Από μια λαϊκή αγορά του Μάντσεστερ στη New Bond Street του Λονδίνου, η διαδρομή της Πολίν Καρπίδα μοιάζει με μυθιστόρημα: ένα κορίτσι που έγινε μοντέλο, άνοιξε μπουτίκ στον Πειραιά, καθορίστηκε από τον Ιόλα, έφτιαξε μια συλλογή που σε λίγες μέρες περνά στο σφυρί του Sotheby’s με εκτίμηση 80 εκατομμύρια ευρώ.
Το διαμέρισμα της Πολίν Καρπίδα στο The Lancasters, απέναντι από το Hyde Park του Λονδίνου, δεν ήταν ποτέ απλώς μία κατοικία. Ήταν μια σκηνή.
Βιβλιοθήκες που λυγίζουν από το βάρος τόμων φιλοσοφίας και ψυχανάλυσης, ύφασμα λεοπάρ που γυαλίζει όπως το δέρμα ενός ζώου σε κίνηση, χάλκινα κλαδιά που στήνουν κρεβάτια σαν μικρά δάση, και στους τοίχους, πίνακες που θα έφταναν να γεμίσουν τρεις πτέρυγες μουσείου.

Εκεί, ανάμεσα στον Ρενέ Μαγκρίτ και τον Ιβ Τανγκύ, ανάμεσα στον Νταλί και τη Λεονορά Κάρινγκτον, έζησε η Πολίν Καρπίδα την ιδιωτική της μυθολογία. Μια ζωή που έμοιαζε με επιμελητήριο ονείρων.
Η τελευταία grande dame των συλλεκτών
Και τώρα, τον Σεπτέμβριο, ο Sotheby’s σηκώνει την κουρτίνα. Η συλλογή της «κυρίας με τα καπέλα και τα γράμματα που δεν τελειώνουν ποτέ», της τελευταίας, ίσως, grande dame των Ευρωπαίων συλλεκτών. Βγαίνει στην αίθουσα δημοπρασιών. Από τις 8 ως τις 19 Σεπτεμβρίου τα έργα τέχνης του θρυλικού διαμερίσματος που θα δημοπρατηθούν από τον οίκο Sotheby's θα εκτίθενται στη New Bond Street.
Η Evening Auction θα λαβει χώρα στις 17 Σεπτεμβρίου και η Day Sale στις 18 Σεπτεμβρίου, ενώ η online δημοπρασία θα διαρκέσει από 8 έως 19 Σεπτεμβρίου. 250 αντικείμενα διεκδικούν νέο ιδιοκτήτη, ενώ η συνολική αξία τους εκτιμάται στα 80 εκατομμύρια ευρώ. Η μεγαλύτερη πώληση συλλογής ενός ιδιώτη που έχει πραγματοποιήσει ποτέ ο Sotheby’s στην Ευρώπη.
Όσοι βρεθούν στο Λονδίνο θα δουν από κοντά τη θρυλική συλλογή: το «La Statue volante» του Μαγκρίτ, τις Μούσες του Γουόρχολ, σχέδια του Νταλί, σπάνιες σελίδες από το ιδιωτικό βιβλίο του σουρεαλισμού. Είναι μια έκθεση και μια σειρά δημοπρασιών που υπόσχονται να διαμοιράσουν ν την ιδιωτική της αφήγηση σε νέα σπίτια.
Η ιστορία βέβαια της θρυλικής Πολίν Καρπίδα, βέβαια, δεν ξεκινά στο Λάνκαστερ. Ξεκινά στο Μάντσεστερ. Η Πολίν Πάρι, γεννημένη το 1942 (ή ’43, ανάλογα ποια αφήγηση προτιμάς), κόρη μιας μητέρας που καθάριζε σκάλες πριν ακόμη ξημερώσει και ενός πατέρα που η επιληψία τον κράταγε στην ανεργία υποχρεωτικά. Στα δώδεκα της άρχισε να δουλεύει στη λαϊκή αγορά, στα δεκαπέντε της πήγε σε σχολή δακτυλογράφησης, στα δεκαεννέα της έγινε μοντέλο στο Λονδίνο.

Η μπουτίκ My fair lady στον Πειραιά
Υπήρχε, ήδη από τότε, κάτι πάνω της που τραβούσε την προσοχή, τα φώτα: τραγουδούσε στην αίθουσα με τις γραφομηχανές, έπαιζε την Ελάιζα Ντουλίτλ σε ερασιτεχνικό θίασο, σαν να προφήτευε η ίδια το δικό της My Fair Lady.
Η Ελλάδα μπαίνει στο κάδρο νωρίς. Στα είκοσί της η Πολίν μετακομίζει στην Αθήνα, ανοίγει μια μπουτίκ στον Πειραιά: «My Fair Lady», φυσικά. Εκεί γνωρίζει τον Κωνσταντίνο (Ντίνο) Καρπίδα — μηχανικό, από οικογένεια βιομηχάνων, άνθρωπο που μιλούσε με το ίδιο πάθος για μια γέφυρα και για ένα ποίημα.
Εκείνος αγόραζε ήδη έργα ζωγράφων του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα· εκείνη έφερε μαζί της τη διάθεση της μεταμόρφωσης. Όταν παντρεύτηκαν, το ζευγάρι μπήκε σε κύκλους που τότε έμοιαζαν απόμακροι: Παρίσι, Νέα Υόρκη, Λονδίνο, κοσμικά δείπνα, γκαλερί, ονόματα που στέκουν σαν άγκυρες στα υποσέλιδα των καταλόγων τέχνης.

Με μέντορα τον Αλέξανδρο Ιόλα στοχεύεις μόνο στο μεγαλείο
Κάπου εδώ, εμφανίζεται ο Αλέξανδρος Ιόλας και όλα παίρνουν φωτιά. Πρώτα κυριολεκτικά, γιατί η βραδιά της γνωριμίας ήταν από εκείνες που μύριζαν κερί, καπνό, ακριβό άρωμα. Κι έπειτα μεταφορικά, γιατί ο πρώην χορευτής που έγινε ο πιο εμβληματικός έμπορος τέχνης της μεταπολεμικής Ευρώπης είδε στην Πολίν κάτι από την παλιά του τέχνη: ρυθμό.
Της μίλησε για την προέλευση των έργων, για τη θεολογία των συλλογών, για εκείνη την ευγενή ιδιοτροπία που μετατρέπει ένα δωμάτιο σε δήλωση. Η συμφωνία τους ήταν απλή και σκληρή: θα διάβαζε, θα έβλεπε, θα ρωτούσε, θα ξαναέβλεπε. «Δέκα αριστουργήματα σε δέκα χρόνια», της είπε ο Ιόλας. «Όχι λιγότερα. Όχι γρηγορότερα».
Η δεκαετία του ’70 κλείνει, η ’80 ανοίγει, και το ζευγάρι μπαίνει για τα καλά στις αίθουσες πλειστηριασμών. Η Πολίν είναι πλέον η γυναίκα με τα διαμάντια που ανεβαίνει τα σκαλιά σαν να ανεβαίνει στη σκηνή και, όταν σηκώνει το paddle, το κάνει με τη βεβαιότητα ότι γράφει την επόμενη παράγραφο της συλλογής της.

Από τη συλλογή του Γουίλιαμ Κόπλεϊ το 1979 παίρνει τον Τανγκύ έναν ουρανό από αλατιέρα και νεφέλες, «Paysage au nuage rouge» και ένα πορτρέτο του Απολινέρ από τον Έρνστ που μυρίζει μελάνι και πολεμικό μεσοπόλεμο. Από τον Έντουαρντ Τζέιμς, τον ποιητή–μυθοπλάστη του Monkton House, κερδίζει μέσα από μάχη το «Le Sommeil» του Νταλί.
Και μετά είναι ο Άντι Γουόρχολ που μπαίνει στη ζωή της. Πρώτα η φωτογράφιση το ’78, ύστερα το δείπνο στο Λονδίνο, τα κοσμήματα που τους ενώνουν σαν παιδική συνωμοσία, οι αυτοπροσωπογραφίες «Fright Wig» που μοιάζουν με ηλεκτρικές καταιγίδες πάνω από το κεφάλι της δεκαετίας. Ο Άντι της χαρίζει ένα ροζ πορτρέτο, με αφιέρωση.
Στο μεταξύ, ο Ιόλας την μυεί από τον Μάγκριτ στον Έρνστ, από τον Μαν Ρέι στον Κουνέλλη, ολόκληρος ο εικοστός αιώνας παρελαύνει μπροστά της. Η Ελλάδα, εν τω μεταξύ, έχει γίνει όχι απλώς χώρος αλλά ρυθμός. Η Ύδρα γίνεται το καλοκαιρινό της σκηνικό: αυλές που μυρίζουν γιασεμί, θάλασσα που λειαίνει τις κουβέντες, καλλιτέχνες που έρχονται για να «λιαστούν, να κουτσομπολέψουν, να κολυμπήσουν» και στο μεταξύ να ετοιμάσουν μια μικρή έκθεση στο σύνθετό της.

Πώς δημιουργήθηκε το θρυλικό σπίτι απέναντι από το Hyde Park
Από το 1997 ως το 2021 τα «Hydra Workshops» λειτουργούν σαν ανεπίσημο εργαστήριο σχέσεων: η τέχνη γεννιέται δίπλα στο τραπέζι, ανάμεσα σε πειράγματα και αναμνήσεις, χωρίς να χρειάζεται κανείς να ψιθυρίζει σε ντελικατέσεν τόνους τη λέξη «θεσμός». Κι όταν, το 2023, ο Sotheby’s πουλά τα πράγματα της Ύδρας, το σφυρί πέφτει με το διπλάσιο της εκτίμησης. Το αρχείο ενός καλοκαιριού γίνεται αριθμός αλλά πριν γίνει αριθμός, ήταν ζωή.
Στο Λονδίνο, ο Ζακ Γκρανζ και ο Ντέιβιντ Γκιλ βοηθούν να στηθεί ο θρύλος των εσωτερικών χώρων στο σπίτι του Λονδίνου: καθρέφτες που ανοίγουν σαν παλιές σκηνές, καρέκλες που μοιάζουν με υπονοούμενα, κρυφοί φωτισμοί που κάνουν τις ζωγραφιές να ψιθυρίζουν. Ο Ματία Μπονέτι και η Ελιζαμπέτ Γκαρουστ αφήνουν μια λεοπάρδαλη–χαλί να ανασαίνει στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, ο Αντρέ Ντιμπρεϊγ σχεδιάζει ένα φωτιστικό που δεν χρειάζεται να ανάβει για να φωτίζει.
Οι Lalanne (ο Φρανσουά-Ξαβιέ και η Κλοντ) της χαρίζουν ένα κρεβάτι από χάλκινα κλαδιά, τόσο ρεαλιστικό που σχεδόν ακούς τα φύλλα να τρίβονται. Η Κλοντ φτιάχνει και κοσμήματα για την Πολίν: ένα ορχιδέα–κολιέ. Το «La Statue volante» του Μαγκρίτ, με την ήρεμη παράνοιά του, στέκει στο κέντρο του σπιτιού σαν ραχοκοκαλιά. Οι «Deux amies» του Πικάμπια, δανεισμένες από περιοδικά που κάποτε οι καθωσπρέπει άνθρωποι έκρυβαν κάτω από το κρεβάτι, γυαλίζουν σαν προάγγελοι της ποπ.
Ένα σχέδιο του Νταλί για τη Γκαλά, τρυφερό και ψυχρό μαζί, θυμίζει ότι πίσω από τα ρολόγια που στάζουν υπήρχε πάντα ένας χειριστής συναισθημάτων. Όλα αυτά ζουν δίπλα στο έπιπλο–ζώο, στο τραπέζι που στέκει σαν να ετοιμάζεται να περπατήσει, στις καρέκλες που έχουν μάθει να παίρνουν ανάσες.
Δεν υπάρχει ιεραρχία και αυτή είναι η μαγεία του χώρου. Ο Τανγκύ κοιτάζει ένα έπιπλο από λάκα· ο Μαγκρίτ συνομιλεί με ένα καθρέφτη–παράθυρο· ο Γουόρχολ με ένα μικρό, απροσδόκητο αντικείμενο από μπρούντζο. Όλα ισότιμα, γιατί όλα είναι εκδοχές της ίδιας εμμονής: να ζεις μέσα στην εικόνα μέχρι να γίνει αληθινή.
Η Πολίν έγραφε γράμματα με το χέρι δεκασέλιδα, με κεφαλαία που έσφιγγαν και καμπύλες που χαλάρωναν, τηλεφωνούσε αργά τη νύχτα, μιλούσε για καλλιτέχνες με τον τρόπο που άλλοι μιλούν για παλιούς εραστές. Πέρασαν από το σαλόνι της πρόσωπα που γέμιζαν βιβλία: ο Τζον Ρίτσαρντσον, η Παλόμα Πικάσο, ο Άντονι ντ’Όφει, η Σέιντι Κολς που θυμάται την Πολίν να μπαίνει πρώτη-πρώτη στο άνοιγμα της δικής της γκαλερί και να αγοράζει αμέσως σαν να αγόραζε φρεσκοψημένο ψωμί.
Η πυξίδα της Ύδρας
Υπήρχε πάντα η αίσθηση ότι η Καρπίδα μάθαινε γρήγορα και ξεχνούσε δύσκολα. Με την Ελλάδα η σχέση ήταν κάτι παραπάνω από «δεσμός». Η Ύδρα λειτούργησε ως θυρωρός προς το σύγχρονο: Γκρέισον Πέρι, Σίντι Σέρμαν, Κρίστοφερ Γουλ, Ρίτσαρντ Πρινς, Ρεβέκα Γουόρεν, Τζορτζ Κόντο: ονόματα που, αν τα βάλεις όλα μαζί, φτιάχνουν έντονα, επιθετικά καρέ. Στην Ύδρα, οι φιλίες της το διαμόρφωσαν σε πυξίδα. Αν η Αγγλία της έδωσε τη μέθοδο, η Ελλάδα της έδωσε τον τόνο.
Αυτό είναι, στο τέλος, το κλειδί της Πολίν Καρπίδα: έμαθε να βλέπει. Όχι να συλλέγει, να βλέπει. Να αναγνωρίζει πότε η ιστορία ενός έργου υπερβαίνει το ίδιο το αντικείμενο. Να αναμειγνύει χωρίς ιεραρχίες τον Τανγκύ με ένα τραπέζι–ζώο, τον Γουόρχολ με έναν καθρέφτη που μοιάζει να έχει πιει δύο μαρτίνι. Να φτιάχνει χώρους όπου η τέχνη δεν στέκεται, αλλά αναπνέει. Γι’ αυτό και η συλλογή της δεν μοιάζει με «συλλογή». Μοιάζει με σπίτι.
Και ένα σπίτι όταν ανοίγει—αφήνει πάντα πίσω του κάτι από τη ζέστη του. Η δημόσια έκθεση στο Λονδίνο θα είναι η μία ευκαιρία να αισθανθεί κανείς αυτή τη ζέστη από κοντά. Οι βραδινές και ημερήσιες πωλήσεις θα την μοιράσουν. Η διαδικτυακή δημοπρασία θα απλώσει τα ψίχουλα σε όποιον ξέρει να παρακολουθεί. Όμως ο μύθος, όπως συμβαίνει με τους μύθους, δεν διαλύεται στα σφυριά. Απλώς αλλάζει δωμάτιο.
Κάποιος θα πάρει το «La Statue volante». Κάποιος άλλος θα αποκτήσει την κλίνη με τα χάλκινα κλαδιά και, την πρώτη νύχτα, θα ορκιστεί ότι άκουσε τα φύλλα να τρίβονται. Ένας τρίτος θα λυγίσει μπροστά σε ένα σχέδιο του Νταλί και θα νιώσει ότι μια γραμμή μολυβιού μπορεί να σε κοιτάζει.

Στο τέλος της μέρας, αυτό που μένει είναι η διαδρομή: από την μπουτίκ στον Πειραιά (όπου το όνομα ενός μιούζικαλ έγινε πρόγραμμα ζωής) μέχρι τα σαλόνια όπου ένα κολιέ–ορχιδέα στάθηκε σαν μίνι στέμμα πάνω από το στέρνο. Από τις αίθουσες των δημοπρασιών όπου οι αριθμοί κάνουν ακροβατικά, μέχρι τα καλοκαίρια της Ύδρας όπου το νέφτι μυρίζει θάλασσα. Από τον Ιόλα που έδειξε τον δρόμο, μέχρι τους νεότερους που εκείνη στήριξε χωρίς να χρειαστεί να ανεβάσει τον τόνο της φωνής.
Η Πολίν Καρπίδα δεν ήταν ποτέ «συλλέκτρια» με την στεγνή έννοια. Ήταν σκηνοθέτρια. Έστησε μια παράσταση πολλών πράξεων. Αυτός ο Σεπτέμβρης στο Λονδίνο είναι η τελική υπόκλιση.

Πριν το σφυρί
Ακολουθούν μερικά χαρακτηριστικά έργα που θα δημοπρατηθούν:
René Magritte – La Statue volante: περίπου 12–16 εκατομμύρια ευρώ- το πιο αριστοκρατικό και εμβληματικό έργο της δημοπρασίας.
Andy Warhol – μεταξύ άλλων το εμπνευσμένο από τον Μουνκ The Scream (After Munch): 3 με 5 εκατομμύρια ευρώ
Salvador Dalí – η Γκαλά ζωγραφισμένη με μολύβι: εκτιμώμενη τιμή 300.000–500.000 ευρώ
Hans Bellmer – ζωγραφιά πριν τη φυλάκισή του στη Γαλλία (Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος): σημαντική, σκοτεινή ιστορική φόρτιση, εκτίμηση μέσα στη μεσαία χιλιάδα.
Dorothea Tanning – μυστικιστική ζωγραφιά με σκυλί: πρωτότυπη, λυρική, στα ύψη των εκτιμήσεων.
Claude Lalanne – η κλίνη από χαλκό σε μορφή κλαδιών και φύλλων: μοναδικό κομμάτι, εκτίμηση άνω των 2 εκατομμυρίων ευρώ.
Yves Tanguy – Paysage au nuage rouge: στοιχειώδης αλαζονεία ουρανών, από τη δημοπρασία του William N. Copley.
Picabia, Carrington, Picasso prints: ποικιλία εκτιμήσεων από μεσαία έως υψηλά επίπεδα, ανάλογα με την σπανιότητα και έκφραση.