Ο διεθνής σκηνοθέτης Θ. Τερζόπουλος στο iefimerida: Στην Ελλάδα παραμονεύει η αισθητική του Καραγκιόζη

Θεόδωρος Τερζόπουλος / Johanna Weber

Στην πρώτη του συνέντευξη από την έναρξη της πανδημίας, ο διεθνής σκηνοθέτης και δάσκαλος του θεάτρου Θεόδωρος Τερζόπουλος μιλά για την Τέχνη, την Ελλάδα και τον κόσμο, αλλά και για τη νέα παράσταση που θα σκηνοθετήσει στο θέατρο «Άττις» την επόμενη σεζόν.

Την ίδια εκείνη ημέρα που έγινε η συνάντησή μας στο σπίτι του Θεόδωρου Τερζόπουλου, κάπου στο κέντρο της Αθήνας, στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Μπογκοτά της Κολομβίας, παρουσιαζόταν στα ισπανικά «Η Επιστροφή του Διονύσου». Ο λόγος για το βιβλίο της μεθόδου του διεθνούς σκηνοθέτη και δασκάλου του θεάτρου η οποία διδάσκεται ως το βασικό training προετοιμασίας των ηθοποιών σε μερικές από τις μεγαλύτερες Ακαδημίες του κόσμου κι έχει ήδη μεταφραστεί σε 18 γλώσσες, μεταξύ αυτών τα τουρκικά, τα μανδαρινικά και τα κινέζικα.

Αυτόν τον καιρό μεταφράζεται στα φαρσί, στα γεωργιανά , στα ουγγρικά και στα σουαχίλι ενώ στο διεθνές σεμινάριο που διοργανώνεται εδώ και αρκετά χρόνια κάθε καλοκαίρι στην Αθήνα, εφέτος έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον περί τους 250 υποψηφίους από 24 χώρες.

Παρά τους βραδύτερους ρυθμούς που έχει επιβάλει η πανδημία, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος εξακολουθεί να κινείται με μεγάλες ταχύτητες. Προσφάτως ολοκληρώθηκε ο νέος κύκλος παραστάσεων με τη “Νόρα” του Ιψεν στο θέατρο Αττις στο Μεταξουργείο (Λεωνίδου 7), ενώ από τις 4 Μαρτίου θα επαναληφθεί το “ALARME”, μια παραγωγή η οποία παρουσιάστηκε εκεί για τρία χρόνια (2010-2013), υμνήθηκε από τη διεθνή κριτική και την είδαν περισσότεροι από 25.000 θεατές.

Σκηνή από το ALARME/Marilena Stafylidou

Λίγο μετά το άνοιγμα της αυλαίας, θα ταξιδέψει σε Βουδαπέστη, Μιλάνο και Σιβηρία λείποντας από την Ελλάδα για αρκετούς μήνες. Στην πρώτη του συνέντευξη από την έναρξη της πανδημίας, μιλά στο iefimerida για όλ΄αυτά αλλά και για τη νέα παράσταση που θα σκηνοθετήσει στο Aττις την επόμενη σεζόν η οποία, για μια ακόμη φορά, αναμένεται ν΄αποτελέσει καλλιτεχνικό γεγονός με εμβέλεια πολύ πέραν των ελληνικών συνόρων…

- Γιατί επιστρέφετε στο ALARME;

- Δύο χρόνια, από την έναρξη της πανδημίας δηλαδή, δεν έχω σκηνοθετήσει τίποτα καινούριο. Ασχολήθηκα με άλλα πράγματα: με το αρχείο, με τις εκδόσεις, με τεχνικές εργασίες στο θέατρο και στο σπίτι...Εχω αποκοπεί από τη δουλειά μου, την έκφρασή μου. Σκεπτόμουν, λοιπόν, με ποιά παράσταση θα μπορούσα να επανασυνδεθώ όχι όμως με την έννοια του «συνεχίζω» αλλά του «ξαναρχίζω». Δε θέλω να επιστρέψω σε μια κεκτημένη κατάσταση. Αισθάνομαι την ανάγκη για μια νέα αρχή. Το ALARME λοιπόν, είναι ένα σημείο αναφοράς με την έννοια ότι περιέχει τα στοιχεία εκείνα που μ΄ενδιαφέρουν παρα πολύ ως προς την αισθητική, την αφαίρεση, τον μινιμαλισμό, τη σκηνική εγκατάσταση και γενικότερα το ρίσκο. Οι ηθοποιοί παίζουν, αν όχι με την πλάτη γυρισμένη στους θεατές, τουλάχιστον προφίλ. Και παρόλ΄αυτά καταφέρνουν να τους πείσουν και να τους «παρασύρουν» να συμμετάσχουν ενεργειακά στην παράσταση. Το ALARME περιλαμβάνει κάποια στοιχεία τα οποία είναι βασικά στη δουλειά μου, αρχές. Και μ΄ενδιέφερε να τα ξαναβρώ γιατί τα είχα ξεχάσει. Η διετία που πέρασε ήταν σαν μια δεκαετία. Ετσι, με τους ίδιους ηθοποιούς, τη Σοφία Χιλλ, την Αγλαϊα Παππά και τον Τάσο Δήμα περνάμε και στην επόμενη παράσταση…

Σκηνή από το ALARME/Μarilena Stafylidou

-Να μιλήσουμε γι΄αυτήν;

- Την προγραμματίζω με την έναρξη της επόμενης σεζόν και με την ελπίδα τα πράγματα να είναι, επιτέλους, καλύτερα. Βασίζεται σε μία ιδέα δική μου και το κείμενο υπογράφει ο Θανάσης Αλευράς. Εν προκειμένω η πανδημία μ΄έχει επηρεάσει απόλυτα. Νιώθω ότι κάπου στην πορεία ξεχάστηκα. Ναι μεν έκανα πράγματα λίγο διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά όταν τα είδα μέσα στην κατάσταση που ζούμε ήταν σαν να έβλεπα το ίδιο concept. Ενώ έχω μιλήσει για τη σιωπή, ως τώρα δεν την τόλμησα, ενώ έχω μιλήσει για το κενό, δεν το τόλμησα επίσης. Εχω μιλήσει για πράγματα τα οποία δεν επαληθεύονται στην πράξη. Αποφάσισα λοιπόν να κάνω μια βουτιά στο κενό, να αιωρηθώ, κι όπου με βγάλει. Θέλησα ν΄αφήσω τις βεβαιότητες και τα σταθερά πατήματα και να ρισκάρω απόλυτα. Είχα βρει την ασφάλεια, απεδείχθη ότι με πήγε κάπου και τώρα θέλω να την αποτινάξω, να χρησιμοποιήσω ευεργετικά τον φόβο. Τον φόβο για τον θάνατο. Ολο αυτό που έχει προκύψει από την πανδημία. Να χρησιμοποιήσω το υλικό της πανδημίας. Μ΄απασχολεί το μπεκετικό τέλος που δεν έρχεται ποτέ. Εν προκειμένω το τέλος έχει πάρει τη θέση της αρχής στην κυριολεξία…

-Πώς εκφράζονται όλ΄αυτά πρακτικά; Τί θα δούμε στη σκηνή;

-Οπως είπα, περνώ στη σιωπή, στο κενό, σε μια ασυνέχεια. Δεν υπάρχει δραματική ροή ούτε πύκνωση. Ο χρόνος αραιώνει μέχρι που γίνεται άχρονος. Πρόκειται για μια ερευνητική πορεία τ΄αποτελέσματα της οποίας είναι εξαιρετικά. Δεν υπάρχει εννοιολογικό φορτίο, ούτε καν φιλοσοφικό. Δουλεύουμε επάνω σε πράγματα τα οποία η μεν κοινωνία έχει ξεχάσει τελείως το δε θέατρο τα έχει αποκλείσει, ιδιαιτέρως με τη χρήση της τεχνολογίας. Δουλεύουμε με τις αισθήσεις, κινούμαστε σε φωνητικές συχνότητες και κινήσεις τελείως ανοίκειες. Η πρόβα γίνεται σε χαμηλή ένταση. Θ΄ανέβει σιγά σιγά αλλά πολύ προσεκτικά. Είναι μια ανίχνευση η οποία έχέι να κάνεί κυρίως με την οντολογία παρά με το πάθος, τη βιοενέργεια, τη βιοδυναμική, τον ναρκισσισμό. Είναι πολύ απλό και ταπεινό. Σαν το καταπιεσμένο, το απωθημένο «μέσα» να θέλει να βγει και να πει κάποια πράγματα με τον δικό του τρόπο. Εννοείται ότι εγώ δεν τα χειραγωγώ, δεν τα προσανατολίζω. Και βγαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον…

- Τίτλο έχει η παράσταση;

- Οχι ακόμη, θα βγει μέσα από τις πρόβες. Ισως είναι «Μπλακ άουτ», έχω γράψει δύο-τρία πράγματα αλλά θα δούμε. Αφορά σε δύο ηθοποιούς (Αγλαϊα Παππα-Τάσος Δήμας) οι οποίοι δε θέλουν να παίξουν, αρνούνται. Από την άλλη η Σοφία Χιλλ έχει έναν ρόλο θα λέγαμε δασκάλας. Τους εξευγενίζει το αυτί, τους τραγουδά χαμηλόφωνα, τους μαγεύει. Σιγά σιγά, από την άρνηση, δέχονται να μπουν μαζί της σ΄αυτή την περιπέτεια. Βαθαίνουν τα εκφραστικά τους μέσα, προσπαθούν να βρουν τις ρίζες τους και στην πορεία «ανοίγουν». Κινητοποιούνται οι αισθήσεις οι οποίες στη ζωή είναι παγωμένες. Το ίδιο και στο θέατρο με τα μικρόφωνα, με όλη αυτή την ενίσχυση του ήχου όπου όλοι μιλούν σ΄έναν τόνο, μονότονα, σα να μαλώνουν…

- Ολη αυτή η διαδικασία σας προσανατολίζει κάπου συγκεκριμένα ως προς το ρεπερτόριο;

- Σκέφτομαι ότι έχει έρθει η ώρα για τον Τσέχωφ. Ολη αυτή η εμπειρία της αιώρησης, του μετεωρισμού...όσο εξελίσσονται οι πρόβες δημιουργούνται κάποιες αρχές τις οποίες θα χρησιμοποιήσω ως σύστημα προσέγγισης κι ερμηνείας του συγγραφέα. Το 2023 θα σκηνοθετήσω τον «Βυσσινόκηπο» στο Εθνικό Θέατρο της Ρωσίας, με ρώσους ηθοποιούς. Αυτή τη στιγμή παίζονται στη χώρα τρεις παραστάσεις μου: το “Μάουζερ” του Χάινερ Μίλερ, το “Μάνα κουράγιο” του Μπρεχτ και το “Τέλος του Παιχνιδιού” του Μπέκετ. Στις 7 Μαρτίου, αμέσως μόλις ανέβει το ALARME στο Αττις φεύγω για Βουδαπέστη όπου θα σκηνοθετήσω τις έκτες “Βάκχες” της καριέρας μου. Εχουν προηγηθεί παραγωγές στην Κολομβία, στο Κρατικό Θέατρο του Ντίσελντορφ, στους Δελφούς – η γενέθλια παράσταση του Αττις- στο Στανισλάφσκι της Μόσχας, στην Ταϊβάν και τώρα έρχεται η Ουγγαρία. Οι έβδομες “Βάκχες” θα είναι ή στη Σενεγάλη ή στη Σιβηρία….

Σκηνή από την παράσταση «Μάνα Κουράγιο» του Μπρεχτ/ Johanna Weber

- Στην Ελλάδα δεν σκέφτεστε να επιστρέψετε στο Αρχαίο Δράμα;

- Θα γίνει. Με απασχολεί πολύ η “Ορέστεια” και θα γίνει. Εχω προτάσεις...νομίζω ότι θα είναι συμπαραγωγή μεταξύ ελληνικού θεάτρου και κάποιων ξένων οργανισμών. Το αρχαίο δράμα ήταν ανέκαθεν παρόν αλλά πλέον έχει γίνει πιο επίκαιρο διεθνώς. Μετά τη φθορά του μεταμοντερνισμού και μιας δραματουργίας η οποία δεν ισχύει πλέον- αναφέρομαι στα νεονατουραλιστικά έργα, αυτά που κινούνται μεταξύ σαλονιού, υπνοδωματίου και βοηθητικών χώρων, αναζητά κανείς τις αλήθειες του θεάτρου και μοιραία οδηγείται στο αρχαίο ελληνικό δράμα…

-Πώς θα μπορούσε να κεφαλαιοποιήσει η Ελλάδα αυτό που περιγράφετε;

Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να έχει γίνει εδώ και δεκαετίες. Το στοίχημα χάθηκε από τη στιγμή που η Επίδαυρος γηπεδοποιήθηκε. Θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί εκεί ένα παγκόσμιο κέντρο Αρχαίου Δράματος, όχι απλώς να εμφανίζονται κάθε χρόνο συγκεκριμένες παραγωγές και ονόματα. Να έρχονταν δημιουργοί απ΄όλο τον κόσμο, να συναντούσε η Τραγωδία το Θέατρο Νο, το Καμπούκι, την Οπερα του Πεκίνου...Κάτι τέτοιο, όμως, θέλει μια πολύ γερή κεντρική πολιτιστική πολιτική. Η Επίδαυρος έγινε τουριστική, εμποροποιήθηκε. Εγινε Δελφινάριο με τους όρους ενός τέτοιου θεάτρου. Μεγάφωνα, τεράστια σκηνικά, αφελής απλούστευση νοημάτων, ρηχή προσέγγιση. Αρκετοί βέβαια επιβιώνουν απ΄αυτό κάθε καλοκαίρι, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, το κοινό πηγαίνει. Σε κάποιες λίγες περιπτώσεις εκπαιδεύεται, στις περισσότερες όμως αποπροσανατολίζεται και μπερδεύεται. Γι΄αυτό κι εγώ απέχω ενώ έχω προτάσεις. Προτιμώ τους Δελφούς, κάποιους μικρότερους αρχαιολογικούς χώρους στην επαρχία...Η Επίδαυρος ίσως θα έπρεπε να κλείσει για 2-3 χρόνια, να “ξεκουραστεί”…

- Η Τέχνη πλήρωσε βαρύ φόρο στη διάρκεια της πανδημίας. Τα θέατρα έμειναν πολύ καιρό κλειστά. Πιστεύετε ότι έλλειψε από το κοινό, αναδείχθηκε σε αίτημα του κόσμου;

- Το κοινό, έστω ένα μέρος του, αυτό που δε φοβάται να συνευρεθεί με άλλους ανθρώπους, έστω και με μειωμένη πληρότητα εμφανίστηκε, πήγε στις παραστάσεις. Ειδικά το Καλοκαίρι, στ΄ανοιχτά θέατρα. Δε νομίζω όμως ότι αυτό συγκροτεί αίτημα, ότι δηλαδή χωρίς την Τέχνη δε μπορούμε να ζήσουμε. Χωρίς φαγητό δε μπορούμε να ζήσουμε, χωρίς ρεύμα, χωρίς θέρμανση. Χωρίς όλ΄αυτά που κάνουν τη διαβίωσή μας αξιοπρεπή. Και η Τέχνη, βέβαια, είναι βασική παράμετρος. Αλλά εκεί που οδηγούμαστε με τις συνέπειες της πανδημίας, την πτωχοποίηση, δημιουργείται ένα νέο προλεταριάτο. Η πτωχοποίηση φέρνει τη λουμπενοποίηση. Κι όλ΄αυτά εκφράζονται μέσα στα σύγχρονα σύνδρομα ψυχαγωγίας, τα ριάλιτι…

Σκηνή από την παράσταση «Το τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ/Johanna Weber

- Εφέτος βέβαια στην τηλεόραση υπήρξε μια πιο έντονη στροφή στη μυθοπλασία..

- Είναι μια αντίδραση του κόσμου. Οι περισσότεροι έχουν πλέον ανάγκη να δουν κάτι που να έχει μια φόρτιση, μια υπόθεση, συναίσθημα. Ο θεατής έχει ανάγκη να συγκινηθεί, να αισθανθεί, να κινητοποιήσει τις αισθήσεις, να γαληνέψει….

- Η διανόηση; Τί ρόλο παίζει μέσα σ΄όλο αυτό που ζούμε;

- Αρκετοί άνθρωποι μέσα από τον χώρο της διανόησης και της τέχνης εκφράστηκαν σποραδικά χωρίς όμως να υπάρξει ένα ρεύμα, ένας συντονισμός, μια πρόταση. Ωστόσο, το τί συμβαίνει αισθάνομαι ότι δεν το έχουμε αντιληφθεί ακόμη. Προσπαθούμε να το αντιληφθούμε καταγράφοντάς το με προσωπικό τρόπο. Είμαστε όμως πολύ πίσω. Τρέχουμε ιδρωμένοι πίσω από τις εξελίξεις με ταχύτητα πολύ αργή. Οταν επικρατεί ο φόβος, η αγωνία, όλα γίνονται πιο υποτονικά. Τα πράγματα ερμηνεύονται, εξηγούνται, όταν διαφαίνεται κάποιο φως στο μέλλον. Προς το παρόν δεν το βλέπουμε. Ζούμε σε μια ατμόσφαιρα Μεσαίωνα…

- Η Αναγέννηση θα έρθει πιστεύετε;

- Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να δούμε και πάλι τις κλασικές αρχές, τις ρίζες των πραγμάτων. Τη σχέση του Ανθρώπου με την Πόλη και της Πόλης με τη Φύση. Να εξαφανιστεί η έννοια του ανταγωνισμού. Η Πόλη προσπαθεί να “φάει” τη Φύση αλλά και η Φύση από την πλευρά της δεν κάθεται ήσυχη, εκδικείται. Αν δεν βρεθεί μια ισορροπία δε μπορούμε να ελπίζουμε. Στην Ασία οι κοινωνίες αντέδρασαν με μεγαλύτερη καρτερικότητα σ΄αυτό που συνέβη, ήταν μέσα στην πραγματικότητά τους εδώ και 20-30 χρόνια. Τότε πρωτοφόρεσα κι εγώ μάσκα στην Κίνα και στην Κορέα. Στην Ευρώπη αντιδράσαμε σαν νευρόσπαστα. Νιώθαμε άτρωτοι και ήρθε όλο αυτό και μας τραυμάτισε. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα…

-Τί εννοείτε;

- Επιδείξαμε ανωριμότητα. Στην αρχή φάνηκε ότι τα πήγαμε καλά, επιβραβευτήκαμε, αλλά κράτησε πολύ λίγο. Δεν είμαστε της μεγάλης διάρκειας. Είμαστε των μικρών διαστημάτων εν γένει. Κι αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι δεν υπάρχει συνέχεια σε τίποτα σ΄αυτή τη χώρα. Υπήρξε μια επιπολαιότητα στον χειρισμό και από την Πολιτεία αλλά και από τους πολίτες. Δεν το πήραμε στα σοβαρά, όπως δεν παίρνουμε στα σοβαρά κι άλλα σημαντικά θέματα, τα εθνικά ας πούμε τα οποία κατά κανόνα περνάνε σε μια φασαρία, σε μια βαβούρα. Σαν να χρειαζόμαστε πάντα ένα άλλοθι εκτόνωσης μιας απωθημένης, μιας εγκλωβισμένης ενέργειας την οποία έχουμε μέσα μας και πρέπει να βγει. Και βγαίνει όντως, άλλοτε ως υπερπατριωτικό σύνθημα, άλλοτε ως ξόρκι. Μοιάζει να προσπαθούμε να ξορκίσουμε το κακό. Τον εαυτό μας τον ίδιο, το κακό που κουβαλάμε μέσα μας. Στην αρχή μοιάζει κάτι τελετουργικό αλλά δεν ολοκληρώνεται, δεν έχει καμια ποιότητα γιατί κάπου δίπλα παραμονεύει η αισθητική του Καραγκιόζη. Γι΄αυτό δεν ολοκληρώνεται τίποτα και τα πράγματα δεν έχουν επίπεδο...

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ