Η Διαταραχή Αποφυγής ή Περιοριστικής Πρόσληψης Τροφής (Avoidant/Restrictive Food Intake Disorder – ARFID) είναι μια σχετικά νέα διαγνωστική κατηγορία.
Αφορά παιδιά, εφήβους αλλά και ενήλικες που παρουσιάζουν σοβαρή αποφυγή ή περιορισμό στην πρόσληψη τροφής, χωρίς αυτό να σχετίζεται με ανησυχίες για το βάρος ή την εικόνα του σώματός τους, όπως συμβαίνει στις κλασικές διατροφικές διαταραχές.
Τα παιδιά με ARFID συχνά φοβούνται να φάνε ορισμένες τροφές, αποφεύγουν μεγάλες ομάδες τροφίμων ή περιορίζονται σε πολύ μικρό εύρος ασφαλών επιλογών, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξή τους, τη θρέψη τους αλλά και την κοινωνική τους ζωή.
Η διαταραχή εκδηλώνεται από πολύ μικρή ηλικία
Σε πολλές περιπτώσεις, η διαταραχή αυτή εκδηλώνεται από πολύ μικρή ηλικία, συχνά από τα πρώτα χρόνια της παιδικής ζωής. Μερικά παιδιά έχουν έντονη ευαισθησία στις υφές, τις οσμές ή τις γεύσεις των τροφών και αντιδρούν έντονα σε οτιδήποτε θεωρούν δυσάρεστο ή απειλητικό. Άλλα παιδιά μπορεί να έχουν βιώσει μια τραυματική εμπειρία που σχετίζεται με το φαγητό, όπως πνιγμονή, εμετό ή έντονο πόνο στο στομάχι, και να έχουν συνδέσει το φαγητό με κίνδυνο, αναπτύσσοντας έναν μόνιμο φόβο.
Αυτή η αποφυγή μπορεί να είναι τόσο ισχυρή ώστε ακόμη και η θέα ή η μυρωδιά ορισμένων τροφών να προκαλεί άγχος, αηδία ή κρίση πανικού. Σε άλλες περιπτώσεις, η αιτία φαίνεται να σχετίζεται με χαμηλή όρεξη ή γενικότερη αδιαφορία για το φαγητό, γεγονός που οδηγεί σε χρόνια μειωμένη πρόσληψη θερμίδων.
Η συμπεριφορά των παιδιών με ARFID δεν περιορίζεται απλώς σε μια «ιδιοτροπία» ή «δυσκολία στο φαγητό», όπως μπορεί να θεωρήσουν ορισμένοι γονείς. Πρόκειται για μια σοβαρή διαταραχή που μπορεί να προκαλέσει σημαντικές ελλείψεις σε θρεπτικά συστατικά, να οδηγήσει σε χαμηλό βάρος ή αναπτυξιακή καθυστέρηση και να επιβαρύνει τη συνολική υγεία του παιδιού.
Επειδή οι ανάγκες για βιταμίνες, μέταλλα και ενέργεια είναι ιδιαίτερα αυξημένες στην παιδική ηλικία, ο περιορισμός στη διατροφή μπορεί να έχει μακροχρόνιες συνέπειες. Επιπλέον, το ARFID μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και την ψυχοκοινωνική ανάπτυξη, καθώς τα παιδιά μπορεί να αποφεύγουν κοινωνικές εκδηλώσεις που περιλαμβάνουν φαγητό, όπως πάρτι γενεθλίων ή σχολικές εκδρομές, και να αισθάνονται διαφορετικά από τους συνομηλίκους τους.
Η διάγνωση του ARFID απαιτεί προσεκτική αξιολόγηση από επαγγελματίες υγείας, καθώς χρειάζεται να αποκλειστούν άλλες ιατρικές ή ψυχιατρικές αιτίες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν την αποφυγή τροφής. Συνήθως, η διερεύνηση περιλαμβάνει λήψη λεπτομερούς ιστορικού, αξιολόγηση διατροφικών συνηθειών, καταγραφή πιθανών τραυματικών εμπειριών, καθώς και έλεγχο της σωματικής κατάστασης και τυχόν ελλείψεων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, γίνεται και εργαστηριακός έλεγχος για την ανίχνευση ανεπάρκειας βιταμινών ή άλλων θρεπτικών στοιχείων. Η διαφορική διάγνωση από άλλες διατροφικές διαταραχές, αλλά και από αυτιστικό φάσμα ή αισθητηριακές δυσκολίες, είναι απαραίτητη, καθώς το ARFID μπορεί να συνυπάρχει με αυτές ή να εμφανίζεται ανεξάρτητα.

Η αιτιολογία του ARFID είναι πολυπαραγοντική. Σε κάποια παιδιά, οι αισθητηριακές ευαισθησίες παίζουν καθοριστικό ρόλο. Η γεύση, η μυρωδιά ή η υφή μιας τροφής μπορεί να βιώνονται ως έντονα δυσάρεστες ή ακόμη και αφόρητες. Άλλα παιδιά αναπτύσσουν έντονο φόβο για το φαγητό μετά από μια δυσάρεστη εμπειρία, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η χαμηλή όρεξη ή η εύκολη κόπωση κατά το φαγητό περιορίζει τη λήψη τροφής. Επίσης, παιδιά με αγχώδεις διαταραχές, ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή ή διαταραχές του αυτιστικού φάσματος μπορεί να είναι πιο ευάλωτα στην ανάπτυξη ARFID. Το οικογενειακό περιβάλλον, οι συνήθειες στο σπίτι και η στάση των γονέων απέναντι στο φαγητό μπορούν επίσης να επηρεάσουν την εξέλιξη της διαταραχής.
Η αντιμετώπιση του ARFID είναι πολύπλευρη και εξατομικευμένη
Η αντιμετώπιση του ARFID είναι πολύπλευρη και εξατομικευμένη. Συχνά απαιτείται η συνεργασία μιας διεπιστημονικής ομάδας που μπορεί να περιλαμβάνει παιδίατρο, διατροφολόγο, ψυχολόγο ή ψυχοθεραπευτή και, αν χρειαστεί, λογοθεραπευτή με εμπειρία σε αισθητηριακές δυσκολίες. Η θεραπευτική προσέγγιση μπορεί να περιλαμβάνει τεχνικές σταδιακής έκθεσης στις τροφές που αποφεύγονται, με στόχο τη μείωση του φόβου και την εξοικείωση. Σε περιπτώσεις όπου η αποφυγή οφείλεται σε αισθητηριακές ευαισθησίες, χρησιμοποιούνται μέθοδοι αισθητηριακής ολοκλήρωσης για να διευκολυνθεί η αποδοχή νέων τροφών. Παράλληλα, η ψυχοθεραπεία, ιδίως η γνωσιακή-συμπεριφορική θεραπεία, βοηθά το παιδί να αναγνωρίσει και να διαχειριστεί τους φόβους του γύρω από το φαγητό.
Ο ρόλος των γονέων είναι κρίσιμος στην πορεία της θεραπείας. Χρειάζεται να υποστηρίζουν το παιδί χωρίς πίεση ή εξαναγκασμό, να αποφεύγουν τιμωρητικές συμπεριφορές και να δημιουργούν ένα ήρεμο και ασφαλές περιβάλλον γύρω από το φαγητό. Η σταδιακή εισαγωγή νέων τροφών, η ενίσχυση κάθε μικρής προόδου και η δημιουργία θετικών εμπειριών στο τραπέζι μπορούν να συμβάλουν στην υπέρβαση της αποφυγής. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι απαραίτητη η εκπαίδευση των γονέων ώστε να κατανοήσουν τη φύση της διαταραχής και να μην την εκλαμβάνουν ως απλή αδιαφορία ή πείσμα.

Αν η διαταραχή παραμείνει χωρίς θεραπεία, υπάρχει κίνδυνος σοβαρών επιπτώσεων στην υγεία του παιδιού. Η χρόνια υποθρεψία μπορεί να επηρεάσει την ανάπτυξη των οστών, τη γνωστική λειτουργία και το ανοσοποιητικό σύστημα. Επιπλέον, η κοινωνική απομόνωση που συχνά συνοδεύει το ARFID μπορεί να εντείνει συναισθήματα άγχους ή κατάθλιψης. Ωστόσο, με έγκαιρη παρέμβαση και κατάλληλη υποστήριξη, πολλά παιδιά καταφέρνουν να βελτιώσουν σταδιακά τη σχέση τους με το φαγητό και να ανακτήσουν μια ισορροπημένη διατροφή.
Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι κάθε παιδί με ARFID είναι διαφορετικό και η πορεία της βελτίωσης δεν είναι πάντα γραμμική. Μπορεί να υπάρξουν υποτροπές ή περίοδοι στασιμότητας, αλλά η σταθερή υποστήριξη και η συνεχιζόμενη θεραπευτική παρέμβαση αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες επιτυχίας. Η κατανόηση από την οικογένεια, το σχολείο και το ευρύτερο περιβάλλον είναι θεμελιώδης παράγοντας ώστε το παιδί να αισθανθεί ασφαλές και αποδεκτό. Η αντιμετώπιση του ARFID δεν αφορά μόνο την αύξηση της πρόσληψης τροφής, αλλά και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης προς το φαγητό και την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει.
Η ενημέρωση και η ευαισθητοποίηση γύρω από το ARFID είναι απαραίτητες, καθώς η διαταραχή συχνά παραγνωρίζεται ή ερμηνεύεται λανθασμένα. Οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι επαγγελματίες υγείας χρειάζεται να αναγνωρίζουν τα σημάδια και να αναζητούν έγκαιρα βοήθεια. Με σωστή προσέγγιση, υπομονή και συνεργασία, τα παιδιά που αντιμετωπίζουν τον φόβο ή την αποφυγή του φαγητού μπορούν να μάθουν ξανά να τρέφονται επαρκώς και να απολαμβάνουν μια ποικιλία τροφών, βελτιώνοντας την υγεία και την ποιότητα ζωής τους.