Πάντα πιασμένοι χέρι-χέρι, παιδιά, με την αδελφή μου, μαύροι, εγώ έλεγα περίεργα το «ρο», με δυσλεξία και όλοι οι άλλοι απέναντι, μας κοιτούσαν περίεργα. Η αφήγηση του Εμμανουήλ Καραλή ρέει.
«20 βήματα. Τόσα με χωρίζουν από την επιτυχία ή την αποτυχία, το γέλιο ή το δάκρυ. Είναι τα βήματα που κάνω τρέχοντας για να πατήσω το κοντάρι μου και να πετάξω ψηλά».
Fly Manolo fly!
«Την αίσθηση στον αέρα δεν μπορώ να την εξηγήσω, ούτε όταν βουλιάζω στο στρώμα που θέλει να με καταπιεί, αλλά δεν».
Ο Εμμανουήλ Καραλής μιλάει με τις ώρες στον Νίκο Μιχαλόπουλο. Πρωταθλητής και εκείνος, συγγραφέας, στενός φίλος και συναθλητής του πατέρα του Μανόλο, Χάρη, έγραψε σε Α' πρόσωπο όλες τις σκέψεις, τις μνήμες, τις αναμνήσεις που επανέφερε ο Εμμανουήλ Καραλής κατά τις ατελείωτες καθημερινές κουβέντες τους στο προπονητήριο του ΟΑΚΑ.
«Όταν κοιτάς από ψηλά»
Δεν πρόκειται για βιογραφία, αλλά για μια κατάθεση ψυχής από έναν άνθρωπο, έναν αθλητή, που, όπως και ο συγγραφέας του βιβλίου Νίκος Μιχαλόπουλος, αποτελούν παράδειγμα για τους νέους.
Να έχεις πίστη στον εαυτό σου, κι αυτό το βιβλίο είναι ένα παράδειγμα πίστης. «Ακόμα κι όταν δεν υπάρχει φως, εσύ να το εφευρίσκεις» λέει ο Εμμανουήλ Καραλής.
Διαβάζω μονορούφι το βιβλίο «Όταν πετάς από ψηλά», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διόπτρα, στέκομαι στη σελίδα 170 «Στο σχολείο, μαύρος, με περίεργη ομιλία και να μην καταλαβαίνω τι μου γίνεται. Πόσο πιο διαφορετικός θα έπρεπε να είμαι για να θέλω να εξαφανιστώ;».
Στην παρουσίαση του βιβλίου ο Μανόλο δάκρυσε όταν είδε τους φίλους του, όταν μιλούσε για τους γονείς του και την κατά ένα λεπτό μεγαλύτερη αδελφή του Αγγελική, όταν όρθιοι τον χειροκροτούσαν φίλοι, γνωστοί, άγνωστοι, ο πρωθυπουργός της χώρας. Ένα παιδί που παρ' όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, τον ρατσισμό, την απόρριψη, με θάρρος και πολλή αγάπη από την οικογένειά του, δεν έχασε ποτέ το φωτεινό χαμόγελό του.

Ένα βιβλίο με αποσπάσματα από τη ζωή του, σαν ντοκιμαντέρ, και στιγμές που δεν ξεχνά ποτέ. Άλλωστε, τα όνειρα μπορούν να γίνουν πραγματικότητα. Δώστε τους μόνο λίγο χρόνο.
...Θυμάται ο Εμμανουήλ Καραλής
«Οι μαύροι δεν μπορούν να κάνουν επί κοντώ»
«Πιάνω το κοντάρι μου και προχωράω στον διάδρομο. Μια στιγμή τόσο μοναδική, αλλά τόσο πολύ προβαρισμένη. Δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά είναι κάτι πρωτόγνωρο. Μια απόκοσμη ησυχία απλώνεται και μάλλον την αντιλαμβάνομαι μόνο εγώ. Στο δικό μου μικρό αυτό σύμπαν επικρατεί σιγή αυτή τη στιγμή κι εγώ μπαίνω. Ο πρώτος από τους 20 βηματισμούς μου. Τώρα δεν υπάρχουν σκέψεις. Τίποτα απ’ αυτά που αντιπροσώπευε κάθε μου βήμα δεν υπάρχει στο μυαλό μου. Όλα είναι καθαρά και ανοιχτά μπροστά μου. Από τον πρώτο στον εικοστό διασκελισμό μια ανάσα δρόμος. Αλλά τι ανάσα!
To νικητήριο άλμα στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι
«Ανάσα ζωής. Το κοντάρι πατάει στη σκάφη και αρχίζω να το λυγίζω. Κάθε γραμμάριο του σώματός μου διαιρείται τόσο ομοιόμορφα σε κάθε χιλιοστό του κονταριού μου, που δεν αισθάνομαι να καταβάλλω προσπάθεια. Απλώς πετάω. Πετάω κι ανεβαίνω. Το κορμί μου σε μια κατακόρυφη θέση πάνω στο κοντάρι μου νικάει τη βαρύτητα, τους αντιπάλους, τα μέτρα, τον άνεμο. Νικάει τις αμφισβητήσεις, τις αρνήσεις, τον πόλεμο, τα "όχι", τα "δεν μπορείς". Νικάει το "οι μαύροι δεν μπορούν να κάνουν επί κοντώ". Νικάει εκείνο το κομμάτι του εαυτού μου που κάποτε πήγε να το πιστέψει και βυθίστηκε στην άβυσσο. Και τώρα είμαι τόσο μαύρος όσο ήμουν πάντα έξω μου και πιο φωτεινός από ποτέ μέσα μου, και συνεχίζω να πετάω. Το 5,90 είναι απλώς ένα στιγμιαίο όριο για αυτούς που βλέπουν το σώμα μου. Το άπειρο, όμως, είναι το όριο που ψάχνει τώρα η ψυχή μου για να μπορέσει να ανασάνει. Το ξέφωτο εκείνο που μπορεί να μας χωρέσει και να μας πει "φτάσατε", "είστε εδώ".
Αρχίζω να πέφτω προς το στρώμα και, καθώς ο πήχης παραμένει ακούνητος, η πτώση αυτή είναι η πιο λυτρωτική βουτιά σε έναν ωκεανό που μπόρεσα να κάνω θάλασσα και σιγά-σιγά λίμνη, μια μικρή γούρνα που χωρούσε μόνο εμένα και τελικά ένα ποτήρι νερό να ξεδιψάσω. Το στρώμα θέλει να με ρουφήξει μέσα του, αλλά δεν ζυγίζει κάτι για να μπορέσει να με κρατήσει. Κάθε βάρος από πάνω μου και κυρίως από μέσα μου έχει φύγει κι εγώ τρέχω να χωθώ στη μοναδική αγκαλιά που τώρα μπορεί να με χωρέσει».

H πίστη της μαμάς Σάρρας
«Τον χειμώνα, όταν όλα έδειχναν εχθρικά απέναντί μου, οι επιδόσεις μου έπεφταν, οι προκρίσεις μου καθυστερούσαν, οι ελπίδες μου χάνονταν, το παγκόσμιο πρωτάθλημα του κλειστού απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ και εγώ βυθιζόμουν σε ένα σύμπαν στο οποίο δεν ανήκα και δεν ήθελα να ανήκω, η μητέρα μου, σε μια τελευταία της προσπάθεια να με κάνει να παλέψω για να ξεφύγω από τον βάλτο που με τραβούσε μέσα του, με φώναξε και μου έδειξε ένα εισιτήριο. Ένα αεροπορικό εισιτήριο για τη Γλασκώβη. Την πόλη όπου θα διεξαγόταν το 19ο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Κλειστού Στίβου 2024.
Δεν καταλάβαινα τίποτα. Το εισιτήριο είχε εκδοθεί έξι μήνες πριν, όταν όλα ήταν τόσο ρευστά για τη συμμετοχή μου, και δεν μπορούσε να ακυρωθεί ούτε και τώρα, τελευταία στιγμή, που τα πάντα έδειχναν ότι ήμουν εκτός συμμετοχής. Οι αγώνες πρόκρισης είχαν ολοκληρωθεί κι εγώ ήμουν 16ος στην παγκόσμια κατάταξη, ενώ προκρίνονταν δώδεκα. Ποιο το νόημα; Γιατί τόσα λεφτά πεταμένα; Γιατί τόσες ελπίδες χαμένες; Γιατί τόση πίεση;
"Γιατί θα πας", μου είπε, "κι εγώ θα είμαι εκεί".
Το είχε δει στο όνειρό της, σε ένα από εκείνα τα όνειρα που πάντα έβλεπε στη ζωή της τη στιγμή που τα είχε ανάγκη. Εκείνο το πρωινό που ξύπνησε και μια μικρή αλλά πολύ ενοχλητική φωνή μέσα της της έλεγε: "Πήγαινε να βγάλεις ένα αεροπορικό εισιτήριο για τη Γλασκώβη, τώρα". Εκείνο το πρωινό που πηγαίνοντας να βγάλει το εισιτήριο είχε την αίσθηση μιας ελληνικής σημαίας να την αγκαλιάζει. Εκείνο το πρωινό που, μιλώντας με τη δική της μητέρα στην Ουγκάντα, άκουσε αυτό που περισσότερο από καθετί άλλο ήθελε και χρειαζόταν: "Παιδί μου, αυτό είναι η πίστη! Άκουσέ την. Εμπιστεύσου την και πήγαινε να βγάλεις γρήγορα αυτό το εισιτήριο".
Όταν λίγες μέρες πριν από τον αγώνα ο μάνατζέρ μου μας προετοίμαζε ψυχολογικά για τον οριστικό αποκλεισμό μου από το αγώνισμα, ούτε και τότε δεν έβγαλε για μια στιγμή από την τσάντα το εισιτήριό της, αμφισβητώντας το. Πώς από τη 16η θέση να φτάσεις στη 12η, που εξασφάλιζε την πολυπόθητη συμμετοχή; Πόσοι να ακυρώσουν; Πόσοι να φύγουν; Πόσοι να ανοίξουν τον δρόμο για μένα; Όμως, υπάρχει πάντα ένα συστατικό που μπορεί να φέρει τις μεγαλύτερες ανατροπές. Λίγες μέρες πριν από την έναρξη των αγώνων η Παγκόσμια Ομοσπονδία Στίβου ενημέρωσε την Ελληνική να με ειδοποιήσουν να είμαι σε ετοιμότητα, γιατί είχα ανέβει στη 13η θέση και ανά πάσα στιγμή μια νέα ακύρωση συμμετοχής άλλου αθλητή με έβαζε στο παιχνίδι. Πόσες άραγε πιθανότητες είχα; Πόσες ακόμα πιθανότητες είχα;
Δύο μέρες πριν μου ανακοίνωσαν πως θα αγωνιζόμουν κανονικά.
Λίγες μέρες μετά επέστρεφα από τη Γλασκώβη με το χάλκινο μετάλλιο του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Κλειστού Στίβου στο στήθος και τη μαμά μου να είναι εκεί να με χειροκροτεί. Πίστη λοιπόν! Αυτό είναι η πίστη! Ακόμα κι όταν δεν υπάρχει φως, εσύ να το εφευρίσκεις».
...Δυσλεξία
«Τις επόμενες μέρες που προετοιμαζόμουν για τους αγώνες που θα έκλειναν τη σεζόν και χωρίς να ξέρω τι μου επιφύλασσε η τύχη μου, τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Περνούσα από τη χαρά στη λύπη μέσα σε ελάχιστο χρόνο και αυτό με έβγαζε από τον πυρήνα μου. Όμως έπρεπε να παραμείνω εκεί, γιατί η αγωνιστική χρονιά δεν είχε τελειώσει ακόμα και ούτε ήθελα να τελειώσει εδώ, όμως κάτι πιο σημαντικό με ξεπερνούσε. Ο πόνος που υπήρχε γύρω μου. Και αυτό με μπέρδευε.
Σαν να συναντούσα ξανά τον εαυτό μου εκεί κάπου στο δημοτικό, στις πρώτες τάξεις, που τα πάντα έμοιαζαν πολύ δύσκολα για μένα. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έφταιγε, αλλά αυτό που για την αδερφή μου και τους συμμαθητές μου ήταν απόλυτα κατανοητό, για μένα ήταν στην καλύτερη περίπτωση δύσκολο ή, ακόμα χειρότερα, ένα χάος που δεν μπορούσα να βάλω σε τάξη».
«Ο αθλητισμός ήταν ο μοναδικός ίσως τρόπος να ξεπεράσω τη ματαίωση που βίωνα στο σχολείο»
«Σε πολύ λίγο η διάγνωση της δυσλεξίας θα έκανε την εμφάνισή της στη ζωή μου και η μάχη μου μαζί της θα κρατούσε χρόνια.
Μπορεί αυτός να είναι και ο δυσκολότερος αγώνας που έχω δώσει στη ζωή μου. Σε κάποιες άλλες καταστάσεις είχα να αντιμετωπίσω την αδικία των άλλων και το ήξερα. Εδώ είχα να αντιμετωπίσω τη δική μου ανεπάρκεια και δεν το κατανοούσα. Όταν οι δάσκαλοί μας ρωτούσαν αν είχαμε καταλάβει ό,τι μόλις μας είχαν πει και όλοι στην τάξη φώναζαν ένα αυθόρμητο δυνατό "ναι", εγώ ή στεκόμουν αμίλητος ή φώναζα κι εγώ "ναι", αλλά εννοούσα "όχι", και αυτό με πήγαινε πίσω. Τι κακό συνέβαινε επιτέλους μ’ εμένα; Είχα κι εκείνο το έντονο χαρακτηριστικό "ρο" στον λόγο μου και όλα μαζί ήταν ένα μείγμα πυρίτιδας έτοιμο να με ανατινάξει.
Μαύρος, με περίεργη ομιλία και να μην καταλαβαίνω τι μου γίνεται. Πόσο πιο διαφορετικός θα έπρεπε να είμαι για να θέλω να εξαφανιστώ;
Όμως δεν εξαφανίστηκα. Ξεκίνησα λογοθεραπεία και αθλητισμό ταυτόχρονα.
Η λογοθεραπεία ήταν ακόμα πιο δύσκολη για μένα από το ίδιο το σχολείο και κράτησε πολύ, αλλά μου έμαθε και πολλά. Κυρίως για τον εαυτό μου και τις αντοχές μου. Ο αθλητισμός από την άλλη ήταν χαρά, αλλά και σανίδα σωτηρίας. Έπρεπε να αποδείξω ότι είμαι καλός σε κάτι. Το σώμα μου έδειχνε να βοηθάει και αυτό δεν ήθελα να το χάσω. Μπορεί στην τάξη να μην κατάφερνα να ακολουθήσω όσο ήθελα, αλλά στο γήπεδο και στο στάδιο έπρεπε να τους είμαι απαραίτητος και έβλεπα ότι μπορούσα. Και συνέχισα. Ήταν ο μοναδικός ίσως τρόπος να ξεπεράσω τη ματαίωση που βίωνα στο σχολείο. Κουραζόμουν υπερβολικά να προσπαθώ και να μην τα καταφέρνω. Αναγνώριζα τις αδυναμίες μου και αυτό τώρα καταλαβαίνω ότι ήταν πολύ σημαντικό, γιατί, χωρίς ίσως να γινόταν απόλυτα συνειδητά λόγω ηλικίας, με έσπρωχνε εκεί όπου ένιωθα ότι θα μπορούσα να ζήσω αυτό που λέμε επιτυχία. Μια επιβράβευση για να κατορθώσω να ανεβάσω την απόδοσή μου, αλλά όχι χωρίς λόγο».
Η κατά ένα λεπτό μεγαλύτερη αδελφή του Αγγελική
«Η οικογένειά μου ήταν πάντα οι άγγελοί μου.
Η μητέρα μου κι ο πατέρας μου Αρχάγγελοι κι η Αγγέλω ίσως ο πιο κοντινός μου. Τη σκέφτομαι έντονα την Αγγελική. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η Αγγελική ήταν ένα βήμα πάντα μπροστά από μένα.
Γεννήθηκε ένα λεπτό πριν από μένα και για πολλά χρόνια μου άνοιγε τον δρόμο σε όλα. Όταν τα πρώτα χρόνια του σχολείου περνούσαμε δύσκολα, ήταν για μένα μόνιμα το καταφύγιό μου. Καλύτερη μαθήτρια. Καλύτερη αθλήτρια. Σε ό,τι κάναμε. Στο κολυμβητήριο, στις πολεμικές τέχνες, ακόμα και στον στίβο. Ήρεμη. Σίγουρη για τον εαυτό της. Σίγουρη για εμάς. Ατρόμητη και λιγομίλητη. Είχε έναν τρόπο να με ησυχάζει. Της έπιανα το χέρι και γινόμουν αυτός που ήθελα να είμαι. Λίγο πιο πολύ σαν κι εκείνη.
Ακόμα και τώρα, αν μου ζητήσεις να σου περιγράψω μια εικόνα που σημαίνει Αγγελική για μένα, θα σου περιγράψω την εικόνα που δύο μικρά παιδάκια, πιασμένα χέρι χέρι, πηγαίναμε στο σχολείο.
Σε όλα ήμασταν μαζί. Ξεκινήσαμε τα ίδια αθλήματα. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο. Αντιμετωπίζαμε την ίδια ακαταλαβίστικη εχθρότητα. Εμείς μοιάζαμε μεταξύ μας και όλοι οι άλλοι γύρω μας διαφορετικοί. Εμείς δεν βλέπαμε αυτή τη διαφορά. Ακούγαμε όμως τους άλλους να μιλάνε γι’ αυτή».
«Κανείς δεν ξέρει τη μάχη που έδωσες φέτος, μόνο ο εαυτός σου, και είναι πολύ περήφανος για σένα»
«Μια μέρα, καθώς γυρίζαμε από το σχολείο, αρκετά μεγαλύτεροι πια, στο γυμνάσιο μάλλον, ένας μεγάλος κύριος στον δρόμο μας πιάνει την Αγγελική κι αρχίζει να της φωνάζει: "Να πας στη χώρα σου. Βγάλε κι αυτά τα κοτσιδάκια και γύρνα πίσω". Ήθελε να του πει "Εγώ εδώ γεννήθηκα", αλλά δεν του είπε τίποτα. Ήταν η πρώτη φορά που την είδα να τα χάνει. Μου φάνηκε ξαφνικά τόσο μικρή, ώστε έπρεπε κάτι να κάνω. Και το έκανα. Έβαλα τις φωνές. Εγώ, που αισθανόμουν πάντα τόσο αόρατος, βγήκα μπροστά και την υπερασπίστηκα. Και αυτό ήταν κάτι που το χάρηκα πάρα πολύ. Σαν να ψήλωσα ξαφνικά και απέκτησα υπόσταση. Πολλές φορές αργότερα αυτή τη στιγμή θα τη σκεφτόμουν μέσα στους αγώνες μου και θα έπαιρνα θάρρος. Κάπου φέτος το καλοκαίρι διάβασα μια φράση που με έκανε να χαμογελάσω:
"Κανείς δεν ξέρει τη μάχη που έδωσες φέτος. Μόνο ο εαυτός σου και είναι πολύ περήφανος για σένα".
Ε λοιπόν, εκείνη η στιγμή ήταν μια τέτοια στιγμή για μένα και τώρα που το σκέφτομαι ήμουν πράγματι περήφανος για τον εαυτό μου. Οι πιο δύσκολες μάχες ίσως είναι αυτές που δίνουμε μέσα μας με τις ανασφάλειές μας, χωρίς να το ξέρει κανένας. Κι εγώ τότε έδινα πολλές τέτοιες μάχες, χωρίς να το συνειδητοποιώ ούτε εγώ ο ίδιος ή ακόμα και να το γνωρίζω. Ήμουν πολύ μικρός και αυτά που αντιμετωπίζαμε ήταν μεγάλα.
Δεν ήμασταν τα κλασικά δίδυμα με την Αγγελική, αλλά την ένιωθα πάντα σαν το άλλο μου μισό».

Η προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς στο Παρίσι
«O δρόμος αυτός δεν είναι μόνο τα χιλιόμετρα που έκανα μέσα στα στάδια, αλλά κυρίως έξω από αυτά. Αυτό το παιδάκι που κάποτε καθόταν φοβισμένο σε μια γωνιά του σχολείου του δεν υπάρχει πια. Ή μάλλον, για να το θέσω πιο σωστά, υπάρχει, είμαι ο ίδιος εγώ, αλλά στην εξελιγμένη του μορφή. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν το κυριότερο κίνητρό μου σε όλη αυτή την προσπάθεια ήταν η ανάγκη μου να δώσω μια απάντηση σε όσους με αμφισβήτησαν και με πλήγωσαν. Όμως τώρα ξέρω πως σίγουρα δεν ήταν ποτέ αυτό. Αυτό το καύσιμο καίγεται γρήγορα και σύντομα θα βρεθείς με άδειο ρεζερβουάρ.
Η αγάπη μου ήταν το κίνητρό μου. Η αγάπη μου για αυτό που έκανα. Μπορεί στο σχολείο να ήμουν εκείνο το μοναχικό παιδί που είχε ανάγκη να κρατάει το χέρι της αδερφής του, όμως στο σπίτι ήμουν εκείνος ο άλλος χαρούμενος μικρός που του άρεσε να σκαρφαλώνει στους τοίχους. Και αυτό που πραγματικά ήμουν και έβγαινε εκεί που υπήρχε ασφάλεια και αποδοχή, άντεξε και βρήκε τον τρόπο να επικρατήσει, γιατί απλά ήταν αληθινό και η αλήθεια έχει πάντα τη μεγαλύτερη δύναμη.
Ετοιμάζομαι να δώσω τον σημαντικότερο αγώνα της ζωής μου και καμία αρνητική σκέψη δεν έχει χώρο, ούτε γύρω μου, ούτε κοντά μου ούτε μέσα μου. Ούτε αρνητικοί άνθρωποι μπορούν πια να με λυγίσουν. Η ασπίδα μου είναι φτιαγμένη από υλικά που μάζεψα με πολλή προσοχή στις μάχες που έδωσα, αν και εγώ παραμένω άνθρωπος. Άνθρωπος με αδυναμίες, άνθρωπος με όρια, άνθρωπος με λάθη. Η ουσία όμως δεν είναι να μην κάνεις λάθη, αλλά να μην έχεις αλλοτριωθεί τόσο από τα λάθη, ώστε να μην τα βλέπεις ως λάθη».
Επιστροφή από το Παρίσι - Κώστας Χατζής
«Η τηλεόραση παίζει σχεδόν μόνη της τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Έχει περάσει η ώρα. Είναι πολύ αργά. Όλοι κοιμούνται. Πρέπει κι εμένα να με πήρε λίγο ο ύπνος. Μπορεί να είδα και όνειρο. Οι εικόνες από τις φωτιές δεν φεύγουν από το μυαλό μου. Πηγαίνω προς το κρεβάτι μου για να ξαπλώσω. Ψάχνω τα ακουστικά μου. Χρειάζομαι λίγη μουσική αυτή τη στιγμή που όλοι κοιμούνται και επικρατεί αυτή η ησυχία. Σκέφτομαι πως αυτό το βράδυ δεν θα είναι για όλους τόσο ήσυχο. Σκρολάρω στο κινητό μου την playlist μου.
Βρίσκομαι νοητά και πάλι, χωρίς να το θέλω, σε εκείνο το αεροπλάνο που μας έφερνε από το Παρίσι. Ξαναβλέπω τις εικόνες της καταστροφής από κάτω και παγώνω στην ιδέα του πόσο χαρούμενος θα μπορούσα να είμαι σήμερα. Αλλά δεν είμαι. Δεν μπορώ να είμαι. Η δική μας η χαρά θα πρέπει τελικά να συντονίζεται με τη χαρά των γύρω μας για να είναι πλήρης.
Πατάω το play και κλείνω τα μάτια μου. Ξέρω τι θέλω ν’ ακούσω.
Η φωνή του αγαπημένου μου Κώστα Χατζή μου ζεσταίνει τη ψυχή. Το σώμα μου κάπως κρυώνει.
Ακούω…
«Πολύ με πίκρανες ζωή.
Μακριά θα φύγω ένα πρωί.
Θ’ ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο,
να δω τον κόσμο από κει πάνω».
Σκέφτομαι ξανά πόσο με είχε ζορίσει τότε η δυσλεξία μου. Ίσως την είχα μεγαλοποιήσει στο μυαλό μου. Κάποιες φορές τη θεώρησα και πιο δύσκολη μάχη από εκείνη που έδωσα για τον ρατσισμό. Και μπορεί να ήταν. Γιατί είχε να κάνει μ’ εμένα και τις ανεπάρκειές μου, ενώ ο ρατσισμός είχε να κάνει με τις ανεπάρκειες των άλλων. Τότε δεν το καταλάβαινα. Το αισθανόμουν, αλλά δεν το καταλάβαινα. Ήμουν μικρός ακόμα.
Χαμογελάω και ταυτόχρονα τα μάτια μου τα αισθάνομαι υγρά, αν και είναι απόλυτα κλειστά.
Το τραγούδι πλησιάζει στο τέλος του και ο κύριος Κώστας ξαναλέει, σαν να θέλει να μου δώσει μια λύση και μια προοπτική:
"Πολύ με πίκρανες ζωή.
Μακριά θα φύγω ένα πρωί.
Θ’ ανέβω σ’ ένα αεροπλάνο,
να δω τον κόσμο από κει πάνω".
Τον είδα σήμερα, σκέφτομαι, αλλά δεν μου άρεσε και πάρα πολύ.
Και ο κύριος Κώστας αυτόματα μου απαντάει:
"Αγαπημένε μου, μην κλαις,
πάμε μαζί ψηλά, αν θες,
να δεις τη γη απ’ τη σελήνη,
ένα φεγγάρι είναι και κείνη".
Κι εγώ σκέφτομαι αυτόματα:
"Όταν κοιτάς από ψηλά,
μοιάζει η γη με ζωγραφιά
κι εσύ την πήρες σοβαρά
κι εσύ την πήρες σοβαρά".
Πόσο δίκιο έχετε τελικά!
Πόσο δίκιο έχετε!
Δεν ξέρω αν έχω πάρει τα πράγματα πολύ στα σοβαρά, όμως ξέρω στα σίγουρα πως θέλω να είμαι ένα από τα χαρούμενα χρώματα αυτής της ζωγραφιάς».

Εμμανουήλ Καραλής: «Όταν κοιτάς από ψηλά», από τον Νίκο Μιχαλόπουλο
Εκδόσεις Διόπτρα