Ο Ιπποκράτης, ο «πατέρας της ιατρικής», υποστήριξε ότι η υγεία και ο χαρακτήρας μας εξαρτώνται από την ισορροπία τεσσάρων σωματικών υγρών: του αίματος, της φλέγματος, της κίτρινης χολής και της μαύρης χολής.
Από τα βάθη της αρχαιότητας μέχρι τα σημερινά online κουίζ προσωπικότητας, ο άνθρωπος φαίνεται πως δεν έπαψε ποτέ να επιθυμεί να ταξινομήσει τον εαυτό του και τους άλλους.
Η ανάγκη να αναζητήσουμε πρότυπα που να εξηγούν γιατί κάποιος είναι νευρικός, γιατί άλλος είναι ήρεμος ή γιατί ένας τρίτος εμφανίζεται υπερβολικά κοινωνικός, μας συνοδεύει εδώ και τουλάχιστον 2.500 χρόνια. Στην καρδιά αυτής της διαχρονικής μανίας βρίσκεται η θεωρία των τεσσάρων «χυμών» [humours, από τη λέξη «χυμός»] ή διαθέσεων: το αίμα, το φλέγμα, η κίτρινη χολή και η μαύρη χολή, που αντιστοιχούσαν σε τέσσερις βασικούς τύπους προσωπικότητας.
Χολερικοί, μελαγχολικοί, φλεγματικοί ή αιματώδεις;
Η αρχή έγινε με τον Εμπεδοκλή, έναν προ-Σωκρατικό φιλόσοφο του 5ου αιώνα π.Χ., που διατύπωσε την ιδέα ότι τα πάντα στον κόσμο αποτελούνται από τέσσερα στοιχεία: γη, νερό, αέρα και φωτιά.
Ο Ιπποκράτης, ο «πατέρας της ιατρικής», πήρε αυτή τη σκέψη και την εφάρμοσε στο ανθρώπινο σώμα. Υποστήριξε ότι η υγεία και ο χαρακτήρας μας εξαρτώνται από την ισορροπία τεσσάρων σωματικών υγρών: του αίματος, της φλέγματος, της κίτρινης χολής και της μέλαινας χολής. Αν αυτά βρίσκονταν σε αρμονία, ο άνθρωπος ήταν υγιής και ψυχικά ισορροπημένος.
Αν, όμως, κάποιο επικρατούσε σε υπερβολικό βαθμό, τότε εμφανίζονταν ασθένειες, αλλά και χαρακτηριστικά του χαρακτήρα. Έτσι, οι χολερικοί (κυριαρχία κίτρινης χολής) ήταν οξύθυμοι και πεισματάρηδες, οι μελαγχολικοί (υπερβολή μέλαινας χολής) είχαν τάση προς τη θλίψη και την ενδοσκόπηση, οι φλεγματικοί (περίσσεια φλέγματος) ήταν πράοι, νωχελικοί, στωικοί και υπομονετικοί, ενώ οι αιματώδεις ή σαγκουίνικοι (με περίσσεια αίματος) ήταν χαρούμενοι, εξωστρεφείς και αισιόδοξοι.
Ο Γαληνός, τον 2ο αιώνα μ.Χ., συστηματοποίησε τη θεωρία αυτή και την έδεσε με ένα πιο εκτεταμένο σύστημα συσχετισμών: κάθε διάθεση συνδεόταν με ένα στοιχείο της φύσης, με μια εποχή του χρόνου, με ένα στάδιο ζωής.
Ο μελαγχολικός συνδεόταν με τη γη, τον χειμώνα και τα γηρατειά. Ο χολερικός με τη φωτιά, το καλοκαίρι και την παιδική ηλικία. Ο «σαγκουίνικος» με τον αέρα, την άνοιξη και την εφηβεία. Ο φλεγματικός με το νερό, το φθινόπωρο και την ωριμότητα. Ακόμα και η όψη θεωρούταν ενδεικτική: ο μελαγχολικός είχε σκούρα, κίτρινη επιδερμίδα, ο φλεγματικός ήταν παχουλός και «υγρός» στην εμφάνιση, ο χολερικός κοφτερός και αγριεμένος, ενώ ο σαγκουίνικος ροδαλός και ζωηρός.
Κυριάρχησαν για αιώνες στην ιατρική και τη ζωή
Οι αντιλήψεις αυτές κυριάρχησαν για αιώνες στην ιατρική και την καθημερινή ζωή. Οι γιατροί συμβούλευαν ανάλογες δίαιτες: ένας φλεγματικός καλό θα ήταν να αποφεύγει υδάτινα φρούτα όπως το πεπόνι, ένας μελαγχολικός να μην τρώει βαριά και στεγνά φαγητά. Η ισορροπία του εσωτερικού κόσμου με τον εξωτερικό -την υγρασία ή την ξηρότητα του κλίματος, τη θερμοκρασία της περιοχής- θεωρούνταν ουσιώδης για την υγεία.
Δεν είναι τυχαίο ότι στα έργα των μεγάλων συγγραφέων βρίσκουμε συνεχείς αναφορές σε αυτούς τους τύπους, με τους χαρακτήρες να διαγιγνώσκονται σύμφωνα με την «περίσσεια χολής» ή την «υπερβολή φλέγματος».
Στο «Ημέρωμα της στρίγγλας», του Ουίλιαμ Σέξπιρ, η ανυπότακτη Κατερίνα ερμηνεύεται από τον συγγραφέα ως θύμα «υπερβολικής χολής στο αίμα της», και η θεραπεία της περνάει από την αποφυγή «θερμών» τροφών, όπως το βοδινό με μουστάρδα.

Η θεωρία των «χυμών» δεν εγκαταλείφθηκε εύκολα. Παρά την πρόοδο της ανατομίας, την ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος και αργότερα τη χρήση του μικροσκοπίου, συνέχισε να διδάσκεται και να εφαρμόζεται μέχρι και τον 18ο αιώνα. Τα έργα του Γαληνού αντιμετωπίζονταν ως σχεδόν ιερά κείμενα της ιατρικής. Ολόκληρη η ζωή μπορούσε να οργανωθεί γύρω από αυτή τη λογική της ισορροπίας: από τις διατροφικές συνήθειες μέχρι τον τόπο κατοικίας, από τις θεραπείες μέχρι την ερμηνεία της προσωπικότητας.
Η δύναμη της θεωρίας έγκειται όχι μόνο στη βιολογική της αξίωση -η οποία πια έχει πλήρως καταρριφθεί- αλλά και στην ψυχολογική της απήχηση. Ακόμη και σήμερα, τα τέσσερα αυτά αρχέτυπα μας φαίνονται οικεία. Παρά την επιστημονική τους αμφισβήτηση, τα στερεότυπα αυτά έχουν μείνει στη γλώσσα και στην κουλτούρα μας.
Ανθεκτικά σχήματα που ισχύουν μέχρι και σήμερα
Η επιστημονική ψυχολογία του 20ού αιώνα έδειξε με ενδιαφέρον πόσο ανθεκτικά ήταν αυτά τα σχήματα.
Ο Hans Eysenck, από τους σημαντικότερους θεωρητικούς της προσωπικότητας, πρότεινε τη δεκαετία του 1950 δύο βασικές διαστάσεις: εξωστρέφεια και νευρωτισμό. Από τον συνδυασμό τους προέκυψαν τέσσερις τύποι που ταίριαζαν εντυπωσιακά με τους αρχαίους: υψηλός νευρωτισμός και εξωστρέφεια ταίριαζαν στον χολερικό, υψηλός νευρωτισμός και εσωστρέφεια στον μελαγχολικό, χαμηλός νευρωτισμός και εξωστρέφεια στον σαγκουίνικο, χαμηλός νευρωτισμός και εσωστρέφεια στον φλεγματικό. Ο Eysenck δεν πίστευε φυσικά στη μέλαινα χολή ή στο φλέγμα, αλλά διέκρινε μια συνέχεια στην προσπάθεια των ανθρώπων να κατανοήσουν την ποικιλία των χαρακτήρων.
Αργότερα, το μοντέλο των «Μεγάλων Πέντε» (Big Five) εμπλούτισε αυτές τις διαστάσεις, προσθέτοντας την ευσυνειδησία, την ανοιχτότητα και την ευχάριστη διάθεση ως βασικά χαρακτηριστικά. Κι όμως, ακόμη και εκεί, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι συσχετισμοί ανάμεσα σε ορισμένα χαρακτηριστικά οδηγούν ξανά σε τέσσερις ομάδες που θυμίζουν τις αρχαίες διαθέσεις. Είτε τις ονομάσουμε πλαστικότητα και σταθερότητα, είτε εξωστρέφεια και νευρωτισμός, το μοτίβο των τεσσάρων τύπων επιστρέφει σαν ένα σχήμα που δεν παύει να έλκει.

Ο άνθρωπος αγαπά τις κατηγοριοποιήσεις
Αυτό φανερώνει κάτι βαθύτερο: ο άνθρωπος αγαπά τις κατηγορίες. Είτε μέσα από το ζώδιο, είτε μέσα από τα τεστ προσωπικότητας τύπου Myers-Briggs, είτε μέσα από τα memes για «τύπους χαρακτήρα», η επιθυμία να οργανώσουμε το χάος της ανθρώπινης ποικιλίας σε διαχειρίσιμα κουτιά είναι διαχρονική. Η ταξινόμηση μάς δίνει την ψευδαίσθηση της κατανόησης, της πρόβλεψης, του ελέγχου. Ίσως, λοιπόν, οι χυμοί του Ιπποκράτη να ήταν λιγότερο μια βιολογική θεωρία και περισσότερο μια πρωτόγονη ψυχολογία: μια αφήγηση που επέτρεπε στους ανθρώπους να εξηγήσουν τον εαυτό τους και τον κόσμο.
Σήμερα γνωρίζουμε πως η προσωπικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη, ένα συνεχές από διαστάσεις παρά σαφείς κατηγορίες. Οι περισσότεροι άνθρωποι βρίσκονται κοντά στον μέσο όρο, και όχι σε ακραία σημεία. Ωστόσο, η γοητεία των τεσσάρων διαθέσεων δεν έχει σβήσει. Στους μαθητές που διαβάζουν «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» και αναγνωρίζουν τον Ρωμαίο ως «emo» ή στις περιγραφές ανθρώπων ως «αιματώδεις χαρακτήρες», φαίνεται πως τα μοτίβα του παρελθόντος συνεχίζουν να μας παρέχουν έναν απλό κώδικα για να περιγράψουμε το πολύπλοκο.
Η ιστορική πορεία της θεωρίας δείχνει πως η ανάγκη να χωρίσουμε την ανθρώπινη εμπειρία σε τύπους δεν προέρχεται μόνο από την άγνοια της βιολογίας, αλλά και από μια βαθύτερη πολιτισμική και ψυχολογική ανάγκη. Όσο κι αν γελάμε με την ιδέα ότι η μουστάρδα μπορεί να «φουντώσει» την κίτρινη χολή, η ίδια λογική -ότι η προσωπικότητα είναι αναγνώσιμη, ταξινομήσιμη και, κάπως, προβλέψιμη- ζει μέσα μας.
Ίσως, τελικά, οι τέσσερις διαθέσεις να αποτελούν λιγότερο μια ιατρική αλήθεια και περισσότερο ένα διαχρονικό καθρέφτισμα της ανθρώπινης επιθυμίας να μπει τάξη στο χάος των συναισθημάτων και των συμπεριφορών.
Από τον Ιπποκράτη μέχρι τον Eysenck, κι από τον Σέξπιρ μέχρι τα σημερινά τεστ προσωπικότητας στα social media, η γλώσσα των τύπων παραμένει ζωντανή. Και αν ποτέ πάψει να είναι, ίσως σημαίνει πως θα έχουμε βρει, επιτέλους, τρόπους να δεχθούμε την αβεβαιότητα και την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης χωρίς να χρειάζεται να τη στριμώξουμε σε τέσσερις κατηγορίες.