Η φετινή σεζόν της Εθνικής Λυρικής Σκηνής επενδύει στο παρελθόν, ανακυκλώνει την Ιστορία, ανανεώνει συνεργασίες και πατά στο αφήγημα του ασφαλούς μεγαλείου. Όμως, σε μια εποχή που η τέχνη καλείται να συνομιλήσει με την αβεβαιότητα, η πραγματική δοκιμασία βρίσκεται πέρα από τη διαχείριση του αρχείου.
Η Εθνική Λυρική Σκηνή ανοίγει τη νέα της σεζόν με μια φράση-σύνθημα που συμπυκνώνει όσο τίποτε άλλο τη στρατηγική της εποχής Κουμεντάκη στα ηνία του θεσμού: «Η όπερα του μέλλοντος από τη μήτρα του παρελθόντος». Πρόκειται για έναν τίτλο που λειτουργεί σαν πολιτιστικός μηχανισμός άμυνας και επίθεσης ταυτόχρονα. Από τη μία, καθησυχάζει, επενδύοντας στη μνήμη, στην κληρονομιά, στη βαρύτητα του αρχείου. Από την άλλη, υπόσχεται κίνηση, εξωστρέφεια, διεθνή ακτινοβολία.
Η σεζόν του 2025/26 φέρνει στο προσκήνιο όλο το οπλοστάσιο αυτής της λογικής: από τη θριαμβευτική επιστροφή της ΕΛΣ στην Επίδαυρο έπειτα από 65 χρόνια με τη «Μήδεια» του Κερουμπίνι όπου έλαμψε η Μαρία Κάλλας, μέχρι τις περιοδείες σε Κίνα και Ιταλία, τη φιλοξενία των Διεθνών Βραβείων Όπερας στην Αθήνα και τις αναβιώσεις-κλειδιά του ρεπερτορίου, η φετινή χρονιά δεν κρύβει ότι επενδύει στο «ασφαλές μεγαλείο».

Στην καρδιά αυτού του αφηγήματος βρίσκεται η «Μήδεια», η οποία αναβιώνει στην Επίδαυρο ως μια τελετουργική αναμέτρηση με τη μνήμη. Η παραγωγή αξιοποιεί το αρχειακό υλικό, τα σκηνικά, τα κοστούμια, τις μακέτες από την ιστορική παράσταση του 1961 με τη Μαρία Κάλλας και τον Αλέξη Μινωτή και τον Γιάννη Τσαρούχη, υπογραμμίζοντας ότι τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη.
Στον απαιτητικό ρόλο της Μήδειας, η Άννα Πιρότσι, διεθνώς καταξιωμένη υψίφωνος και ήδη δοκιμασμένη στη σκηνή της ΕΛΣ, καλείται να σταθεί απέναντι στον θρύλο της Κάλλας - όχι σε μια μίμηση, αλλά σε μια ελεγχόμενη συνομιλία με το αρχείο. Αν κάποιος καλείται να πάρει ένα μεγάλο ρίσκο σε αυτή την παραγωγή, δεν είναι άλλος από την Πιρότσι.

Το ίδιο συμβαίνει και στην Τζοκόντα του Πονκιέλλι, την παραγωγή που ανοίγει επίσημα τη σεζόν στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος. Συμπαραγωγή με το Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ και τη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, με τη σκηνοθεσία του Όλιβερ Μίερς και σκηνικά του Φίλιπ Φιρχόφερ, το έργο πατάει πάνω στη δόξα και στην ασφάλεια του καθιερωμένου ρεπερτορίου, αλλά προβάλλεται ως νέο μέσα από τη σκηνική ματιά των συνεργατών. Και εδώ, η Κάλλας δεν λείπει, αφού η Τζοκόντα συνδέεται με το διεθνές της ντεμπούτο το 1947 στη Βερόνα. Στη νέα εκδοχή, η Πιρότσι μπαίνει εκ νέου στο επίκεντρο, πλαισιωμένη από ονόματα-εγγυήσεις όπως η Ανίτα Ρατσβελισβίλι και ο Δημήτρης Πλατανιάς.

Η εξωστρέφεια φέτος εκφράζεται και με τρόπο πρακτικό: Η Τραβιάτα του Νίκου Πετρόπουλου ταξιδεύει στη Σενζέν της Κίνας, μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες μητροπόλεις του κόσμου, φέρνοντας μαζί της ελληνική υπογραφή και την Ορχήστρα, τη Χορωδία και μονωδούς της ΕΛΣ. Παράλληλα, το μπαλέτο Χρυσή Εποχή του Κωνσταντίνου Ρήγου, αφού ξεκίνησε από το Βελιγράδι και συνέχισε με την Αθήνα, θα κάνει στάση στην Κύπρο και στην Ιταλία, συνδέοντας την εθνική πολιτιστική παραγωγή με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Η παρουσίαση των Διεθνών Βραβείων Όπερας στην Αθήνα λειτουργεί ακριβώς πάνω στον ίδιο άξονα. Πρόκειται για μια διοργάνωση με συμβολική και επικοινωνιακή αξία, που ενισχύει το αφήγημα της ΕΛΣ ως παίκτη διεθνούς βεληνεκούς, χωρίς να διακυβεύει τίποτα στο επίπεδο της εσωτερικής καλλιτεχνικής ισορροπίας.

Μέσα σε όλα αυτά, η διαχείριση του παρελθόντος αποκτά καθοριστικό ρόλο. Το αφιέρωμα στον Νίκο Πετρόπουλο με τις αναβιώσεις των παραστάσεων «Τόσκα» και «Τραβιάτα» υπογραμμίζει ότι η Λυρική δεν πετά τίποτα. Αντιθέτως, ανακυκλώνει, φρεσκάρει και διαχειρίζεται με φροντίδα το κεφάλαιο των επιτυχιών της. Στην «Τόσκα», η ασπρόμαυρη αισθητική της παραγωγής επιστρέφει, θυμίζοντας κινηματογραφικό νεο-ρεαλισμό και εντάσσοντας το έργο στην ιστορική του συνθήκη, σε μια Ρώμη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου γεμάτη εσωτερικές συγκρούσεις.

Η πιο αναμενόμενη στιγμή του φετινού προγράμματος, ωστόσο, είναι ίσως η συνεργασία δύο παλιών φίλων και σταθερών σημείων της ελληνικής σύγχρονης τέχνης: Δημήτρης Παπαϊωάννου και Θεόδωρος Κουρεντζής συναντιούνται στη νέα εκδοχή του «Ρέκβιεμ» για το τέλος του έρωτα, σε μουσική Γιώργου Κουμεντάκη.
Ο Παπαϊωάννου δουλεύει ήδη από το φθινόπωρο πάνω στο έργο, οργανώνοντας μεγάλη οντισιόν και στήνοντας μια παραγωγή υψηλών απαιτήσεων. Είναι μια σύμπραξη-μαγνήτης, που υπόσχεται υψηλό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αλλά παραμένει κι αυτή μέσα στο πλέγμα των οικείων συνεργατών του Οργανισμού.
Στο πεδίο του χορού, η Ζιζέλ σε νέα παραγωγή, βασισμένη στην κλασική χορογραφία του Πετιπά, επιστρέφει για να επιβεβαιώσει τη σύνδεση της Λυρικής με τη ρομαντική κληρονομιά του μπαλέτου. Την ίδια στιγμή, το μιούζικαλ Ιζαντόρα Ντακ μεταφέρει στη μεγάλη σκηνή την τρυφερή ιστορία αυτογνωσίας που συνδέει το παραμύθι του Ασχημόπαπου με την πρωτοπόρο του σύγχρονου χορού Ιζαντόρα Ντάνκαν.
Ακόμα και η παρουσίαση της Flora mirabilis του Σαμάρα δεν είναι απλώς μουσική επιλογή: Είναι επένδυση σε μια εθνική μουσική ταυτότητα, μια πολιτιστική ανασκαφή που προβάλλεται ως απόδειξη ότι η ελληνική λυρική ιστορία δεν ξεκινά ούτε τελειώνει με τις εισαγόμενες παραγωγές.
Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, μιλάει για «πολιτισμό για όλους» και παλίμψηστο σε «διαρκή κίνηση», ενώ ο Κουμεντάκης κάνει λόγο για «δημιουργική επαναπροσέγγιση του παρελθόντος». Το μήνυμα είναι συνεκτικό: Η Λυρική θέλει να φαίνεται προοδευτική, αλλά δεν ακολουθεί το μοντέλο ρήξης. Επενδύει σε ό,τι μπορεί να θεωρηθεί μεγαλείο χωρίς ρίσκο.
Το μοντέλο αυτό έχει αναμφισβήτητα προτερήματα: ελληνική υπογραφή σε διεθνείς σκηνές, επαναξιοποίηση του αρχείου, ενίσχυση του πολιτιστικού brand της χώρας. Όμως, η συνεχής ανακύκλωση των ίδιων δημιουργών και η απουσία ριζικών τομών δημιουργούν τον υπόγειο φόβο ότι η φρεσκάδα εξαντλείται στο επίπεδο της διαχείρισης - όχι της ουσίας.

Η φετινή σεζόν της ΕΛΣ είναι καλοσχεδιασμένη, προσεκτική, αποτελεσματική, αλλά με όρια γνωστά. Το κοινό ενθουσιάζεται, η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει, η πολιτιστική εικόνα της χώρας αναβαθμίζεται. Όμως η πραγματική ερώτηση παραμένει: Πότε θα έρθει η στιγμή για την επικίνδυνη, αληθινή υπέρβαση;