Πού πας, παλικάρι, ωραίος σαν μύθος; Mε ψαλμούς στα φωνητικά και ροκ στις φλέβες, ο Διονύσης Σαββόπουλος κατηφόρισε σήμερα προς τη σιωπή που ποτέ δεν θα τον κάνει oλοκληρωτικά δικό της αφού αφήνει πίσω του τραγούδια-μυστήρια και λέξεις-μαχαίρια, έναν ολόκληρο αιώνα να χτυπά ρυθμικά στην κιθάρα.
Έμοιαζε να κουβαλά αιώνες Ελλάδας μέσα σε μια φωνή. Στο σπάσιμό της χωρούσαν κατηχητικά και υπόγεια, στρατόπεδα και σκοτεινές πίστες νυχτερινών κέντρων, ταραχές και συμφιλιώσεις, πατέρες και γιοι, η Ελλάδα όπως την αγαπήσαμε, όπως την κοροϊδέψαμε, όπως μας πόνεσε.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος πέθανε το απόγευμα της 21ης Οκτωβρίου 2025· κι ωστόσο όλοι ξέρουμε πως «φεύγει» μόνο ο άνθρωπος, όχι το ρεύμα που έσπρωξε τη γλώσσα να γίνει τραγούδι, το τραγούδι να γίνει πολιτικός λόγος, ο λόγος να γίνει κοινότητα.
Δεν θα ήταν ποτέ «απλώς» τραγουδοποιός ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο Διονύσης. Ο Νιόνιος. Από νωρίς κατάλαβε ότι ο δημιουργός που αξίζει να φέρει αυτόν τον τίτλο, οφείλει να λερώνεται με την πραγματικότητα να τη χαϊδεύει, να τη δαγκώνει, να της ζητά συγγνώμη. Μια πλήρης ερωτική σχέση. Πνευματική και σαρκική και ανενδοίαστη.
Γι’ αυτό και η τελευταία του μεγάλη χειρονομία ήταν ένα βιβλίο-εξομολόγηση: «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδόσεις Πατάκη). Εκεί, ξεγυμνώνεται τρεις φορές· τις δύο από ιατρική ανάγκη, την τρίτη από ηθική επιλογή.
Απλώνει τα χέρια σαν άγιος Σεβαστιανός και στέλνει ο ίδιος τα βέλη στον εαυτό του. Ξηλώνει το φωτοστέφανο ή του προσθέτει αγκάθια, πάντως δεν κρύβεται. Αυτός ο τόνος, της γενναίας αυτοκατηγορίας, είναι το κλειδί για να ξαναδιαβάσουμε σήμερα όλη τη διαδρομή του.
«Να γιατί έγινα τραγουδοποιός»
Παιδί στη Θεσσαλονίκη, πριν ακόμα μιλήσει, χάνονται για λίγο οι γονείς του στον δρόμο· ο πανικός της σιωπής εγγράφεται βαθιά. Κι ύστερα ο «υποχρεωτικός ύπνος στο μπλε κρεβάτι», εκείνες οι ώρες ακινησίας, που τον κάνουν να σκαρώνει μυστικά τα πρώτα τραγουδάκια.
Ο ίδιος το περιγράφει με συγκινητική απλότητα: «Ο ασήκωτος χρόνος γινόταν ελαφρύς. Ακίνητος στο κρεβάτι έπιανα δουλειά σαν κάλφας στη μεγάλη συντεχνία των τραγουδοποιών». Όλα είναι εδώ: η ανακάλυψη της φωνής ως σωτηρίας, η συνείδηση μιας παράδοσης που ξεκινά απ’ τον Μάρκο και φτάνει ως τον Ζορζ Μπρασένς προτού καν τους μάθει με τ’ όνομά τους.
Στην Αθήνα, ο νεαρός πια Σαββόπουλος θα γνωρίσει τη φτώχεια ως καθημερινή τελετουργία: ύπνος σε παγκάκια, δουλειές του ποδαριού, το θρυλικό επεισόδιο με τα κόλλυβα σε κηδεία αγνώστου μαζί με τον Μάνο Λοΐζο για να «γεμίσει η κοιλιά». Μαζί και η αναμέτρηση με τον χώρο των μπουάτ: στο «Ροντέο», στην «Ελπίδα», στις πίστες όπου η Ελλάδα ερωτεύεται την αντανάκλασή της σε καπνούς και καθρέφτες.
Από το «Φορτηγό» στον «Μπάλλο» και το «Βρώμικο ψωμί»: πατριδογνωσία με ηλεκτρικές κιθάρες
Ο «Νιόνιος» θα δώσει από νωρίς το στίγμα του: το «Φορτηγό» -η νεανική εξομολόγηση που καίει-, ο «Μπάλλος» -μια τελετουργία μίξης ψαλμωδίας, ρεμπέτικου και ροκ-, το «Βρώμικο ψωμί» το χρονικό μιας κοινωνίας που ωριμάζει με σπασμούς. Δεν έγραφε τραγούδια· έφτιαχνε μύθους.
Πρόσωπα-σύμβολα, τοπία-κώδικες, λέξεις που ακούγονται δικές μας κι όμως ξένες, κάπως πιο φωτεινές, κάπως πιο απαιτητικές. Η μουσική του ήταν πατριδογνωσία: όχι υπερήφανη, όχι εθνικιστική, αλλά εκείνη η ανήσυχη, δύστροπη, ερωτευμένη ματιά που ψάχνει να καταλάβει τι είμαστε όταν μιλάμε, όταν γελάμε, όταν ψηφίζουμε, όταν προσευχόμαστε.
Στον στρατό θα κρατήσει το μυαλό του ζωντανό μεταφράζοντας Ντύλαν πάνω-κάτω στον θάλαμο. Έτσι γεννιέται ο «Άγγελος Εξάγγελος»: «αφού δεν θα ’χε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μην μας πει κανένα». Η εικόνα με το δεκανίκι -για να σταθεί ο αδύναμος αγγελιαφόρος- δείχνει την ουσία του: τα μεγάλα σύμβολα τα ήθελε σπασμένα, ανθρώπινα, ελαττωματικά.
Στις μέρες της δικτατορίας θα γνωρίσει την πίεση, τη φυλακή, την έξοδο με πλαστό διαβατήριο, το Μιλάνο και το Παρίσι, τον Μάη του ’68, για να επιστρέψει με μιαν ανάγκη: να μιλήσει εδώ, στα δικά μας ελληνικά, για τα δικά μας τραύματα.
Οι τελετές και οι αποτυχίες: το ΟΑΚΑ, ο καβγάς, τα φώτα που στραβώνουν
Η καριέρα του δεν ήταν μόνο θρίαμβοι. Στο βιβλίο του περιγράφει ως προσωπική αποτυχία τη θρυλική συναυλία στο ΟΑΚΑ: ήχος «χάλια», μεγάφωνα της τελευταίας στιγμής από ακυρωμένη συναυλία του Μητροπάνου στα Τρίκαλα, φώτα που «στράβωναν». Ο ίδιος: «ήμουν σαν τον Οιδίποδα στη μέση ενός αχανούς τόπου. Ανέβηκα σε ένα αερόστατο για να φύγω αλλά δεν έφυγε ποτέ, το κρατούσαν δεμένο με σχοινιά στη γη».
Κι ακόμη, η δημόσια παραδοχή ενός «άκομψου» καβγά με τον Γιώργο Νταλάρα και η συγγνώμη. Αυτές οι μικροβιογραφίες αποτυχίας είναι που κάνουν τον Σαββόπουλο μεγάλο: δεν υπήρξε ποτέ σκηνοθετημένη τελειότητα, υπήρχε η αλήθεια του ανθρώπου που εκτίθεται και πληρώνει.
Πώς να μιλήσεις εσύ για τον Σαββόπουλο όταν φρόντισε να το τακτοποιήσει, να τα πει όλα από καρδιάς και χειμαρρωδώς ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του, ο Σαββόπουλος δεν προστάτευσε τον «μύθο» του.
Μιλά στο βιβλίο για τη σκληρότητα προς τα παιδιά του, για τα χαστούκια που έριξε «μερικές φορές», για το ποδήλατο που εκτόξευσε από το παράθυρο, για τη ντροπή που «δεν χωράει στις σελίδες». «Ντρέπομαι που θα με διαβάζετε όλοι… ‘Καλλιτέχνης’, σου λέει ο άλλος».
Έγινε μεταγενέστερος της εποχής του
Παραδίδει στο βιβλίο μια από τις πιο σπαρακτικές σκηνές που έχει αφήσει Έλληνας καλλιτέχνης στο χαρτί: νύχτα στο νοσοκομείο, καρκίνος και κορωνοϊός μαζί, το σώμα που «προδίδει», οι νοσηλεύτριες που τον πλένουν σιωπηλές, κι εκείνος, «ένας γυμνοσάλιαγκας», να λέει ότι πρώτη φορά ένιωσε το βάρος να φεύγει - κι ήταν Πάσχα.
Μετά επίθεση, να τον γδάρουν γιατί δήλωσε μετά από αυτή την περιπέτεια, μέσα στη διαχείριση της πανδημίας, ότι ένιωθε ασφαλής που αυτή την εποχή ήταν πρωθυπουργός ο Μητσοτάκης.
Για την Άσπα, το μεγάλο του λιμάνι και το μεγάλο του ναυάγιο, μίλησε ο Διονύσης Σαββόπουλος με την ειλικρίνεια της εποχής που πέρασε: από το «Άσπα κάνε λίγο υπομονή, χαρά μου» μέχρι το «η κυρά Άσπα του Διονύση πάντα υποχωρώντας τον καθοδηγεί». Είδε τον εαυτό του ως πατριαρχικό τύπο που βασανιζόταν από την ίδια την πατριαρχικότητα· παραδέχτηκε τις απιστίες, την απομάκρυνση, την ευθύνη. Ένας άντρας της γενιάς του που πρόλαβε να γίνει, δημοσίως, μεταγενέστερος του εαυτού του.
Η πολιτική του περιπέτεια: ο «προδότης», τα γκράφιτι, η στροφή
Κορυφαία στιγμή στη δημόσια διαδρομή του ήταν η πολιτική του στροφή, όχι τόσο ως μετακίνηση «δεξιά-αριστερά», όσο ως ρήξη με μιαν υποκριτική προοδευτικότητα που ονόμασε «νεφελώδη, αντιπαραγωγική, κουλτουριάρικη και αντιπνευματική». Γι’ αυτό και του έγραψαν «προδότης» στους τοίχους, τον αποδοκίμασαν στον δρόμο, πλήρωσε τίμημα που ήξερε, ίσως και ήθελε, να πληρώσει.
Το σημαντικό δεν είναι αν είχε δίκιο· είναι ότι ουδέποτε ζήτησε την ασυλία του καλλιτέχνη. Επέμεινε να μιλά ως πολίτης, και ως πολίτης δέχτηκε τη ράβδο.
Ποια είναι η αισθητική του κληρονομιά; Η μίξη, όχι ως τεχνικό τέχνασμα, αλλά ως κοσμοθεωρία. Στις αρμονίες του ακούς βυζαντινή γραμμή, ρεμπέτικη βαρύτητα, ροκ ενέργεια, φολκ αφήγηση. Στους στίχους του βρίσκεις καθαρεύουσα και αργκό, λαϊκά αποφθέγματα και μυστικιστικές ανατάσεις, θραύσματα από τον Απόστολο Παύλο και κουβέντα του καφενείου.
Το ελληνικό τραγούδι πριν από εκείνον είχε ήδη πνευμόνια με τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Λοΐζο, τον Σπανό. Ο Σαββόπουλος του έδωσε φωνητικές χορδές που αντέχουν και την ειρωνεία και τον ψαλμό, και την πολιτική και το καλαμπούρι.
Αυτός είναι ο λόγος που οι συναυλίες του έμοιαζαν με τελετές. Το κοινό δεν πήγαινε να ακούσει απλώς τραγούδια· πήγαινε να συμμετάσχει σε ένα μυστήριο συλλογικής αυτογνωσίας. Όταν στο τέλος έλεγε «Ας κρατήσουν οι χοροί», όλοι ξέραμε ότι δεν εννοεί μόνο τους χορούς.
Ο κριτής του εαυτού του
Από τους πιο αδιάλλακτους κριτές του εαυτού του, συνεπώς μπορούσε να είναι αυστηρός κριτής και των γύρω του. Τους «μύθους» της σκηνής τούς αγάπησε, τους μελέτησε, τους πλήγωσε, τους ζήτησε συγγνώμη. Έχει μιλήσει για τη Βέμπο και τον Τραϊφόρο που τους «σνόμπαρε» νέος, για τον Νταλάρα που τον πίκρανε, για φίλους που τους απομάκρυνε. Όταν η χώρα γέμισε με «συμβολικές» συγγνώμες, εκείνος διάλεξε τις κυριολεκτικές, που κοστίζουν.
Υπάρχει ένα σημείο όπου οι νεκρολογίες γίνονται ανυπόφορες: όταν εξιδανικεύουν. Ο Σαββόπουλος, ευτυχώς, μας έλυσε τα χέρια ο ίδιος. Μας άφησε τις αδυναμίες του ως υλικό μνήμης. Μας είπε πόσο ακαριαία μπορεί να γίνει ένας «ευαίσθητος καλλιτέχνης» στρίγκλα. Μας μίλησε για το βάρος της ντροπής. Μας θύμισε ότι η τρωτότητα είναι η μόνη γέφυρα με τους άλλους, κι ας πονά. Ένας μύθος που διατηρεί την αξία του, ακριβώς επειδή αναιρεί τον εαυτό του.
Τι μένει
Μένουν τα τραγούδια; Προφανώς. Μα μένει κυρίως η μέθοδος: να κοιτάς την Ελλάδα χωρίς δικαιολογίες και χωρίς κυνισμό. Να τη σατιρίζεις επειδή την αγαπάς και να την αγαπάς παρότι την έχεις ξεμπροστιάσει. Να βάζεις δίπλα δίπλα τον Απόστολο Παύλο και τον Τσιτσάνη, τον Ντύλαν και το εκκλησάκι στο Παγκράτι, τον μπαγλαμά και την ηλεκτρική κιθάρα Fender, την προσευχή και το καλαμπούρι. Να λες «Ας κρατήσουν οι χοροί» χωρίς να υπόσχεσαι πως «όλα θα πάνε καλά»: απλώς να κρατήσουν, για να αντέξουμε.
Κι ακόμη, μένει το μάθημα της ειλικρίνειας. Ενός άντρα που τόλμησε δημόσια να παραδεχτεί «χτύπησα τα παιδιά μου», που μίλησε για την πατριαρχικότητα που τον έπνιγε, που είπε συγγνώμη με τα μικρά γράμματα της καθημερινής γλώσσας, όχι με τα μεγάλα της τηλεόρασης. Που, γυμνός σε μια γωνιά νοσοκομείου, θυμήθηκε ότι η αξιοπρέπεια δεν είναι επίδειξη, είναι παράδοση εαυτού στα χέρια των άλλων -και βρήκε την ανάσα του την ώρα που οι νοσηλεύτριες του φόρεσαν καθαρές πιτζάμες και του ευχήθηκαν «Χρόνια Πολλά».
Ο τελευταίος αποχαιρετισμός
Αν κάτι δίδαξε ο Σαββόπουλος -πέρα από το πώς στήνεις μια μεγάλη ελληνική πρόταση που γίνεται ρεφρέν- είναι το ότι ο καλλιτέχνης οφείλει να μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μας. Να μας επιτρέπει να τον βλέπουμε να σπάει, να μετακινείται, να διαψεύδεται, να ξαναφτιάχνεται. Από το «παιδί με την κιθάρα» ως τον «δάσκαλο που αφηγείται», από τον σαρκασμό ως την προσευχή, από τη νηφαλιότητα ως τον πανικό όλο αυτό το τόξο ήταν τα ελληνικά μας.
Δεν γλιτώνουμε τις κοινοτοπίες στους αποχαιρετισμούς. Θα ειπωθεί ότι «άφησε δυσαναπλήρωτο κενό». Μόνο που στην περίπτωσή του αυτό δεν είναι κοινοτοπία. Γιατί ο Σαββόπουλος δεν κάλυψε μια θέση· έφτιαξε ένα πεδίο.
Σ’ αυτό περπατήσαμε όλοι: μουσικοί που τον μιμήθηκαν, νέοι που τον αμφισβήτησαν, ακροατές που τον αγάπησαν και τον βαρέθηκαν και τον ξαναγύρεψαν, οικογένειες που τραγούδησαν μαζί του σε γιορτές και κηδείες, πλατείες που ένωσε για ένα ρεφρέν.
Κι αν θέλουμε ένα τελευταίο σημάδι, ας είναι ένα ρεφρέν. Όταν όλα γύρω μοιάζουν «χύμα», όπως γράφει ο τίτλος του βιβλίου του, ο μόνος τρόπος είναι να τα πάρεις αγκαλιά. Να πεις «ναι, έτσι είναι» και να τραγουδήσεις από την αρχή. Ο Διονύσης Σαββόπουλος μας έμαθε να σκεφτόμαστε τραγουδώντας. Αυτό δεν τελειώνει. Ας κρατήσουν οι χοροί. Πάντα να ανταμώνουμε με τα τραγούδια του. Γιατί αυτό σημαίνει ότι θα αντέχουμε.