοθεσία του Ντάρεν Αρονόφσκι και βασισμένο στο μυθιστόρημα του Χιούμπερτ Σέλμπι Τζούνιορ, παραμένει ένα από τα πιο διχαστικά φιλμ της σύγχρονης κινηματογραφικής ιστορίας / IMDB
Το Requiem for a Dream (2000), σε σκηνοθεσία του Ντάρεν Αρονόφσκι και βασισμένο στο μυθιστόρημα του Χιούμπερτ Σέλμπι Τζούνιορ, παραμένει ένα από τα πιο διχαστικά φιλμ της σύγχρονης κινηματογραφικής ιστορίας / IMDB

Ο Αρονόφσκι και ο Γουάτσον έστειλαν το σενάριο σε όλα τα μεγάλα στούντιο. Η απάντηση; «Σιγή ασυρμάτου», θυμάται ο Γουάτσον. «Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μας πάρει τηλέφωνο για να μας απορρίψει».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Απρόθυμοι να τα παρατήσουν, εξασφάλισαν το μισό από το ποσό που χρειάζονταν από την Artisan Entertainment και προσέλαβαν έναν ανεξάρτητο παραγωγό, τον Πάλμερ Γουέστ, για να τους βοηθήσει να συγκεντρώσουν το υπόλοιπο του πενιχρού προϋπολογισμού. Η διαδικασία του κάστινγκ αποδείχθηκε επίσης δύσκολη.

«Ήταν ρίσκο για την καριέρα τους»

«Ο Τόμπι Μαγκουάιρ, ο Αντριέν Μπρόντι, ο Χοακίν Φοίνιξ, ο Τζιοβάνι Ριμπίσι - όλοι εξέτασαν το πρότζεκτ ή εμφανίστηκαν στην οντισιόν για τον ρόλο του Χάρι, αλλά τελικά αρνήθηκαν», θυμάται ο Γουάτσον. «Ήταν πολύ μεγάλο ρίσκο για την καριέρα τους».

Μόλις επιλέχθηκαν οι Leto, Connelly, Wayans και Burstyn, οι ηθοποιοί προσπάθησαν να αποδώσουν με αυθεντικότητα τους ρόλους τους. Ο Leto έχασε 11 κιλά και σύχναζε με άστεγους ηρωινομανείς στο East Village της Νέας Υόρκης. Ο Γουέιανς περιπλανιόταν γυμνόστηθος στους παγωμένους δρόμους του Μπράιτον Μπιτς του Μπρούκλιν τον Φεβρουάριο.

Ο Aronofsky, εμπνευσμένος από τις λήψεις του Spike Lee στην ταινία «Do the Right Thing», χρησιμοποίησε λήψεις από SnorriCam -κάμερες τοποθετημένες στο σώμα του ηθοποιού- για να μεταδώσει μια αίσθηση διάλυσης της εξωτερικής πραγματικότητας. Σε αυτό πρόσθεσε split screens, σπειροειδείς κινήσεις της κάμερας, φακούς fish-eye, εξαιρετικά μακρινές λήψεις, pixelations και σουρεαλιστικές σκηνές - όλα εργαλεία για την απομίμηση των αισθητηριακών παραμορφώσεων που προκαλούν τα οπιοειδή στον ανθρώπινο οργανισμό.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αλλά ακόμα και όταν αυτά τα οπτικά εφέ κέρδισαν τον ενθουσιασμό, η προσέγγιση της ταινίας στον εθισμό στα ναρκωτικά προκάλεσε αντιδράσεις. Ενώ το «Trainspotting» (1996) είχε κατακριθεί για την εξύμνηση μιας πολιτιστικής αισθητικής του «heroin chic», το «Requiem for a Dream» θεωρήθηκε ότι παρουσίαζε μια αμείλικτα ζοφερή εικόνα της χρήσης ουσιών.

«Δυστυχώς, η ταινία απεικονίζει με εκπληκτική ακρίβεια την πορεία της εξάρτησης από την ηρωίνη», λέει στο BBC ο David J Nutt, καθηγητής νευροψυχοφαρμακολογίας στο Imperial College του Λονδίνου. «Οι περισσότεροι αρχίζουν να κάνουν χρήση από απελπισία ή απόγνωση, αλλά αρκετοί, όπως ο Χάρι και ο Τάιρον, βλέπουν το εμπόριο ναρκωτικών ως επιχειρηματική δραστηριότητα, ως έναν τρόπο να βγάλουν γρήγορα λεφτά και να συνεχίσουν τη ζωή τους».

Εν τω μεταξύ, ο καθηγητής Nutt θεωρεί τη Sara Goldfarb ως σύμβολο μιας ολόκληρης γενιάς νοικοκυρών της δεκαετίας του 1950 και του 1960, στις οποίες «συνταγογραφούνταν αδιάκριτα αμφεταμίνες χωρίς την κατάλληλη επίβλεψη από γιατρούς». Όσον αφορά τη μοίρα της Marion, λέει ότι σήμερα «οι μαστροποί συνεχίζουν να ελέγχουν και να κακοποιούν τις γυναίκες εκμεταλλευόμενοι τον εθισμό τους».

Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από λόγους που σχετίζονται με την αισθητική του, τη θεματολογία, την αφήγηση και την ένταση με την οποία προσεγγίζει τον εθισμό / IMDB
Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από λόγους που σχετίζονται με την αισθητική του, τη θεματολογία, την αφήγηση και την ένταση με την οποία προσεγγίζει τον εθισμό / IMDB
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Αυτό που η ταινία καταφέρνει, προσθέτει ο καθηγητής Nutt, είναι ότι δραματοποιεί τον εθισμό ως μια χημική διαταραχή του εγκεφάλου που προκαλεί καταναγκαστική συμπεριφορά.

«Δεν καταφεύγεις στην επαναχρησιμοποίηση εξαιρετικά επώδυνων σημείων ένεσης, εκτός αν σε κυριεύουν ακαταμάχητες ορμές», λέει.

Δεν συμφωνούν όλοι οι ειδικοί. Ο Gene Heyman, ανώτερος λέκτορας στο τμήμα Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών του Boston College, λέει στο BBC ότι το Requiem for a Dream απεικονίζει θαυμάσια την ευφορία της έναρξης της χρήσης ναρκωτικών, που ακολουθείται από επιδεινούμενες κρίσεις οδυνηρής στέρησης. Αλλά εκεί τελειώνει η ακρίβειά του.

«Αυτή η ταινία αφηγείται μια γνωστή ιστορία: όποιος γίνει εθισμένος, παραμένει εθισμένος, και η πορεία του είναι αναγκαστικά καθοδική, από την οποία κανείς δεν μπορεί να ανακάμψει», λέει ο Heyman. «Και αυτό είναι απλά ψευδές. Όλα τα επιδημιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι μέχρι την ηλικία των 30 ετών, η πλειονότητα των χρηστών ναρκωτικών, όπως η ηρωίνη, ωριμάζει και σταματά τη χρήση -σταματά να κάνει χρήση και δεν ξαναρχίζει- και το κάνει χωρίς θεραπεία ή επαγγελματική παρέμβαση. Και αυτά είναι απλά τα δεδομένα, όχι η δική μου άποψη».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το αμερικανικό όνειρο και η σκοτεινή του πλευρά

Από την πλευρά του, ο Watson έχει εξαντληθεί από τις ερωτήσεις σχετικά με την ακρίβεια της απεικόνισης της εξάρτησης στην ταινία Requiem for a Dream.

«Ο Χιούμπερτ Σέλμπι ήταν πολύ ενεργός στα AA και NA [Ανώνυμοι Αλκοολικοί και Ανώνυμοι Ναρκομανείς], αλλά η ταινία μας δεν είχε ποτέ σκοπό να λειτουργήσει ως ντοκιμαντέρ ή φυλλάδιο για την αποκατάσταση ναρκομανών», λέει. «Όχι, δεν είναι ρεαλιστική. Είναι σουρεαλιστική. Χαλαρώστε».

Ο ίδιος ο Σέλμπι ήταν πάντα κατηγορηματικός ότι έβλεπε τον εθισμό στα ναρκωτικά ως μια απλή εκδήλωση της σαγηνευτικής δύναμης του αμερικανικού ονείρου - και των τοξικών επιπτώσεών του, όπως τις έβλεπε ο ίδιος.

Πριν από την κυκλοφορία της ταινίας, έγραψε ένα νέο πρόλογο στο μυθιστόρημά του, στο οποίο έλεγε: «Προφανώς, πιστεύω ότι η επιδίωξη του αμερικανικού όνειρου δεν είναι μόνο μάταιη, αλλά και αυτοκαταστροφική, γιατί τελικά καταστρέφει τα πάντα και όλους όσους εμπλέκονται σε αυτό».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πολλοί κριτικοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το Requiem for a Dream είναι στο ίδιο ύφος με το The Great Gatsby (1925) και το Revolutionary Road (1961), έργα που εκθέτουν τη σκοτεινή πλευρά του αμερικανικού μύθου.

«Με την τηλεόραση και το πρόχειρο φαγητό, η ταινία βασίζεται σε ένα συγκεκριμένα αμερικανικό περιβάλλον εθισμών», λέει ο Kevin Hagopian, καθηγητής μέσων μαζικής ενημέρωσης στο Penn State University.

Ο Χαγκοπιάν πιστεύει ότι ο Αρονόφσκι έχει δείξει μια γνήσια περιέργεια να κατανοήσει τους ανθρώπους που έχουν περιθωριοποιηθεί από την κοινωνία. «Πολλές πειραματικές ταινίες δημιουργούν αυτό που θα αποκαλούσα ως "εφιάλτες ψυχικής απόστασης"», λέει.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Σκεφτείτε το Blue Velvet (1986) του David Lynch, το The Piano Teacher (2001) του Michael Haneke ή το We Need to Talk about Kevin (2011) της Lynn Ramsay - σε όλες αυτές τις ταινίες δεν μαθαίνουμε ποτέ τι πραγματικά σκέφτονται ή αισθάνονται οι χαρακτήρες». Το Requiem for a Dream, λέει, ακολουθεί την αντίθετη προσέγγιση, επιτυγχάνοντας αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «εφιάλτη ψυχικής οικειότητας».

Η ταινία προβλήθηκε στους ελληνικούς κινηματογράφους με σχετική καθυστέρηση, το 2001.

Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν έντονες: Πολλοί Έλληνες κριτικοί σινεμά αναγνώρισαν την τόλμη της σκηνοθεσίας. Ο Αρονόφσκι συγκρίθηκε με τον Γκασπάρ Νοέ και τον Λαρς φον Τρίερ - δημιουργοί που είχαν ήδη αρχίσει να διχάζουν και το ελληνικό κοινό εκείνη την εποχή.

Στις μικρότερες αίθουσες (π.χ. Άστυ, Τριανόν, Ααβόρα) η ταινία έγινε cult φαινόμενο σε φοιτητικούς και πιο εναλλακτικούς κύκλους. Για ένα μεγάλο μέρος του κοινού, όμως, θεωρήθηκε αφόρητα σκοτεινή και καταθλιπτική, με πολλούς θεατές μέχρι και να αποχωρούν από τις αίθουσες.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πάντως, όπως και να έχει η κατάσταση, παρά (ή χάρη) σε αυτόν τον διχασμό, το Requiem for a Dream συνεχίζει να απασχολεί, γιατί δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Είτε το θεωρεί κανείς αριστούργημα είτε υπερβολική άσκηση στο σοκ, η ταινία πυροδοτεί διαχρονικές συζητήσεις γύρω από τον κινηματογράφο ως μέσο έκφρασης, κάθαρσης, ή ακόμα και πρόκλησης.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ρέκβιεμ ταινία διχάζει
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ