Η σκάλα αποκαλύπτει κάτι πολύ πιο φιλόδοξο: την ύπαρξη ενός πύργου-ορόσημου, ενός είδους «αστικού παρατηρητηρίου» που μπορεί να αλλάξει όσα νομίζαμε για τον ορίζοντα της αρχαίας πόλης.
Σχεδόν δύο χιλιετίες μετά την καταστροφή της Πομπηίας, ένα πέτρινο κλιμακοστάσιο που φαινόταν να οδηγεί στο πουθενά αποδεικνύεται κλειδί για να ξαναγραφτεί η εικόνα της πόλης. Στην πολυτελή κατοικία που οι αρχαιολόγοι ονομάζουν Casa del Tiaso, μια επιβλητική λίθινη σκάλα ανέβαινε μέχρι έναν χαμένο πλέον όροφο και σταματούσε απότομα μπροστά στο κενό.
Για δεκαετίες, τέτοια «τυφλά» αρχιτεκτονικά ίχνη θεωρούνταν απλώς απομεινάρια ορόφων που κατέρρευσαν. Σήμερα, χάρη στη λεγόμενη ψηφιακή αρχαιολογία, η ίδια σκάλα αποκαλύπτει κάτι πολύ πιο φιλόδοξο: την ύπαρξη ενός πύργου-ορόσημου, ενός είδους «αστικού παρατηρητηρίου» που μπορεί να αλλάξει όσα νομίζαμε για τον ορίζοντα της αρχαίας πόλης.
Η κατανόηση της καθημερινότητας των απλών κατοίκων
Ο Βεζούβιος το 79 μ.Χ. σκέπασε την Πομπηία με στρώματα λάβας, τέφρας και ερειπίων ύψους περίπου πέντε μέτρων. Όταν ξεκίνησαν οι ανασκαφές στα μέσα του 18ου αιώνα, τα ισόγεια και τα υπόγεια διασώζονταν εντυπωσιακά, όμως οι ανώτεροι όροφοι είχαν σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Για πολύ καιρό, ελάχιστοι ενδιαφέρονταν γι’ αυτά τα χαμένα επίπεδα: θεωρούνταν δευτερεύοντες χώροι, φτωχά δωμάτια για δούλους ή βοηθητικούς σκοπούς, τη στιγμή που η αρχαιολογική «δίψα» επικεντρωνόταν σε αγάλματα, τοιχογραφίες και πολυτελείς αίθουσες υποδοχής.
Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες, με τη στροφή προς την κατανόηση της καθημερινότητας των απλών κατοίκων, οι ερευνητές άρχισαν να αναζητούν συστηματικά τα αποτυπώματα των πάνω ορόφων. Τότε διαπίστωσαν ότι και οι πλούσιοι Πομπηιανοί χρησιμοποιούσαν εκτενώς αυτούς τους χώρους, με ίχνη πλούσιου εξοπλισμού και διακόσμησης.
Μία από τις πιο πολυτελείς οικίες της πόλης
Σε αυτό το πλαίσιο, η Casa del Tiaso αποδείχθηκε ιδανικό «εργαστήριο». Πρόκειται για μία από τις πιο πολυτελείς οικίες της πόλης, με μεγάλες αίθουσες συμποσίων, κήπο, ιδιωτικό συγκρότημα λουτρών και πλούσιες τοιχογραφίες. Σε ένα από τα ισόγεια δωμάτια δεσπόζει ένα μνημειακό πέτρινο κλιμακοστάσιο που οδηγεί σε έναν χαμένο πλέον δεύτερο όροφο.
Πάνω, κοντά στην κορυφή, διακρίνονται στη λιθοδομή σειρά από οπές για δοκάρια και ίχνη σε τοίχους, τα οποία οι ερευνητές ερμήνευσαν ως υποδοχές για ξύλινα πατώματα και πιθανότατα για δεύτερη, ξύλινη σκάλα. Όταν η γερμανική ομάδα του προγράμματος Pompeii Reset άρχισε να συνθέτει ψηφιακά τα στοιχεία, προέκυψε ένα σχήμα που δύσκολα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο από πύργος: μια κατακόρυφη κατασκευή τριών επιπέδων, ενταγμένη σε μια πολυτελή αστική κατοικία.
Η ιδέα του πύργου ίσως να μην ξενίζει τον σύγχρονο αναγνώστη, αλλά για την Πομπηία είναι σχεδόν επαναστατική. Οι πύργοι είναι γνωστοί από εξοχικές ρωμαϊκές βίλες έξω από τα τείχη, ως χώροι θέας, συμποσίων και επίδειξης πλούτου – ο Πλίνιος ο Νεότερος περιγράφει έναν τέτοιο πύργο στη δική του έπαυλη, από όπου απολάμβανε την ανατολή και τη δύση.
Η παράδοση θέλει τον Νέρωνα να παρακολουθεί την πυρκαγιά της Ρώμης από πύργο στους κήπους του Μαίκενα. Μέχρι τώρα, όμως, οι αρχαιολόγοι θεωρούσαν ότι τέτοιες κατασκευές δεν είχαν θέση στο πυκνό αστικό ιστό της Πομπηίας, όχι μόνο για τεχνικούς λόγους αλλά και για θρησκευτικούς: οι ναοί και τα ιερά όφειλαν να διατηρούν «καθαρούς» οπτικούς διαδρόμους για οιωνοσκοπία και τελετουργίες που βασίζονταν στην παρατήρηση του ουρανού και των πτηνών. Στην πόλη, αντί για πύργους, οι πλούσιες οικίες συνήθως επεκτείνονταν προς τα κάτω, σε ημιυπόγειες ή υπόγειες αίθουσες.
Το εύρημα έρχεται να ανατρέψει αυτή την εικόνα
Το εύρημα της Casa del Tiaso έρχεται να ανατρέψει αυτή την εικόνα. Εάν η ψηφιακή ανακατασκευή αποδειχθεί ορθή, έχουμε μπροστά μας ένα πρωτοφανές παράδειγμα αστικού πύργου, σχεδιασμένου για να μιμηθεί τη μεγαλοπρέπεια των εξοχικών βιλών: ένας χώρος όπου ο οικοδεσπότης μπορούσε να φιλοξενεί εκλεκτούς καλεσμένους στον πάνω όροφο, προσφέροντάς τους πανοραμική θέα στην πόλη και στον Κόλπο της Νάπολης, αλλά ίσως και στον νυχτερινό ουρανό.
Την εποχή εκείνη, η αστρολογία ήταν εξαιρετικά δημοφιλής, παρότι αυτοκράτορες προσπάθησαν κατά καιρούς να τη θέσουν υπό έλεγχο. Ένας τέτοιος πύργος θα ήταν ιδανικός για παρατήρηση άστρων, ενισχύοντας ταυτόχρονα το μήνυμα κοινωνικού κύρους: «είμαι τόσο ψηλά, ώστε βλέπω τον κόσμο από άλλο επίπεδο».
Το πώς φτάσαμε, όμως, σε αυτή την αναθεωρημένη εικόνα είναι εξίσου σημαντικό με το ίδιο το αρχιτεκτονικό σενάριο. Η ομάδα της Χούμπολτ και του Αρχαιολογικού Πάρκου Πομπηίας αξιοποιεί ένα οπλοστάσιο ψηφιακών εργαλείων: σαρώσεις LiDAR, φωτογραμμετρία, λήψεις με drones, τρισδιάστατα μοντέλα υψηλής ακρίβειας.
Οι ερευνητές συλλέγουν χιλιάδες επικαλυπτόμενες φωτογραφίες, χαρτογραφούν κάθε ανάγλυφο, κάθε οπή δοκού, κάθε ασυνέχεια στη λιθοδομή. Στη συνέχεια δημιουργούν ένα «ψηφιακό δίδυμο» του κτιρίου, μέσα στο οποίο μπορούν να δοκιμάζουν υποθέσεις: πώς θα στεκόταν ένα ξύλινο πάτωμα; πού θα μπορούσε να συνεχίζεται μια σκάλα; είναι δομικά εφικτό το βάρος ενός τρίτου επιπέδου;
Πόσο «ψηλές» ήταν στην πραγματικότητα οι αρχαίες πόλεις;
Η διαδικασία μοιάζει με αρχιτεκτονική αστυνομική έρευνα: μια υπόθεση διατυπώνεται, ελέγχεται, απορρίπτεται, διορθώνεται, συγκρίνεται με ανάλογες περιπτώσεις σε άλλα σπίτια της Πομπηίας. Το τελικό 3D μοντέλο δεν είναι αυθαίρετη «φαντασία» αλλά μία αυστηρά ελεγμένη εκδοχή, η οποία εκτίθεται στη διεθνή επιστημονική κοινότητα για κριτική.
Σε αντίθεση με τα παλιά δισδιάστατα σχέδια, που μπορούσαν να «κρύβουν» ανακρίβειες σε γωνίες που δεν απεικονίζονται, τα ψηφιακά μοντέλα οφείλουν να «στέκονται» από κάθε πλευρά. Έτσι, η ψηφιακή αρχαιολογία δεν είναι απλώς εντυπωσιακή εικόνα για το ευρύ κοινό, αλλά εργαλείο αυστηρού ελέγχου.
Η νέα εικόνα της πόλης που αναδύεται μέσα από αυτά τα μοντέλα δεν αφορά μόνο έναν πύργο. Θίγει ένα ευρύτερο ζήτημα: πόσο «ψηλές» ήταν στην πραγματικότητα οι αρχαίες πόλεις. Από τη νεολιθική Τσατάλ Χουγιούκ έως τις μεσαιωνικές ιταλικές πόλεις-πύργους, γνωρίζουμε ότι οι ιστορικοί οικισμοί συχνά διέθεταν πολύ πιο ανεπτυγμένο κατακόρυφο άξονα απ’ όσο δείχνουν τα σημερινά ερείπια.
Στην Πομπηία, μία πόλη όπου περίπου το ένα τρίτο παραμένει ακόμη θαμμένο, τα ψηφιακά δεδομένα υποδηλώνουν ότι ο ουρανός της δεν ήταν τόσο οριζόντιος όσο συνηθίζουμε να τον φανταζόμαστε. Το γεγονός ότι σε πολλές τοιχογραφίες της εποχής εμφανίζονται «φανταστικές» αστικές σκηνές με πύργους και πολυώροφες κατασκευές ίσως σημαίνει ότι αυτές οι σκηνές ήταν λιγότερο φανταστικές και περισσότερο αντανάκλαση της πραγματικότητας.
Παράλληλα, η ψηφιακή αποκατάσταση της Casa del Tiaso λειτουργεί ως πιλοτικό μοντέλο για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί η Πομπηία στο σύνολό της. Με πάνω από 13.000 δωμάτια ήδη ανασκαμμένα και ένα τεράστιο τμήμα της πόλης ακόμη κάτω από την τέφρα, δεν είναι στόχος να σκαφτεί «όλα» – οι αρχαιολόγοι συνειδητά αφήνουν υλικό για τις επόμενες γενιές.
Αντίθετα, η πρόκληση είναι να συνδυαστούν όσα ξέρουμε από παλιές ανασκαφές με όσα προσφέρουν οι νέες τεχνικές, δημιουργώντας ένα είδος ζωντανού, ενημερούμενου ψηφιακού αρχείου. Μέσα από εικονικές περιηγήσεις, οι επιστήμονες μπορούν να «μπαίνουν» σε χώρους που δεν υπάρχουν πια, να αναπαριστούν συμποσίες υπό το φως των λυχναριών στον πύργο της Casa del Tiaso ή να βιώνουν σχεδόν σωματικά τις ασφυκτικές συνθήκες εργασίας σε έναν αρτοποιείο-«σκλαβοπάζαρο» εντός της οικίας.
Το εύρημα του πύργου στην Πομπηία δεν είναι, λοιπόν, ένα ακόμη αρχαιολογικό «κουτσομπολιό» για την πολυτέλεια των λίγων. Είναι δείγμα του πώς η τεχνολογία μπορεί να ξαναδώσει ύψος σε πόλεις που ο χρόνος και οι καταστροφές ισοπέδωσαν, να επαναφέρει στον ορίζοντα μας τα χαμένα επίπεδα της αρχιτεκτονικής – και, μαζί τους, χαμένες όψεις της κοινωνίας.
Η Casa del Tiaso, με τη σκάλα της που κάποτε έμοιαζε να οδηγεί στο τίποτα, αποδεικνύεται ότι οδηγεί σε ένα νέο κεφάλαιο για την Πομπηία: μια πόλη που, ακόμη και μέσα από την τέφρα, εξακολουθεί να έχει ιστορίες να αφηγηθεί προς τα πάνω.