Η απόλυση του Christian Horner από τη Red Bull προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στους θαυμαστές της F1. Και τώρα τι θα ακολουθήσει;
Ο 51χρονος «απαλλάχθηκε από τα επιχειρησιακά του καθήκοντα» μετά από 20 χρόνια στο τιμόνι της ομάδας, αν και παραμένει εργαζόμενος στη Red Bull, ενώ οι δικηγόροι του διαμορφώνουν τους όρους του διακανονισμού ανάμεσα στις δύο πλευρές.
Σύμφωνα με την Telegraph, οι οικονομικοί λογαριασμοί της Red Bull Technology Ltd αποκαλύπτουν τις αποδοχές τού πιο υψηλόμισθου διευθυντή της, που πιστεύεται ότι είναι ο Christian Horner, και φαίνεται ότι αυξήθηκαν από 8,04 εκατομμύρια λίρες το 2022 σε 8,92 εκατομμύρια λίρες το 2023. Πρόκειται για μια αύξηση 11%, που τον κατέστησε τον καλύτερα αμειβόμενο επικεφαλής ομάδας της Formula 1. Ωστόσο, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι ο μισθός του έχει αυξηθεί περαιτέρω από τότε, καθώς η ομάδα του κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλήματος οδηγών του 2024.

Πόση αποζημίωση μπορεί να διεκδικήσει ο Christian Horner;
Κατά τη διάρκεια της θητείας του Horner στην ηγεσία της ομάδας, η Red Bull έχει κατακτήσει οκτώ παγκόσμια πρωταθλήματα οδηγών, έξι τίτλους κατασκευαστών και έχει σημειώσει 124 νίκες σε Γκραν Πρι. Το 2023, η ομάδα έφτασε μια ανάσα από το να κερδίσει κάθε αγώνα της σεζόν, χάνοντας μόνο έναν.
Δεδομένου λοιπόν ότι το συμβόλαιό του φέρεται να είναι σε ισχύ για ακόμη 5,5 χρόνια -μέχρι το 2030-, η αποζημίωσή του θα είναι μεγάλη. Εάν, μάλιστα, οι δικηγόροι του πιέσουν ώστε το συμβόλαιό του να καταβληθεί στο ακέραιο, το ποσό ενδέχεται να αγγίξει έως και τις 60 εκατομμύρια λίρες, σύμφωνα με την Telegraph. Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρχουν άλλα έσοδα ή μπόνους που θα καταβάλλονταν, εάν ο Horner παρέμενε στη θέση του.
Φυσικά, οι νομικοί εκπρόσωποι της Red Bull αναμένεται να αντιδράσουν, υποστηρίζοντας ότι είναι πιθανό να βρει εργασία στο μεταξύ.
Αναμφίβολα, ο Christian Horner αναμένεται να έχει έντονη ζήτηση από άλλες ομάδες, δεδομένου του πλούσιου βιογραφικού του. Παρότι επλήγη από το σκάνδαλο με τα σεξουαλικά μηνύματα (sexting) που ξέσπασε πέρυσι, έχει πλέον αθωωθεί από δύο έρευνες που πραγματοποιήθηκαν μετά από καταγγελία γυναίκας υπαλλήλου για καταναγκαστική συμπεριφορά, κατηγορία την οποία αρνείτο εξαρχής.