Είδαμε τη νέα συναρπαστική, δυνατή σειρά του Netflix «Οι νεκρές», μια λατινοαμερικάνικη ιλαροτραγωδία με καυστικό μαύρο χιούμορ που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
Η Σεραφίνα Μπαλάδρο, η ηρωίδα στη νέα καθηλωτική σειρά του Netflix «Οι νεκρές» (Las Muertas – The Dead Girls), είναι μια καθολική θεούσα που κάνει στάση πρώτα για τάμα σε μοναστήρι, πριν πάει στο φούρνο του πρώην εραστή της για να τον ξεκάνει αδίστακτα, επειδή την εγκατέλειψε. Μαζί με την παραδόπιστη μεγάλη αδερφή της, την Αρκάνχελα Μπαλάδρο, έχουν ιδρύσει τους πρώτους πολυτελείς οίκους ανοχής/καμπαρέ στο Μεξικό.

Ένας νόμος περί ηθικοποίησης που ψηφίζεται στο μεξικανικό κοινοβούλιο, αλλά και μια σειρά από μέτρα για την καταπολέμηση της πορνείας, οδηγεί τις δύο γυναίκες από τον πλούτο στην παρακμή. Οι οίκοι ανοχής που έχουν στήσει κλείνουν και οι δύο γυναίκες αναγκάζονται να φυγαδεύσουν τα κορίτσια που είχαν στη δούλεψή τους, μέχρι να καταφέρουν να μεταπείσουν το διεφθαρμένο σύστημα να τις ξαναβάλει στο παιχνίδι.
Το βιβλίο από τον «κεφάτο Μπαλζάκ» της μεξικάνικης λογοτεχνίας
Η καλογυρισμένη σειρά βασίζεται στο ομότιτλο, εκπληκτικό μυθιστόρημα του συγγραφέα Χόρχε Ιμπαργκουενγκόιτια (1928-1983), με τίτλο «Οι νεκρές», το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Carnivora, σε μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη. Ο σκηνοθέτης Λουίς Εστράδα, με σεβασμό στο αριστούργημα του Ιμπαργκουενγκόιτια, αποτυπώνει άψογα, ισορροπώντας αριστοτεχνικά μεταξύ μαύρου χιούμορ, λατινοαμερικάνικου σουρεαλισμού και noir ατμόσφαιρας, το καθεστώς της διαφθοράς που κυριαρχούσε στο Μεξικό, με διαπλεκόμενους πολιτικούς, αστυνομικούς, ιερείς και δικαστές, οι οποίοι χρηματίζονταν για να κάνουν τα στραβά μάτια στο καρτέλ ναρκωτικών αλλά και στο εμπόριο σαρκός.

Ο Εστράδα τηρεί έξυπνα το λεπτό σαρκαστικό ύφος του Ιμπαργκουενγκόιτια, του αποκαλούμενου «κεφάτου Μπαλζάκ» της μεξικάνικης λογοτεχνίας, ο οποίος θέλησε να αφηγηθεί το 1977, μέσα από μια σαρκοβόρα ματιά που βγάζει αβίαστο γέλιο, τα αληθινά γεγονότα της αιματοβαμμένης υπόθεσης «Las Poquianchis»: Μιας μαφιόζικου τύπου εγκληματικής οργάνωσης δύο θρησκόληπτων αδερφών -και των παρατρεχάμενών τους- που διηύθυναν ένα κύκλωμα πορνείας, σκοτώνοντας τουλάχιστον 91 άτομα, από 1950 έως το 1964.

Το μαύρο χιούμορ που βγάζει τόσο το βιβλίο όσο και η σειρά, βασίζεται στη λεπτή, φίνα ειρωνεία η οποία ανθίζει από τις αντιθέσεις: εδράζεται στο κενό ανάμεσα στην απόλυτη θρησκοληψία και στην αδίστακτη αιμοσταγή δράση, στη σοβαροφάνεια του μεξικάνικου συστήματος και την βαθύτατη σήψη του, στον έρωτα και στην τρέλα, στη μητρότητα και στην αιμοβόρα, αδίστακτη τσιγκουνιά. Οι σκηνές του εγκλεισμού των εκδιδόμενων κοριτσιών και οι διαρκείς εναλλαγές των ρόλων θύτη και θύματος, είναι μια σπουδή για το πως ακόμα και η παραμικρή «εξουσία» που μπορεί να αποκτήσει ένα ον πάνω στο άλλο, μπορεί να διαφθείρει την ανθρώπινη φύση. Οι ιερόδουλες γίνονται από θύματα δυνάστες η μια για την άλλη, καταδίδοντας ή ξεκάνοντας η μια την άλλη για μια κουταλιά μισοβρασμένα φασόλια ή για μια μασέλα από χρυσά δόντια. Τα αδιόρατα, λεπτά σύνορα μεταξύ μαζοχισμού και σαδισμού, η βία και το ιερό, ο μαζοχιστής που -σύμφωνα με τον Ρενέ Ζιράρ- είναι κατά βάθος είναι ένας απογοητευμένος αφέντης, η φύση του κακού, η αγριότητα στην οποία μπορεί να οδηγήσει η καταπίεση και ο εγκλεισμός, όλα βρίσκονται στα έξι χορταστικά επεισόδια της σειράς «Οι νεκρές».

Από τα πλάνα της σειράς παρελαύνουν γονείς που πουλάνε τα παιδιά τους για 200 πέσος, περιχαρείς ιερείς που τσεπώνουν τουβλάκια από χαρτονομίσματα για ευλογήσουν μπορντέλα, εισαγγελείς που λαδώνονται για να θάψουν στους τόνους της γραφειοκρατίας φακέλους από ανίερες εγκληματικές υποθέσεις, εγκαίνια φωταγωγημένων καμπαρέ από τα οποία περνά όλη η φαυλότητα της μετεπαναστατικής μεξικανικής μπανανίας.

Οι αιμοσταγείς θεούσες με το τσεμπέρι
Οι αδερφές Μπαράδρο είναι φόνισσες και μαφιόζες, αλλά είναι και γυναίκες της διπλανής πόρτας. Κυκλοφορούν με μαντίλι στα μαλλιά και μαύρα φορέματα σε στυλ θεούσικης ρόμπας, κάνοντας τεμενάδες, γονυκλισίες, και σταυροκοπήματα, αλλά ταυτόχρονα σκορπώντας το θάνατο και στήνοντας ένα αισχρό σύστημα εκμετάλλευσης. Η νεαρή Σεραφίνα είναι παθιασμένη, αναζητώντας τον έρωτα αρχικά στο πρόσωπο ενός ανυποψίαστου φούρναρη που τρέχει να γλιτώσει όταν ανακαλύπτει ότι δεν έχει μπλέξει απλώς με μια συνοικιακή ματρόνα, μια μαστροπό μικρής κλίμακας, αλλά με μια αδίστακτη μαφιόζα.

Η αδερφή της ξημεροβραδιάζεται στο ταμείο του οίκου ανοχής μετρώντας ηδονικά τα τάλιρα, τα χαρτονομίσματα και τις πενταροδεκάρες. Πουλάει προστασία στα κορίτσια και μια διεστραμμένη εκδοχή μητρότητας, ενώ την ίδια στιγμή τις υποσιτίζει, τις βασανίζει και τις θάβει μία μία για να μην την καταδώσουν στην αστυνομία.

Τα σκηνικά, τα κοστούμια, το μοντάζ της σειράς είναι ποίημα. Μια συναρπαστική βουτιά στη δεκαετία του '50 και του '60. Δεν πέφτει ούτε καρφίτσα, δεν υπάρχει ούτε μια ραφή στον κόσμο που έχει χτίσει κινηματογραφικά o Λουίς Εστράδα. Οι ερμηνείες επίσης υποδειγματικές! Τόσο, καλογυρισμένη παραγωγή που δεν μιλάμε απλώς για σειρά, αλλά για ένα δυνατό, ατμοσφαιρικό φιλμ εποχής σε έξι μέρη διάρκειας πάνω από μίας ώρας το καθένα.
Η αληθινή ιστορία πίσω από το βιβλίο και τη σειρά του Netflix
Πώς μια συνηθισμένη φαινομενικά οικογένεια, στην επαρχία του Μεξικού, χτίζει ένα κύκλωμα μαστροπείας με τη στήριξη εισαγγελέων, δικηγόρων, αστυνομικών, στρατιωτικών και πολιτειακών αρχόντων; Οι «Las Poquianchis», τέσσερις αδερφές από την πολιτεία Guanajuato στην ενδοχώρα του Μεξικού, με τα ονόματα σιδηροδρόμους -María Delfina González Valenzuela (1912-1968), María del Carmen González Valenzuela (1918–1969), María Luisa González Valenzuela (1920-1984) και María de Jesús González Valenzuela (1924–1990)-, μέσα σε 14 χρόνια, από το 1950 έως το 1964, έστησαν μια επιχείρησης με οίκους ανοχής και καμπαρέ που τους απέφεραν τεράστιο πλούτο, αρκετό για να λαδώνουν ένα ολόκληρο σύστημα εξουσίας γύρω τους. Με έδρα το «Rancho El Ánge»l, δολοφόνησαν τουλάχιστον 91 άτομα (αλλά πολλοί κάνουν λόγο για περισσότερα από 150 ή 200 θύματα).

Κόρες αστυφύλακα και μιας θρησκόληπτης καθολικής μητέρας που πίστευε στη βασκανία, τα μάγια και τα δαιμόνια, τα κορίτσια που θα γίνονταν μεγαλώνοντας αρχηγοί κυκλώματος μαστροπείας, πέρασαν ζόρικα παιδικά χρόνια γεμάτα τρόμο, καθολικούς κανόνες, κώδικες αμαρτίας και τιμωρίες εξιλέωσης που περιελάμβαναν ακόμα και εγκλεισμό σε αληθινά κελιά φυλακής. Οι αδερφές González Valenzuela απαγορευόταν να φοράνε μακιγιάζ ή ρούχα που εξέθεταν τα κάλλη τους στα βλέμματα των αγοριών, ενώ έπρεπε να χαμηλώνουν το βλέμμα όταν περπατούσαν στο δρόμο γυρίζοντας από αγγαρείες ή το σχολείο. Όταν ο πατέρας τους σε καυγά σκότωσε έναν άντρα, τα κορίτσια, καθώς είχαν μόλις ενηλικιωθεί, βρήκαν την ευκαιρία να φύγουν από τον γονεϊκό έλεγχο που τους προκαλούσε ασφυξία. Για να επιβιώσουν άνοιξαν ένα καφενείο που όμως είχε αναδουλειές. Η μεγάλη αδερφή, μια ημέρα, βλέποντας έναν μέθυσο από το χωριό να κάνει σεξουαλική επίθεση σε μια νεαρή σερβιτόρα, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να βγάζει περισσότερα χρήματα αν στο καφενείο εκτός από καφέ σερβίριζε στους πελάτες και κορίτσια. Έτσι, άρχισαν να αγοράζουν σαν σκλάβες μικρά κορίτσια από φτωχές οικογένειες που τα έδιναν τάχα για να γίνουν υπηρέτριες. Η πορνεία απέφερε τόσα κέρδη στις αδερφές González Valenzuela που το παράνομο μαγαζί τους έγινε ολόκληρο δίκτυο μαστροπείας με υποκαταστήματα σε όλο το Χαλίσκο, το Γκουαναχουάτο και το Κερετάρο.

Καθώς η επιχείρηση μεγάλωνε, οι αδίστακτες ματρόνες έπρεπε να ξεφορτώνονται ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, ενώ πολλές από τις παράνομες εκτρώσεις οδηγούσαν στο θάνατο των άτυχων ιερόδουλων. Η σύλληψη μιας γυναίκας που γινόταν ο σύνδεσμος μεταξύ των φτωχών οικογενειών που έδιναν τα κορίτσια τους στις αδερφές González Valenzuela, οδήγησε τελικά την αστυνομία σε μια φρικτή ανακάλυψη: Σε ένα απόμερο ράντσο του οι αδίστακτες αδερφές είχαν θάψει «τα πτώματα ογδόντα γυναικών, έντεκα ανδρών και αρκετών εμβρύων.
Η τεράστια δημοσιότητα που πήρε η υπόθεση οδήγησε σε πολλές ακόμα μαρτυρίες και έκανε πολλά στόματα να ανοίξουν εκθέτοντας ένα ολόκληρο δίκτυο μιας οικογενειακής εγκληματικής οργάνωσης που σύμφωνα με το κατηγορητήριο «στρατολογούσε πόρνες μέσω παραπλανητικών αγγελιών για οικιακές βοηθούς». Παράλληλα, εκβιασμοί, δολοφονίες πελατών, χρηματισμός παραγόντων της τοπικής διοίκησης, πολιτικών προσώπων, στρατιωτικών και διεφθαρμένων αστυνομικών που άφηναν τις αδερφές ανεξέλεγκτες, αποκαλύφθηκαν σοκάροντας την κοινή γνώμη τόσο στο Μεξικό και σε όλη τη Λατινική Αμερική, αλλά και διεθνώς. Η δίκη των αδερφών González Valenzuela, αλλά και όλων εκείνων που συμμετείχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην εγκληματική τους δράση, έγινε το 1964, όπου οι αδελφές Γκονζάλες καταδικάστηκαν σε σαράντα χρόνια φυλάκισης η καθεμία.
- ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
- Ο Γατόπαρδος: Από τον Βισκόντι, στη φιλήδονη σειρά του Netflix -Ένα χάρμα οφθαλμών με την εκρηκτική Ντέβα Κασέλ
- Είδαμε τον νέο κύκλο της «Αυτοκράτειρας» στο Netflix -Ήταν η θρυλική Σίσσυ της Αυστρίας η Νταϊάνα του 19ου αιώνα;
- Νταϊάνα: Άβουλο πιόνι (κατά το The Crown), «αγία» ή μια χειριστική προδομένη γυναίκα που διψούσε για εκδίκηση;