Μια συγκλονιστική ιστορία που φωτίζει το βιομηχανικό σύστημα βίας που, όπως καταγγέλλει ο ΟΗΕ, έχει στήσει η Ρωσία εναντίον Ουκρανών αιχμαλώτων πολέμου.
Η ιστορία του Μάξιμ Μπουτκέβιτς είναι μια από εκείνες που δεν μπορείς να διαβάσεις χωρίς να σταθείς, χωρίς να παγώσει το βλέμμα σου για λίγο πάνω από τις λέξεις - μια μαρτυρία που σοκάρει και ξεγυμνώνει τη σκοτεινή πραγματικότητα του πολέμου στην Ουκρανία.
Ο πρώην δημοσιογράφος και ακτιβιστής ανθρωπίνων δικαιωμάτων πέρασε δύο χρόνια και τέσσερις μήνες αιχμάλωτος στα χέρια των ρωσικών δυνάμεων, υπέστη συστηματικά βασανιστήρια και καταδικάστηκε άδικα για εγκλήματα που δεν διέπραξε.
Σήμερα, αφηγείται στην El País την προσωπική του κόλαση: από τις απειλές θανάτου και τις εικονικές εκτελέσεις μέχρι τα χτυπήματα που τον άφησαν παράλυτο για μήνες.
Μια συγκλονιστική ιστορία που φωτίζει το βιομηχανικό σύστημα βίας που, όπως καταγγέλλει ο ΟΗΕ, έχει στήσει η Ρωσία εναντίον Ουκρανών αιχμαλώτων πολέμου.
Ο 48χρονος δημοσιογράφος, ακτιβιστής και υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που κάποτε δούλευε για το BBC και την Amnesty International, βρέθηκε στις 21 Ιουνίου του 2022 αιχμάλωτος των ρωσικών δυνάμεων στο Μίρνα Ντολίνα, στην επαρχία Λουχάνσκ. Ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπεράσπιση της ελευθερίας, βρέθηκε κατηγορούμενος ως «ναζί» και «εγκληματίας πολέμου» από την ίδια χώρα που τον βασάνισε.
Κρατήθηκε για δύο χρόνια και τέσσερις μήνες, υπέστη απάνθρωπα βασανιστήρια, καταδικάστηκε άδικα σε 13 χρόνια κάθειρξη και τελικά απελευθερώθηκε σε μια ανταλλαγή αιχμαλώτων τον Οκτώβριο του 2024.
Σήμερα, καθισμένος σε ένα καφέ του Κιέβου, αφηγείται την ιστορία του στην El País, με φωνή ήρεμη αλλά γεμάτη πληγές.
«Φοβόμουν τον ίδιο τον φόβο»
Η αφήγησή του ξεκινάει με μια φράση που κρύβει όλο το βάρος της εμπειρίας του: «Φοβόμουν τον ίδιο τον φόβο». Όχι τον πόνο καθεαυτό, αλλά την αναμονή του, την αγωνία πριν έρθει το επόμενο χτύπημα, τον ήχο των βημάτων των φρουρών στον διάδρομο. Ήταν αυτό που τον τσάκιζε περισσότερο, όπως λέει: η αδυσώπητη επίγνωση ότι ο πόνος είναι κοντά, ότι δεν μπορείς να τον αποφύγεις, ότι είναι αναπόφευκτος.
Στα 48 του χρόνια βρέθηκε να κοιτάζει τον κόσμο μέσα από σιδερένιες πόρτες, αλυσοδεμένος, υπό την εξουσία ανθρώπων που είχαν αποφασίσει ότι δεν είναι αιχμάλωτος πολέμου, άρα δεν έχει δικαιώματα.
Ένας Ρώσος διοικητής του το είπε ξεκάθαρα: «Κανείς δεν ξέρει πού είσαι. Αν δεν υπακούσεις, θα πεθάνεις».
Ο Μπουτκέβιτς δεν ήταν ποτέ φίλος του πολέμου. Μέχρι το 2022 ήταν γνωστός για την αντιφασιστική του δράση, για την προσπάθειά του να προστατεύσει πρόσφυγες και μειονότητες, για τις αναλύσεις του πάνω στην άνοδο του αυταρχισμού. Όμως, τη νύχτα της 24ης Φεβρουαρίου 2022, όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, δεν δίστασε να καταταγεί εθελοντικά. Πολέμησε αρχικά γύρω από το Κίεβο, συμμετέχοντας στην απώθηση των ρωσικών στρατευμάτων.
Έπειτα στάλθηκε στο ανατολικό μέτωπο, επικεφαλής μιας διμοιρίας 20 ανδρών. Στο Μίρνα Ντολίνα, που ειρωνικά σημαίνει «Ειρηνική Κοιλάδα», έπεσε σε παγίδα. Είχαν λάβει εντολή να καταλάβουν ένα σημείο παρατήρησης, αλλά η επικοινωνία με την υπόλοιπη μονάδα χάθηκε. Ένας συνάδελφος από άλλη μονάδα, που αποδείχτηκε αιχμάλωτος των Ρώσων, τους έστειλε ψεύτικες οδηγίες: «Σας έχουν περικυκλώσει. Αν θέλετε να ζήσετε, κάντε ό,τι σας λέω». Μέσα σε ανοιχτό πεδίο, χωρίς διαφυγή, ο Μπουτκέβιτς πήρε τη σκληρή απόφαση να παραδοθούν.

«Δεν είστε αιχμάλωτοι πολέμου, δεν προστατεύεστε»
Στην αρχή, τους τα πήραν όλα - όπλα, προσωπικά αντικείμενα, ρούχα -, αλλά δεν τους φέρθηκαν βίαια. Αυτή η «ηρεμία» κράτησε λίγες ώρες. Σύντομα, τους μετέφεραν σε μια μυστική τοποθεσία στα περίχωρα του Λουχάνσκ, όπου ξεκίνησε η κόλαση. Υψηλόβαθμοι αξιωματικοί και μέλη των ειδικών δυνάμεων άρχισαν να τους ανακρίνουν. Οι απειλές ήταν ξεκάθαρες: «Δεν είστε αιχμάλωτοι πολέμου, το διεθνές δίκαιο δεν σας προστατεύει».
Οι ξυλοδαρμοί ξεκίνησαν συστηματικά. Ο Μπουτκέβιτς θυμάται έναν από τους πρώτους ανακριτές του, που τον υποχρέωσε να γονατίσει και να επαναλαμβάνει αντιουκρανική προπαγάνδα, αποσπάσματα από λόγους του Πούτιν. Όταν μπέρδευε τις λέξεις, ο άνδρας τον χτυπούσε με ένα ξύλινο ραβδί στην πλάτη, ακριβώς πίσω από τον ώμο. «Του είπα ότι θα μου τον σπάσει», αφηγείται. «Με κοίταξε και μου είπε ότι ήξερε πολύ καλά τι έκανε».
Μετά από εβδομάδες, δεν μπορούσε να σηκώσει τα χέρια του. Το αριστερό του χέρι έμεινε σχεδόν παράλυτο για μήνες, αλλά αυτό δεν τους σταμάτησε. Οι ανακρίσεις επαναλαμβάνονταν μέρα και νύχτα, με διαφορετικές ομάδες βασανιστών: μερικοί τον χτυπούσαν με γκλομπ, άλλοι με γροθιές, άλλοι του τραβούσαν τα χέρια πάνω από το κεφάλι και του έδιναν γροθιές στο στομάχι, για να μεγιστοποιήσουν τον πόνο.

«Κανείς δεν ξέρει πού είσαι, κανείς δεν θα έρθει να σε βρει»
Η πείνα και η αϋπνία έγιναν δεύτερη φύση· το φαγητό ανεπαρκές, ένα λεπτό στρώμα στο πάτωμα, καμία πρόσβαση σε χαρτί υγείας, καθαριότητα μηδενική. Και μέσα σε όλα, η συνεχής ψυχολογική πίεση: «Κανείς δεν ξέρει πού είσαι, κανείς δεν θα έρθει να σε βρει».
Η ΟΗΕ και ο ΟΑΣΕ έχουν κατηγορήσει επανειλημμένα τη Μόσχα για συστηματικά βασανιστήρια Ουκρανών αιχμαλώτων πολέμου, καταγράφοντας εκατοντάδες περιπτώσεις βίας, ταπεινώσεων, εικονικών εκτελέσεων και ακόμη και σεξουαλικών κακοποιήσεων. Μόνο ο ΟΑΣΕ έχει καταγράψει 1.472 ψεύτικες δίκες Ουκρανών αιχμαλώτων, με κατηγορίες για τρομοκρατία, δολιοφθορά και εγκλήματα πολέμου.
Τον Αύγουστο του 2022, δύο μήνες μετά τη σύλληψή του, οι βασανιστές του έστησαν μια «ομολογία». Χτυπημένος, με δεμένα μάτια, του έδωσαν τρεις επιλογές: να υπογράψει ότι είναι ένοχος για εγκλήματα πολέμου, να τον στείλουν δήθεν στον τόπο του «εγκλήματος» για να τον εκτελέσουν, ή να τον κλείσουν σε κελί με κοινούς ποινικούς κρατούμενους που θα τον «αναλάμβαναν». Ο Μπουτκέβιτς υπέγραψε χωρίς να ξέρει καν τι γράφει το χαρτί· το έκρυβαν με τα χέρια τους. Δίπλα του υπήρχε ένα ηλεκτροφόρο ραβδί· του είπαν ότι θα το χρησιμοποιήσουν για να τον βιάσουν, αν αρνηθεί. Δεν το έκαναν, αλλά άκουσε ιστορίες για άλλους που υπέστησαν τέτοια κακοποίηση.
Ήταν ο μόνος από τους οκτώ άντρες της διμοιρίας του που εξαναγκάστηκε να ομολογήσει. Πέντε από αυτούς απελευθερώθηκαν νωρίτερα σε ανταλλαγές αιχμαλώτων· τρεις παραμένουν αγνοούμενοι. Τον Μάρτιο του 2023, δικαστήριο της αυτοανακηρυχθείσας «Λαϊκής Δημοκρατίας του Λουχάνσκ» τον καταδίκασε σε 13 χρόνια κάθειρξη για τον θάνατο δύο αμάχων, σε ένα χωριό στο οποίο δεν είχε πατήσει ποτέ. Στην πραγματικότητα, οι δύο άνθρωποι σκοτώθηκαν από ρωσικά πυρά.

«Αυτό δεν μπορούσαν να μου το πάρουν»
Στη φυλακή υψίστης ασφαλείας, ο Μπουτκέβιτς προσπάθησε να κρατήσει ζωντανό τον εσωτερικό του κόσμο.
Εκεί, επιτέλους, του επέτρεπαν να περπατάει λίγες ώρες την ημέρα, να δει τον ήλιο. Δίδαξε αγγλικά σε συγκρατούμενους, επινόησε ιστορίες επιστημονικής φαντασίας για να ξεφεύγει από το κελί, έπαιζε μουσική στο μυαλό του και ανακαλούσε πρόσωπα και συζητήσεις από τη ζωή του. «Αυτό δεν μπορούσαν να μου το πάρουν», λέει. Όσο το σώμα του υπέφερε, το μυαλό του ήταν το τελευταίο του καταφύγιο.
Η απελευθέρωσή του ήρθε τον Οκτώβριο του 2024, μετά από διεθνή εκστρατεία και διαπραγματεύσεις που περιλάμβαναν τον ΟΗΕ, ΜΚΟ και την ουκρανική κυβέρνηση. Μαζί με άλλους 189 αιχμαλώτους, βγήκε στο φως της ημέρας, σκελετωμένος αλλά ζωντανός. Σήμερα, η μαρτυρία του δεν είναι μόνο προσωπική ιστορία· είναι κατηγορητήριο. Είναι η φωνή όλων εκείνων που έμειναν πίσω στα κελιά του Λουχάνσκ, της Ντόνετσκ, της Κριμαίας.
Η υπόθεση του Μπουτκέβιτς δεν είναι μεμονωμένη. Είναι κομμάτι ενός συστηματικού μηχανισμού βίας που αποσκοπεί όχι μόνο στη φυσική καταστροφή των Ουκρανών αιχμαλώτων αλλά και στην ψυχολογική τους κατάρρευση. Είναι μια στρατηγική φόβου, που συνδυάζει τα βασανιστήρια, την εξαφάνιση, την προπαγάνδα και την απόλυτη αίσθηση ατιμωρησίας. Ο ίδιος ξέρει ότι επέζησε τυχαία. Κάθε φορά που αναφέρεται στους τρεις συμπολεμιστές του που αγνοούνται, η φωνή του σπάει.
«Δεν ξέρω γιατί ζω εγώ και όχι εκείνοι», λέει. Κι αυτό είναι το βάρος που θα κουβαλάει για πάντα.