Σε αντίθεση με την ευρέως εμπεδωμένη άποψη ότι υπάρχει σαφής προτίμηση των Ελλήνων σκηνοθετών για έργα ξένων συγγραφέων, είναι πολλά τα ελληνικά έργα που ανεβαίνουν κάθε χρόνο. Σε αρκετές περιπτώσεις οι συγγραφείς είναι μέλη κάποιας ομάδας νέων καλλιτεχνών που προσπαθούν να επιβιώσουν στο χάος της αθηναϊκής θεατρικής αγοράς.
Αλλά συνήθως δεν είναι ελληνικά τα έργα που επιλέγονται από τους πλέον αναγνωρισμένους σκηνοθέτες, απ’ αυτούς που θα μπορούσαν να «προτείνουν» και να στηρίξουν την ελληνική θεατρική γραφή στις μεγάλες σκηνές, εκεί όπου υπάρχουν σοβαρές προδιαγραφές παραγωγής. Γι’ αυτό και αν ρωτήσετε τους Έλληνες συγγραφείς που έχουν δώσει ήδη αξιόλογα έργα, για το αν και κατά πόσο στηρίζεται το σύγχρονο ελληνικό έργο από τους φορείς που μπορούν να το αναδείξουν, με πρώτο το Εθνικό Θέατρο, μία λέξη κυριαρχεί στις απαντήσεις τους «Αδιαφορία».
Όπως συμβαίνει και σε άλλους βασικούς τομείς (λ.χ. στην παιδεία), οι δοκιμασμένες, επιτυχημένες πολιτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών δεν λειτουργούν ως παραδείγματα που, με τις αναγκαίες προσαρμογές, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εξίσου επιτυχημένα και στην χώρα μας. Δεν έχει βρεθεί, ας πούμε τρόπος, ώστε τα έργα που διακρίνονται στο πλαίσιο των Κρατικών Βραβείων Θεατρικού Έργου να ανεβαίνουν στην σκηνή - κάτι που θα έπρεπε να αποτελεί υποχρέωση των κρατικών σκηνών. Αλλιώς, τι νόημα έχει να δίνονται εδώ και πολλά χρόνια βραβεία σε έργα που μένουν τελικά στο συρτάρι;
Βέβαια, υπάρχει σχετική πρόβλεψη στην προκήρυξη του διαγωνισμού Κρατικών Βραβείων Συγγραφής Θεατρικού Έργου («Θίασοι του ελεύθερου θεάτρου οι οποίοι εντάσσουν στο ρεπερτόριό τους έργα που έχουν τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Συγγραφής Θεατρικού Έργου μπορούν να επιχορηγούνται από το Υπουργείο Πολιτισμού για το ανέβασμα των συγκεκριμένων με τους όρους που ισχύουν στα εκάστοτε προγράμματα»). Μόνο που η σύνδεση βραβείων και θεατρικής αγοράς δεν έχει επιτευχθεί. Γιατί συμβαίνει αυτό θα έπρεπε να εξεταστεί ενδελεχώς από το Υπουργείο Πολιτισμού και να αντιμετωπιστεί δραστικά, αν μας ενδιαφέρει πραγματικά η άνθιση της ελληνικής γραφής για το θέατρο.
Θα μπορούσε, π.χ., να δοκιμαστεί κάποια στιγμή η μέθοδος του “residency”, της συνεργασίας διαφορετικού ανά τακτά διαστήματα Έλληνα συγγραφέα, ο οποίος να «ζήσει» μέσα στα κρατικά θέατρα και να δουλέψει με το δυναμικό τους προκειμένου να γράψει και να δει το έργο του να δοκιμάζεται στην σκηνή. Σε μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα που έχει εφαρμοστεί, το “residency” έχει αποδώσει αξιόλογα έργα που μεταφράζονται και ανεβαίνουν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Στο Εθνικό Θέατρο είδαμε φέτος καινούργια ελληνικά έργα στην Πειραματική Σκηνή. Το ερώτημα που γεννάται από την επιλογή έργων όπως τα «The life and death of Jessica Brown», σε κείμενο Γεράσιμου Μπέκα, Τζέο Πακίτσα και Σοφίας Πριόβολου, «Generation Lost» του Γρηγόρη Λιακόπουλου και «Καταποντισμός» του Βασίλη Βηλαρά είναι με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν, όταν απουσιάζουν από το ρεπερτόριο του Εθνικού Θεάτρου έργα καταξιωμένων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων. Πώς είναι δυνατόν αξιόλογα καινούργια έργα όπως η «Αγρυπνία» του Δημήτρη Δημητριάδη και «Rayman oύρλιαξε» του Γιάννη Μαυριτσάκη να ανεβαίνουν από θιάσους/ομάδες της λεγομένης ελεύθερης αγοράς και στην πρώτη κρατική σκηνή το ενδιαφέρον για το ελληνικό έργο να περιορίζεται σε εργάκια όπως τα προαναφερθέντα;
Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής στο θέατρο Πορεία
Υπάρχουν περιπτώσεις που επιβεβαιώνουν ότι η αγορά των επιχορηγούμενων θεάτρων ή/και των ιδιωτών παραγωγών είναι περισσότερο τολμηρή και αποτελεσματική ως προς την υποστήριξη της σύγχρονης θεατρικής γραφής απ’ ό,τι οι κρατικές σκηνές.
Στο θέατρο Πορεία, για παράδειγμα, από το 2022 λειτουργεί Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής με υπεύθυνους τους συγγραφείς Θανάση Τριαρίδη και Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Ήδη έχουν ανεβεί στο Πορεία τα έργα «Νυχιάνγκ» της Ευαγγελίας Γατσωτή, «Labor» της Ανθής Τσιρούκη και «Garamond 12» της Μαρίας Δριμή. Ακόμη και αν δεν είναι αριστουργήματα, είναι σημαντικό που δοκιμάζονται στην σκηνή και με κοινό. Επιπλέον στην ιστοσελίδα του θεάτρου Πορεία μπορεί κανείς να διαβάσει όλα τα έργα που έχουν γραφτεί έως σήμερα, μία αρχειοθήκη η οποία, αν μη τι άλλο, δείχνει ενδιαφέρον για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής γραφής που λείπει από τις κρατικές σκηνές. Διότι οι εκκολαπτόμενοι συγγραφείς έχουν, αν μη τι άλλο, την ικανοποίηση ότι η προσπάθειά τους αντιμετωπίζεται σοβαρά και «επικοινωνείται» - βρίσκεται στην διάθεση κάθε ενδιαφερομένου.
«Τι καλά που θα ήταν να γράφω μόνο θετικά σχόλια και παρατηρήσεις», σκέφτομαι. Αλλά πήγα προχθές στο θέατρο Πορεία για τη φετινή του πρόταση και εξεπλάγην δυσάρεστα. Από την εν λόγω Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής φέτος επιλέχθηκε το έργο «Τί θα πει η μάνα σου όταν δει το πτώμα σου» της Αργυρώς Βώβου.
Παρακολουθώντας την παράσταση που σκηνοθέτησε η Ντορίνα Ρεμεδιάκη αναρωτιόμουν ποιες είναι οι αρετές που αναγνωρίσαν σ’ αυτό το έργο ο Δημήτρης Τάρλοου και έμπειροι συγγραφείς Χατζηγιαννίδης και Τριαρίδης συγγραφείς ώστε να το επιλέξουν και δεν βρήκα ούτε μία. Ούτε η σκηνοθετική προσέγγιση διόρθωσε τις θεματολογικές/δραματουργικές/γλωσσικές αδυναμίες του «Τί θα πει η μάνα σου όταν δει το πτώμα σου». Μετά και τον «Βυσσινόκηπο», πρώτη σκηνοθεσία της Ρεμεδιάκη που είδαμε το φθινόπωρο στο Θησείον, η οποία διασώθηκε μόνο χάρη στην ερμηνεία της Δέσποινας Κούρτη και μερικών ακόμη ηθοποιών (παράσταση που, σημειωτέον, πήρε το περσινό καλοκαίρι 60.000 ευρώ στο πλαίσιο του προγράμματος «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός»), τα εύσημα των σπουδών της νεαρής σκηνοθέτιδος στη φημισμένη ρωσική σχολή GITIS μένουν μετέωρα. Ας ευχηθούμε στο μέλλον να δούμε παραστάσεις από την Nτ. Ρεμεδιάκη που θα δικαιώσουν τις προσδοκίες μας.
«Αγάπη», «Άτλας της δεκαετίας του 2000» και «Τζούλια»
Τα ελληνικά έργα που παρουσιάστηκαν την φετινή χειμερινή σεζόν σε θεατρικούς χώρους ξεπερνούν τα πενήντα. Είναι αδύνατον να δει κάποιος το σύνολό τους ώστε να μπορέσει να βγάλει ασφαλή συμπεράσματα για το επίπεδο της σύγχρονης ελληνικής γραφής. Συνήθως, βέβαια, οι σχέσεις ποσότητας και ποιότητας δεν είναι αγαστές. Μερικά παραδείγματα ευνοούν τον ευσύνοπτο σχολιασμό.
Η «Αγάπη», για παράδειγμα, της Ελένης Ευθυμίου, που παρουσιάστηκε στο Υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης σε σκηνοθεσία της συγγραφέως. Το θέμα του αφορά ένα οικείο πλέον σε πολλές οικογένειες πρόβλημα, τον ολοένα αυξανόμενο αριθμό ηλικιωμένων που πάσχουν από Αλτσχάιμερ ή άνοια. Η νόσος πλήττει την μνήμη και οδηγεί στην απώλεια της ταυτότητας των ασθενών, οδηγώντας σε κωμικοτραγικές καταστάσεις, και εντέλει στην απελπισία, τους οικείους τους.
Στην «Αγάπη» η Ευθυμίου αποτυπώνει «ρεαλιστικά» επεισόδια αυτής της επώδυνης συνθήκης, με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι και την κόρη τους (Περικλής Παπαδόπουλος, Μαριέττα Σγουρδαίου και Κωνσταντίνα Τάκαλου) Όποιος είδε τον «Πατέρα» του Φλοριάν Ζελέρ που παρουσιάστηκε φέτος στο Σύγχρονο Θέατρο σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη (ή, έστω, έχει διαβάσει το έργο ή δει την κινηματογραφική μεταφορά του) καταλαβαίνει ότι υπάρχει «ποιητικός» τρόπος να αποδοθούν έξοχα τα ζητήματα μνήμης/ταυτότητας αλλά και διανοητικής και συναισθηματικής νέκρωσης αναφορικά μ’ αυτές τις, εκφυλιστικές των εγκεφαλικών λειτουργιών, ασθένειες –και τις συνέπειες τους στην ζωή όλων των μελών μιας οικογένειας. Αυτό που πέτυχε ο Ζελέρ είναι ακριβώς αυτό που λείπει από την «Αγάπη» της Ευθυμίου.
Ερωτηματικά προκαλεί και ο «Άτλας της δεκαετίας του 2000» που έγραψαν η Παναγιώτα Κωνσταντινάκου, η Ιωάννα Λιούτσια και ο Παντελής Φλατσούσης -ο τελευταίος σκηνοθέτησε την παράσταση που παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Η φόρμα που επιλέχθηκε, ενός τηλεοπτικού ριάλιτι με «θέμα» τα γεγονότα που σφράγισαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, απαιτούσε μία ακριβή παραγωγή ως προς τα τεχνικά μέσα (ένα τηλεοπτικό πλατό) που εδώ απουσίαζαν.
Η εξ αρχής διακωμώδηση (αν όχι και γελοιοποίηση) του αφηγηματικού πλαισίου, εμπόδισε την σοβαρή διερώτηση σχετικά με τα ζητήματα που ήθελε να θίξει ο Παντελής Φλατσούσης: πώς σχετιζόμαστε με το πρόσφατο παρελθόν, τι μπορεί να θεωρηθεί «ιστορικό γεγονός» και ποιες μπορεί να είναι οι διαστάσεις του στην μικροκλίμακα του ατομικού βίου.
Η παράθεση βασικών γεγονότων της δεκαετίας (πτώση των δίδυμων Πύργων, λειτουργία του μετρό, νομισματική αλλαγή, Ολυμπιακοί Αγώνες 2004, κοκ) εξαντλείται από τους «παίκτες» στην αφηγηματική σύνδεσή τους με κάποιο προσωπικό βίωμά τους και that’s all. Αλλά και η σκηνοθετική αντιμετώπιση της σύνθετης δραματουργίας έχει σοβαρές αδυναμίες: από το «ποιόν» παρουσιαστών και παιχτών (έως την σύνδεση των επιμέρους σκηνών και την μετάβαση από το «πλατό» στο backstage, οπότε η σκηνή μένει άδεια και παρακολουθούμε προβληματικά αποδοσμένες, δήθεν «φυσικές», σκηνές στην κεντρική γιγαντο-οθόνη. Η προσπάθεια των ηθοποιών (Λένα Δροσάκη, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιώργος Γλάστρας, Γιώργος Κριθάρας, Στεφανία Ζώρα, Αναστάσης Γεωργούλας) και των δύο μουσικών επί σκηνής (Παιδί Τραύμα, Emi Path) δεν δικαιώνεται.
Από τα ελληνικά έργα που είδα τελευταία μόνο η «Τζούλια» του Τάσου Ιορδανίδη ξεχωρίζει. Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης της παράστασης στο Θέατρο Άλφα της Πατησίων, χρησιμοποιεί ως δραματικό τόπο το ίδιο το θέατρο, την σκηνή και την πλατεία του, αφού ήρωες της ιστορίας του είναι η ιδιοκτήτρια και πρωταγωνίστρια του θεάτρου, μία σκηνογράφος, ο ηλεκτρολόγος και η ηχολήπτρια της παράστασης (σε στάδιο πρόβας). Με δραματουργική αρτιότητα θέατρο και πραγματικός κόσμος συμπίπτουν, ρόλοι και σχέσεις το ίδιο, και ενδιαφέρουσες περιπλοκές και ανατροπές έρχονται στο φως συνδέοντας το παρόν των ηρώων με το παρελθόν.
Καιρό είχαμε να δούμε καλό ρεαλιστικό θέατρο γι’ αυτό και μόνο θετικές είναι οι εντυπώσεις μου τόσο από την σκηνοθεσία του Τάσου Ιορδανίδη όσο και από τις ερμηνείες της Ευσταθίας Τσαπαρέλη, του Κυριάκου Σαλή, της Δήμητρας Βήττα και της Μαρίας Καρτσαφλέκη. Ελπίζω η «Τζούλια» να επαναληφθεί και με την καινούργια σεζόν.