Από το 18ο αιώνα του Παρισιού ως τους κήπους του Μαρακές και τις νευρικές ανάσες της Νέας Υόρκης, η μόδα αυτόν τον μήνα δείχνει το πραγματικό της πρόσωπο: κληρονομιά που επανερμηνεύεται.
Η Acne Studios κατοικεί ένα γαλλικό μέγαρο σαν μανιφέστο για την Ευρώπη, ο Saint Laurent μετατρέπει την ιδιωτική Villa Oasis σε άσκηση μνήμης και ο Calvin Klein, μέσα από τη Βερόνικα Λεόνι επιχειρεί να ξαναγράψει τους κώδικες του αμερικανικού μινιμαλισμού.
Ένα hôtel particulier του 18ου αιώνα και ένα εργαστήριο του Μεσοπολέμου: στο ιστορικό Παρίσι η νέα έδρα της Acne Studios

Ενα hôtel particulier του 18ου αιώνα «δεμένο» με ένα εργαστήριο του 1930, χρυσοποίκιλτα γύψινα που αγγίζουν υαλότουβλα και μπετόν. Μπορείς σχεδόν να ακούσεις τους μεντεσέδες να τρίζουν ανάμεσα στους αιώνες. Είναι η νέα έδρα της σουηδκή Acne Studio και αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό, κοινωνικό, αστικό εγχείρημα με τόλμη.
Εδώ αποφάσισε ο Τζόνι Γιόχανσον, συνιδρυτής και ήσυχος επαναστάτης της σκανδιναβικής κομψότητας, να συγκεντρώσει την περιπλανώμενη αυτοκρατορία του. Για χρόνια το σουηδικό label προστάτης του εκτός νόρμας denim και των δερμάτινων ρούχων με χειρουργική ραφή, διατηρούσε διάσπαρτα γραφεία στο Μαραί.

Τώρα όλα συγκλίνουν στο 10ο διαμέρισμα, μια γειτονιά που κάποτε όριζαν τα εργατικά λιμάνια και τα καφέ των μεταναστών και που σήμερα, αναπόφευκτα, γεμίζει start-ups και μπαρ που σερβίρουν καφέ με γάλα αρακά. Σε μια πόλη που συχνά κατεδαφίζει το παρελθόν για χάρη του κέρδους, η απόφαση της Acne είναι μια χειρονομία πολλαπλών αναγνώσεων.

Οι εσωτερικοί χώροι, σχεδιασμένοι από το στούντιο Halleroed, είναι ένα παιχνίδι καθρεφτών και αντιθέσεων. Στο παλιό σαλόνι μένουν ανέπαφες οι χρυσοποίκιλτες γύψινες λεπτομέρειες και τα μαρμάρινα τζάκια, μόνο που ανάμεσά τους δεσπόζουν τραπέζια από βουρτσισμένο αλουμίνιο και μια πολυθρόνα του Max Lamb στο χρώμα της σεληνιακής πέτρας.
Λίγο πιο πέρα, το πρώην εργαστήριο κρατά το σκυρόδεμα και την καμπύλη οροφή από υαλότουβλα, ενώ οι ροζ ανοδιωμένες ραφιέρες φωτίζουν δερμάτινα μπουφάν σε βαθυκόκκινο χρώμα και τις καινούριες γραμμές τζιν. Στο υπόγειο, η καντίνα τυλίγεται σε βαθύ λουλακί, μια διακριτική αναφορά στο ύφασμα που έστησε το brand.

Η τέχνη διαπερνά τον χώρο. Ένα γλυπτό του Daniel Silver καλωσορίζει τους επισκέπτες στην αυλή, μισό ανθρώπινο μισό ορυκτό. Κηροπήγια της Sylvie Macmillan στάζουν ασήμι πάνω στο παρκέ. Η λιτή μεταλλική επίπλωση του Lukas Gschwandtner συνομιλεί με τα ορνέ στοιχεία του 18ου αιώνα, ενώ φωτογραφίες από το Acne Paper το περιοδικό του οίκου, σκαρφαλώνουν τις σκάλες του κτιρίου. Ακόμη και οι καναπέδες από ροζ βινύλιο του Lamb μοιάζουν περισσότερο με γλυπτά παρά με έπιπλα.
Ένα σουηδικό brand μέσα σε γαλλικό αριστοκρατικό μέγαρο, με ένα εργαστήριο μοντερνισμού προσαρτημένο στη ροκοκό μεγαλοπρέπεια και μια ομάδα σχεδιαστών από κάθε γωνιά του χάρτη. Μνήμη και μετανάστευση, λαμπρότητα και τραχύτητα, εθνική ταυτότητα και ένωση. Όλα δεμένα με ροζ ανοδιωμένες βίδες.

Το κτίριο γίνεται τρισδιάστατο mood board. Η ιστορία δεν εκτίθεται∙ φοριέται. Ένα brand γνωστό για τη λιτότητά του συνθέτει μια ερωτική επιστολή στο παρελθόν της πόλης και ένα διακριτικό μανιφέστο για την ίδια την Ευρώπη. Καμία διαγραφή, καμία ψεύτικη αρμονία. Μόνο η σκληρή, όμορφη δουλειά της συνύπαρξης.
Η πρώτη καμπάνια μόδας που φωτογραφίζεται στο θρυλικό σπίτι του Yves Saint Laurent στη Villa Oasis του Μαρακές -Το τόλμησε ο Anthony Vaccarello

Μαρακές, η πόλη που δίδαξε στον Yves το χρώμα: Κοβάλτιο και ώχρα, μωσαϊκά που γυαλίζουν κάτω από τον ήλιο, φοίνικες που σκύβουν σαν να ξέρουν μυστικά. Εκεί όπου ο νεαρός Γάλλος έφτασε το 1966 και αναγνώρισε αμέσως την παλέτα που θα άλλαζε το έργο του. Έφτιαξε το σπίτι με τους θρυλικούς κήπους.
Πενήντα εννέα χρόνια μετά, ο Anthony Vaccarello, καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου Saint Laurent, επιστρέφει στη ρίζα, όχι για να στήσει ένα ακόμη σκηνικό, αλλά μια μικρή τελετή ανάκλησης.

Η Villa Oasis, το ιδιωτικό σπίτι του Saint Laurent και του Pierre Bergé, σιωπηλό από τον θάνατό του το 2008, ανοίγει για πρώτη φορά τις πόρτες της σε καμπάνια. Στις εικόνες του φωτογράφου Drew Vickers για τη συλλογή, τα μοντέλα μοιάζουν να αιωρούνται. Το σπίτι καταπίνει τον χρόνο.

Η κατοικία, χτισμένη το 1931 για τον ζωγράφο Jacques Majorelle και σωσμένη από τον Yves και τον Pierre το 1980, παραμένει ένα μωσαϊκό ιστοριών: βενετσιάνικα τζάμια, λεοπάρ καναπέδες, πράσινα zellige που στάζουν νερό. Εδώ υποδέχονταν τον Andy Warhol και τη δυναστεία Getty, εδώ ο Saint Laurent έβρισκε την αφοβία του. «Η τόλμη που βλέπετε στο έργο μου τη χρωστώ σε αυτή τη χώρα», είχε πει.
Ο Vaccarello διαβάζει αυτό το παρελθόν χωρίς νοσταλγία. Τα ρούχα έχουν την αυστηρότητα μιας νυχτερινής τελετής: δέρμα που γυαλίζει σαν λάδι, σακάκια με έντονα τετραγωνισμένους ώμους, παλτά από μάλλινη κασμίρ που στέκουν σαν αρχιτεκτονικά τοτέμ. Φορέματα-κολόνες σε βαθύ μαύρο, αλλά και εκρήξεις χρώματος—μουσταρδί, κεχριμπαρένιο, καρμίνιο—που συναντούν το ηλεκτρικό μπλε του κήπου. Λεπτές, σχεδόν αυστηρές γραμμές, γάντια από σοκολατί δέρμα μέχρι τον αγκώνα, γόβες που θυμίζουν σμιλεμένο μέταλλο. Είναι βραδινή ένδυση που μοιάζει περισσότερο με πανοπλία παρά με διακόσμηση.

Το κολάζ των φωτογραφιών – μπλε ουρανοί, κίτρινα φορέματα, μοβ φύλλα – λειτουργεί σαν mood board για μια Ευρώπη που κοιτά τη Βόρεια Αφρική όχι ως εξωτικό άλλο, αλλά ως κομμάτι της δικής της μνήμης.
Κι εδώ κρύβεται η πολιτική νότα. Η Villa Oasis είναι αποικιακό απομεινάρι και ταυτόχρονα αντίλογος: γαλλική πολυτέλεια σε μαροκινό έδαφος, μια συμβίωση που ποτέ δεν είναι αθώα. Η καμπάνια το γνωρίζει και το χρησιμοποιεί· δεν εξωραΐζει, φωτίζει. Κληρονομιά που δεν κλείνεται σε μουσείο, αλλά συνεχίζει να πουλιέται και να μας στοιχειώνει.

Pom-poms, δέρμα και κώδικες: η δεύτερη πράξη της Βερόνικα Λεόνι ως καλλιτεχνική διευθύντρια του Calvin Klein

Η Νέα Υόρκη φέτος δείχνει κουρασμένη· μια εβδομάδα μόδας χωρίς ένταση. Στο Brant Foundation όμως, η Βερόνικα Λεόνι έδωσε σχήμα σε μια συλλογή Άνοιξη/Καλοκαίρι 2026 που ξαναγράφει τον κώδικα του Calvin Klein χωρίς να τον προδίδει. Xωρίς να έχει όμως και αυτό που αποκαλούμε wow effect.
Η ίδια μιλά για «ένταση ανάμεσα στην αποκάλυψη και την οικειότητα» και το βλέπεις σε κάθε look. Το σόου ανοίγει με σαλοπέτες-ποδιές από άκαμπτο μετάξι και βαμβάκι, καθαρές γραμμές που φέρνουν στο νου το αμερικανικό workwear. Ακολουθούν σακάκια με βαθιές καμπύλες στο μπούστο, σχεδόν γλυπτά, που αφήνουν να φανούν balconette σουτιέν από τεχνικά υφάσματα: μια μινιμαλιστική εκδοχή του αισθησιασμού.
Τα βραδινά κομμάτια ακροβατούν ανάμεσα σε μοναστική αυστηρότητα και υπόγεια πρόκληση: φορέματα-φουλάρια σε μεταξωτή drapé, ένα με αρχειακό φλοράλ του 1974, slip dress από τσαλακωμένο butter leather, παλτά-μανδύες σε γκρι κασμίρ που πέφτουν βαριά, σαν να αγκαλιάζουν το σώμα με μια αίσθηση προστασίας. Τα υβρίδια μοκασίνια-σνίκερς και οι μικροσκοπικές τσάντες -μερικές με κλειδιά κρεμασμένα στο λουρί-αποτυπώνουν το πρωινό της Νέας Υόρκης: κομψότητα χωρίς περιττό βάρος.
Η πιο τολμηρή χειρονομία είναι η ανασύνταξη της εμβληματικής κληρονομιάς των εσωρούχων. Η ελαστική λωρίδα με το λογότυπο Calvin Klein, παγκόσμιο φετίχ από τα 90s, περνά σε φορέματα, σε long johns, ακόμη και σε λουρί γυαλιών φορεμένο ως headband. Η ίδια παραδέχεται ότι «το brand ανήκει στους ανθρώπους πριν ανήκει σε μένα», και το δείχνει: τα εσώρουχα βγαίνουν στον δρόμο, γίνονται statement.
Και τα pom-poms; Εδώ δεν είναι θεαματικά όπως του Ραφ Σίμονς από την συλλογή που δημιούργησε για τον οίκο το 2017. Είναι καθαρά, δερμάτινα, επίπεδα σε χρώμα, σαν μινιμαλιστικά γλυπτά που αιωρούνται πάνω από slipdress και σιλουέτες cheerleader. Δεν πρόκειται για αντιγραφή, αλλά για αναγνώριση: όταν ένα μοτίβο μπαίνει στο DNA ενός οίκου, γίνεται κώδικας που επανερμηνεύεται.
Συνολικά, η Λεόνι προτείνει μια Νέα Υόρκη που ξυπνά και ξενυχτά με το ίδιο ρούχο: αστικά trench, γυμνές γραμμές, πολυτελή υλικά, ελάχιστο διακοσμητικό θόρυβο. Ένα στυλ καθαρό, αισθησιακό, με εκείνη τη μικρή «βρόμικη» λεπτομέρεια που κάνει τον Calvin Klein διαχρονικά σαγηνευτικό.