Είδαμε το Σπιρτόκουτο The musical στη Στέγη: Το αθυρόστομο τροπάριο της ζωής μας [εικόνες]

Σπιρτόκουτο, το Μιούζικαλ, ή σαν η Σχεδία της Μέδουσας του Ζερικώ να βγήκε στον Κορυδαλλό / Παντελής Ζερβός

Πίσω από τα μπινελίκια που ακούγονται με μορφή τζαζ, οπερατικού, καψουροτράγουδου, πολυφωνικού μοιρολογιού, το Σπιρτόκουτο στη μεταφορά του σε μιούζικαλ στη Στέγη, θα μπορούσε να είναι μια μικρή προσευχή για αυτό από το οποιό δεν μπόρεσες ποτέ να αποδράσεις.

«Η Ιαπωνία απέκλεισε την Γερμανία στο Μουντιάλ. Κινδυνεύει, δηλαδή να μείνει εκτός η Γερμανία». «Τι; Αει στο διάολο!».

Είναι τα τελευταία λόγια που ακούω από τους θεατές πίσω μου, όσο ο Λιβιτσάνος και ο Αναστασάκης κάθονται στο πιάνο – ο πρώτος στα πλήκτρα, ο δεύτερος μπροστά σε κομπιουτεράκι και τιμολόγια. Το «Σπιρτόκουτο The Musical» αρχίζει. Είναι σαν να γλιστράω χωρίς διακοπή από το «έξω» στο «πάνω» στη σκηνή, στο επίμονο, διαρκές, μπινελίκι που είναι η φυσική ηχώ στη ζωή μας, είτε την λες roller coaster, είτε την λες ρόδα του χάμστερ, μέρα της Μαρμότας, είτε πεπρωμένο. Και αυτό που θα ακολουθήσει, αναπάντεχα δεν είναι το δαφνοστεφανωμένο με βωμολοχίες «Σπιρτόκουτο» που πολλοί μπήκαν στην αίθουσα με την απορία πώς θα τραγουδηθούν και θα εξωραϊσθούν από τη φόρμα του μιούζικαλ. Είναι κάτι βαθύτερο, κάτι λιγότερο εξωτικό και παρανοϊκό -εν τέλει.

Γιατί δεν το χαλάγαμε νωρίτερα, Μαρία;

Η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη είναι γνωστή. Είναι το δικό μας εμβληματικό ανάποδο κάτοπτρο του αμερικάνικου ονείρου, της διάψευσης. Της ζωής που παρατάθηκε για να σε κάνει κάποια στιγμή να αναρωτηθείς καθώς κάθεσαι στον καναπέ με μια οικογενειακή συσκευασία παγωτού στο χέρι βλέποντας αμερικάνικες ταινίες: «αφού ήταν έτσι, γιατί δεν το χαλάγαμε νωρίτερα, Μαρία;».

Ακούω τον Γιάννη Νιάρρο που σκηνοθέτησε την παράσταση, ακούω τον Αλέξανδρο Λιβιτσάνο που συνυπογράφει τη μουσική μαζί με τον Νιάρρο, να λένε πόσο τυχεροί και ευγνώμονες νιώθουν για τον Γιάννη Οικονομίδη, που τους επέτρεψε να κάνουν αυτό το «παρανοϊκό» πάνω στην ταινία του. 120 λεπτά μετά εγώ σκέφτομαι πόσο τυχερός είναι και ο Οικονομίδης, πόσο σπάνιο είναι για έναν δημιουργό να βλέπει το έργο του το ίδιο να βγαίνει από το βάθρο, να μην είναι πια μνημείο, αλλά να γίνεται μια γλυπτοθήκη κινούμενη στους δρόμους της πόλης. Σημειώνουμε ότι ο Οικονομίδης έγραψε το λιμπρέτο μαζί με τον Δωρή Αυγερινόπουλο.

Στο Σπιρτόκουτο της Στέγης, η μουσική του μιούζικαλ, λείανε τις αιχμές του ωμού ρεαλισμού της οθόνης, με τρόπο ώστε όταν μπήγονται στην σάρκα σου οι ακίδες, να ματώνεις ναι, αλλά να μην πονάς τόσο. Να είναι πιο εσωτερικός ο πόνος, διότι πατάει πάνω σε μια ουλή που ήδη έχει σχηματιστεί στο φρέσκο δέρμα, προ καιρού. Μέσα σε αυτό το δίωρο εκστατικό, διονυσιακό, πολεμικό περιβάλλον, ήταν η θλίψη, η ρεαλιστική θλίψη αυτή που εγκαθιδρύεται παρά την σκηνική έκρηξη.

Πήδα. Ψόφα, με ρυθμό ηπειρώτικου μοιρολογιού

Ισως και επειδή 20 χρόνια μετά, αυτό που βλέπαμε στην ταινία και γελούσαμε τρανταχτά, έγινε η τσουλήθρα που οδήγησε άγαρμπα στο πραγματικό βίωμα των νεότερων γενιών. Βλέποντας στην αίθουσα της Στέγης δεκάδες νέα παιδιά, σχεδόν στην μετεφηβική ηλικία, φοιτητές, οριακά τριαντάρηδες, αναρωτήθηκα πώς οι ίδιοι βιώνουν αυτή την τσουλήθρα, με ποιο βλέμμα το βλέπουν. Το φρέσκο βλέμμα.

Μιλώντας για μνημεία του δημόσιου βιώματος, θα έλεγε κανείς ότι ο Γιάννης Αναστασάκης, ο Δημήτρης του Σπιρτόκουτου είναι σαν τον θεό Ποσειδώνα που γύρω του συστήνονται και έξαλλες εκτοξεύουν νερό οι Νηριίδες στο συντριβάνι της κεντρικής πλατείας στην Μπολόνια. Από τη φύση του μνημειακός και μαζί αντιμνημειακός, ο Μήτσος που ερμηνεύει ο Αναστασάκης ονειρεύεται πιάνο μπαρ εστιατόριο  με κροκόδειλο στη λίμνη και παπιγιόν για τα γκαρσόνια στον Κορυδαλλό. Ακόμα και τα χάδια του είναι μπινελίκια. Αυτός είναι ο τρόπος του, σαν αγκάθια που βγαίνουν από το κέλυφός του ακόμα και όταν νοιάζεται και αγαπά και συντρέχει -γιατί αυτό είναι στην πραγματικότητα. Ψυχούλα.

Αυτός ο βλάσφημος, φοβιστικός άνθρωπος είναι ο ήλιος και το σκοτάδι των φίλων και των συγγενών του. Τραγουδώντας καψουροτράγουδα με τον «_τι_θα_κάνεις_με_την_Λίντα» Βαγγέλη. Σχεδόν με το ένα πόδι πάνω από το κάγκελό του μπαλκονιού όταν όλος ο θίασος τού τραγουδά με ήχο πολυφωνικού ηπειρώτικου μοιρολογιού «Πήδα. Ψόφα».

Το μικρό δαχτυλάκι που χτυπά στο τραπέζι

Το Σπιρτόκουτο μοιάζει με την «Σχεδία της Μέδουσας» του Ζερικώ: ναυαγισμένοι, αφανισμένοι ψάχνοντας την ακτή, κανίβαλοι εξ ανάγκης, απεγνωσμένοι εκ φύσης. Πόσες διαψεύσεις, ματαιώσεις, επιβίωσαν πάνω σε αυτή τη σχεδία; Ο αριστουργηματικός στον ρόλο του Λουκά (του γιου της οικογένειας) Γιώργος Κατσής, ο διάδοχος του Μήτσου, ένα πλάσμα σαν ασπόνδυλο, που τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον φαλλό του και το φαντασιακό τού μάτσο επιβήτορα.

Ο λόγος του κινείται από την ραπ στην τραπ, όλο το υβρεολόγιο και το στενό, σεξιστικό φασιστικό περιεχόμενο αυτού του είδους ξερνιέται επί σκηνής, με τον Νιάρρο και τον Λιβιτσάνο να κάνουν το πιο δυνατό σχόλιο για την κυριαρχία του στερεοτύπου και των μηνυμάτων της τραπ: ο Λουκάς είναι το παιδί της μαμάς, ένα αγόρι που η πραγματική του φωνή κάνει κοκοράκια και πρέπει συνεχώς να υποδύεται τον βαρύ, όσο κρύβεται πίσω από κάθε έναν που θα μπορούσε να τον αγγίξει. Ενας που υποδύεται με στολή την τραπ και την κοκαϊνη.

Η σκηνή που έφερε το μεγαλύτερο, το πιο αβίαστο, -παρατεταμένο σαν να έχεις αφήσει ανοιχτή τη βρύση- γέλιο, ήταν όταν ο Λουκάς χτύπησε το μικρό του δαχτυλάκι στο τραπεζάκι του σαλονιού και ακολούθησε ένας θρήνος μοναδικής ακρίβειας και έντασης. Και αυτό το γέλιο που άκουγα από κάποιους που τραντάζονταν στη θέση τους περισσότερο από τους υπόλοιπους ήξερα τι ήταν: ήταν η επιστροφή του πόνου στο μικρό τους δαχτυλάκι που το έχουν χτυπήσει σε κάποιο πόδι τραπεζιού και νιώθουν την απόγνωση του Λουκά στη σκηνή. Με μια τόσο απλή χειρονομία, το «κάτω» από τη σκηνή είναι πραγματικά αυτό που βλέπεις «πάνω», ντυμένο με τη φόδρα του μιούζικαλ και του κομφετί. Για μένα ήταν μια από τις πιο ιδιοφυείς στιγμές της παράστσης. Με κάθε πιθανό κλείσιμο του ματιού μέσα.

Η Δάφνη Δαυίδ / Ανδρέας Σιμόπουλος

Το «μαλάκας» του μπασοβαρύτονου

O Γιώργος, ο μπατζανάκης του Δημήτρη, το καλό παιδί κάθε παρέας, στο σώμα του γίγαντα Μάριου Σαραντίδη, είναι αυτό αυτό που λέμε χάρμα οφθαλμού. Και ναι, νομίζω ότι με τον τρόπο και τη φωνή αυτού του μπασοβαρύτονου, με την απολαυστική παράταση των ήχων ανά συλλαβή, μπορεί και πρέπει να ειπωθεί η λέξη «μαλάκας» και να ακουστεί όπως πρέπει. Ανεμπόδιστα από σεμνοτυφίες και πολιτικές ορθότητες.

Με το πολυσυλλεκτικό ύφος τραγουδιών που δημιούργησαν ο Αλέξανδρος Λιβιτσάνος και ο Γιάννης Νιάρρος, συνέβη το εξής: είναι σαν μέσα από τα τραγούδια, να ήρθη το βάρος της βωμολοχίας και οι λέξεις να έφτασαν απαλλαγμένες από μπιπ και @, ως έννοιες. Για αυτό και κανείς δεν γελούσε με τα αθυρόστομα σχόλια, όπως συμβαίνει συνήθως στο θέατρο.

Ο Αποστόλης Ψυχράμης τόσο ισορροπημένα και ανενδοίαστα και ήρεμα ήταν ο Ελληνας που τρέμει τη μάνα και είναι ρατσιστής, συντηρητικός και στενόμυαλος του κερατά. Ο Βαγγέλης που αφήνει έγκυο την Λίντα, τον πιέζει ο Μήτσος να την παντρευτεί, αντιδρά αυτός και... «μα θα παντρευτώ μια Αλβανίδα». «Γιατί, όταν την πηδούσες ήταν Ιταλίδα;». Μα ακριβώς έτσι.

Φωνή κρύσταλλο και στάχυα στον αέρα

Λιγότερο στέρεες, σαν στάχυα που λυγίζουν από τον αέρα, οι γυναίκες στη σκηνή. Η Αγορίτσα Οικονόμου ως Μαρία αρκούσε να σύρει το κόκκινο τσόκαρο στο δάπεδο και να καρφώσει το βλέμμα της στον αδελφό ή τον σύζυγό της για να επιβληθεί. Μια μικροαστή μετά- Κλυμαινήστρα. Τη στιγμή της υστερίας της, που κορυφώθηκε μέχρι την αποκάλυψη ότι η κόρη δεν είναι του Μήτσου αλλά ενός εραστή στην Κρήτη και μετά με τα ψέματα για την συμπεριφορά του άντρα της, ένιωσα όμως ότι άφησε αυτή την υστερία να περάσει από πάνω της σαν οδοστρωτήρας.  Με τρόπο που το μέγεθος του ταλέντου και του εκτοπίσματός της δεν είχε την παραμικρή ανάγκη.

Αγορίτσα Οικονόμου, Γιάννης Αναστασάκης στη σκηνή του φινάλε / Γιάννης Σιμόπουλος

Σαν μορφή γυναίκας μίσχου από ταινία κινουμένων σχεδίων η εξαδέλφη Μαργαρίτα που βρωμοκοπά λόγω ορμονικού προβλήματος, ερμηνευμένη από την Δάφνη Δαυίδ, είναι ένα σκηνικό ποίημα, σαν από άλλο έργο, μέσα στο Σπιρτόκουτο. Και αυτή η φωνή -κρύσταλλο που κύλισε στο πάτωμα και δεν έσπασε, συνέχισε να λάμπει. Την ίδια αμηχανία που ένιωσα στο ξέσπασμα της μάνας Μαρίας ένιωσα και με την ερμηνεία της κόρης (Κική) από την Νάνσυ Σιδέρη. Οσο για την ξανθιά πριγκίπισσα της Disney Ελένη Μπούκλη, έφερε στην σκηνή αυτό το άνοιγμα του παραθύρου που στην αρχή σε κάνει να ανασάνεις μέχρι να μπει και το φως και να δεις το σκουπιδαριό. Τόσο όσο, μετρημένη και άρτια.

Την ώρα που βγήκα από τη Στέγη, οι περισσότεροι στα σπίτια τους ήταν καρφωμένοι στις τηλεοράσεις τους. Η λάμψη της οθόνης στα διαμερίσματα, από την Εκάλη ως την Κυψέλη και τη Σαλαμίνα. Εβλεπαν «Maestro», του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Εμαθα ότι έκανε ρεκόρ τηλεθέασης, ήταν πρώτη τάση στο twitter. Βία, δολοφονία, αισθητική Χάμπτονς στους Παξούς, βόρεια προάστια, ανατροπές, φιλέτα και ασημένια μαχαιροπίρουνα σαν αυτά που ονειρευόταν ο Μήτσος. Θα περιμένω να το δω στο Netflix. Τραγουδώντας «Μήτσο φτιάξτο το μπουρδέλο». Η Αθήνα ανοίγει τα παράθυρα.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ