Eίδαμε την καθηλωτική πρεμιέρα του Δημήτρη Παπαϊωάννου με το «Ιnk» στο Μέγαρο Moυσικής [εικόνες]

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στο Ιnk, φωτογραφημένος από τον Julian Mommert

Εβδομήντα λεπτά ατόφιας μέθεξης, αμετακίνητης συγκίνησης, στην αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής. Το νέο έργο του Δημήτρη Παπαϊωάννου, το Ink, ήταν μια τελετή καταβύθισης στα παράδοξα εκτυφλωτικά σκοτάδια του κορυφαίου δημιουργού.

Ο μεγάλος τελετάρχης της ψυχικής και εικονογραφικής ενδοχώρας μας, μας οδήγησε στα μυστήρια του.

Καταγωγικός. Βούτηξε στη ρίζα του ο παγκόσμιος Δημήτρης Παπϊωάννου, έφτασε ακόμα πιο βαθιά, σε αυτό που προϋπήρξε. Στη σπερματική κατάσταση, σαν το μελάνι που για τον ίδιο είναι το σπέρμα του χταποδιού. Η εικόνα του άνδρα που χτυπάει τριάντα φορές το χταπόδι στον βράχο, στιγμή θανατικού, σαδισμού και ύψιστου ερωτισμού. Και έτσι έκλεισε η παράσταση Ιnk, αφού ακούστηκε τριάντα φορές το χταπόδι να χτυπάει στη σκηνή της αίθουσας Τριάντη, από το χέρι του Δημήτρη Παπαϊωάννου, μια μηχανή μανίας και πάθους.

Το Ink είναι το πλήρες έργο του Δημήτρη Παπαϊωάννου, είναι η αυτοπροσωπογραφία του. Και τα μέσα που χρησιμοποίησε για αυτήν είναι άλλη μια καταγωγική αναφορά, αυτή τη φορά στην Αrte Povera. Eνα κόκκινο λάστιχο νερού, μια ντισκομπάλα, ένα χταπόδι, μια γυάλα, ένα μωρό -αντικείμενα από την αποθήκη του, το cabinet de curiosités του που ανέσυρε και έφτιαξε ένα έργο που εικαστικά θα έπρεπε να στέκει στο Guggenheim, στο Prado -αφού το ΕΜΣΤ δεν έχει σκεφθεί ότι θα ήταν τιμή του να παρουσιάζει ένα έργο, ένα θραύσμα έστω δημιουργίας του Δημήτρη Παπαϊωάννου.

Ο σπουδαίος Šuka Horn με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου στο Ink / Julian Mommert

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, μούσκεμα στη σκηνή, από το πρώτο δευτερόλεπτο, με ένα τεράστιο νάιλον να ορίζει τον τοίχο, τα όρια, ένα λάστιχο να πετάει νερό στη σκηνή και στο νάιλον παράγοντας ήχους και ένα χταπόδι στα χέρια του να πέφτει με δύναμη στο έδαφος. Εικόνα παιδικής ανάμνησης του δημιουργού -ένας ψαράς, σε έναν βράχο. Απόλυτη μοναξιά. Σαν κλεισμένος σε χώρο απομόνωσης, συντροφιά μόνο το νερό. Γεμίζει με το λάστιχο την γυάλα και το βλέμμα του χάνεται στο βάθος. Πώς περιμένεις να γεμίσει ένας κουβάς και δεν έχεις τίποτα να κάνεις και είναι σαν να σβήνεις μέσα σου, χωρίς σκέψεις, αδρανής για λίγα δευτερόλεπτα στον χρόνο. Αυτό το βλέμμα.

Μετά, το χέρι του δημιουργούσε μια δίνη μέσα στη γυάλα και αυτή ξεχείλισε στη σκηνή ξανά και ξανά. Ο μόχθος του ανθρώπου Ωσπου το έδαφος ανακινείται, ξεφλουδίζεται, κάτι σέρνεται, κάτι δονείται. Του πόθου τ’ αγρίμι, ένας άνδρας γυμνός, σαν πρωτόπλαστος, σαν να βγαίνει από το κουκούλι του. Δημιούργημα της φαντασίας του μαυροφορεμένου βωβού άνδρα στη σκηνή; Ανάγκη για να συνυπάρξει με κάποιον άλλο; Φαντασίωση; Και έτσι αρχίζει η μάχη, τα σώματα παλεύουν -αλλά όσο το μεγάλο κομμάτι πλαστικού τούς χωρίζει δεν ξέρεις αν θέλεις να το κρατήσουν αναμεσά τους ή να ενωθούν.

Ο ŠukaHorn, είναι σαν ένας Κούρος που έρχεται στο φως από ανασκαφή, μόνο που είναι ατόφιος, δεν έχει ίχνος σκόνης πάνω του, γλιστράει, πλάσμα του βυθού. Το σώμα του, είναι όλα τα σώματα μαζί που έχουμε δει επί σκηνής στα έργα του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Υβριδικά σώματα, σώματα τσίρκου, Αναγέννησης, λαχτάρας: όλα αυτά βρήκαν τη μονάδα στο σώμα και την έκφραση του Horn. Γυμνός και ολόλευκος αυτός, μελαχρινός ντυμένος στα μαύρα ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, σπαράζονται και σμίγουν για να μοιραστούν την τροφή. Τρομάζουν ο ένας τον άλλον, τον ξαφνιάζουν, τον εξουσιάζουν.

Ψάρια σπαρταρούν στη σκηνή (τα ψάρια είναι λαχτάρα αν τα ονειρευτείς έλεγε η γιαγιά μου) και μετά καταβροχθίζονται, η μουσική σε κάνει να νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ένα χωμάτινο δρόμο του Καϊρου ή της Βαγδάτης. Ανοίγει το ηχείο και μπαίνει ο ποταμός της μουσικής του Koρνήλιου Σελαμσή προς το τέλος της παράστασης κυρίως, για να βαθύνει τη σκηνική δράση θα έλεγες, να γίνει ένα κάδρο του πίνακα που έχει τοποθετηθεί στη σκηνή. Κόκκινο χρώμα, κόκκινο σακάκι ματαντόρ στον Παπαϊωάννου, το λάστιχο του νερού γίνεται λάσο, γίνεται σχοινί για να δεθεί γύρω από τον Σούκα και να τον μετατρέψει σε ατραξιόν τσίρκου, σε ένα πλάσμα ούτε άνθρωπο ούτε ζώο που προκαλεί το δέος, τον φόβο, τον πόθο. Σαν να κρεμόταν από μια μήτρα δεμένος με τον ομφάλιο λώρο, αιμάτινο.

Κρεμασμένος πάνω από την σκηνή αιωρείται. Η ντισκομπάλα πέφτει και σπάει. Λίγο πριν όμως είχε κάνει την αίθουσα Τριάντη, αυτή η απλή ντισκομπάλα, μια αίθουσα μουσείου με έκθεση της Γιαγόι Κουσάμα, με τους στροβιλισμούς, τις ατελείωτες μικρές αστραφτερές βούλες πάνω στο βαρύτιμο ξύλο της Τριάντη. Το τεράστιο που εκβάλλει από το ελάχιστο. Ο αλχημιστής Παπαϊωάννου. Λίγο πριν το τέλος, μόνος, κατάκοπος, παραδομένος, φέρνει το μωρό στην αγκαλιά και το θηλάζει. Τι σε τρέφει; Τι τρέφεις; Τα φώτα σβήνουν. Το αγρίμι εξαφανίζεται. Ο Παπαϊωάννου χτυπά τριάντα φορές (τις μέτρησα) το χταπόδι στη σκηνή. Τα φώτα έχουν σβήσει.

«Τι ήταν αυτό; Ηταν όνειρο;» ακούω να αναρωτιούνται γύρω μου. Φαντασίωση; Ηταν η στιγμή που η θνητότητα μεστώνει και μαζί ανταγωνίζεται το θεϊκό -φαντάζομαι όπως οι ψαράδες που μαζί με τα δίχτυα τους σήκωναν αρχαίες κεφαλές από το βυθό της θάλασσας.

Την ιστορία του Ink θα την βιώσει ο καθένας όπως είναι έτοιμος να την βιώσει από τη στιγμή που γεννήθηκε. Οι ερμηνείες είναι περιττές, δεν επιβάλλονται, είναι αφελές να το επιχειρήσει κάποιος εκ μέρους σας. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου, σε αυτό που ο ίδιος θεωρεί το πιο σκοτεινό του έργο, ανέβηκε μόνος στο ανατομικό τραπέζι, διέρρηξε το υγρό δέρμα του και μας άφησε να κοιτάξουμε μέσα του. Και αν νομίζαμε ότι η Πρώτη Υλη ήταν αυτό που είναι η ταυτότητά του, το Ink είναι η απόλυτη αποκάλυψη.

«Ελπίζω το Ink να μου επιστρέψει τον εαυτό μου», μου έλεγε ο Δημήτρης Παπαϊωάννου στο Blue Magazine, όσο ακόμα έκανε πρόβες για την παράσταση. Θα ήθελα πολύ να μάθω πώς νιώθει σήμερα, μια μέρα μετά την επίσημη πρεμιέρα μιας παγκόσμιας περιοδείας. Αυτό που ξέρω είναι ότι δημιούργησε ένα έργο Τέχνης. Και μας χάρισε, χάρισε στον κόσμο, την συγκίνηση που ακούει στο όνομα Šuka Horn.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ