Κριτική θεάτρου από τη Ματίνα Καλτάκη: Τέσσερις παραστάσεις ζητούν την προσοχή μας - iefimerida.gr

Κριτική θεάτρου από τη Ματίνα Καλτάκη: Τέσσερις παραστάσεις ζητούν την προσοχή μας

Τα Ορφανά
«Τα Ορφανά»
ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΛΤΑΚΗ

Μία από τις πολλές, σύνθετες δυνατότητες και λειτουργίες της σκηνικής τέχνης θα φανεί πολύτιμη στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον. Όταν λίγοι θα εξακολουθούν να διαβάζουν βιβλία, κάθε λογής κείμενα θα ζωντανεύουν στη σκηνή του θεάτρου. Δύο από τις τέσσερις παραστάσεις της εβδομάδας αποτελούν διασκευές/μεταφορές στη σκηνή λογοτεχνικών έργων.

Το 2019 ο Άρης Μπινιάρης είχε παρουσιάσει στο Θέατρο Πορεία «Το Ύψωμα 731», μια μουσικοθεατρική παράσταση που διαχειρίστηκε με εξαιρετικό τρόπο ένα ιστορικό γεγονός που λίγοι γνωρίζουν: το 1941, στο Ύψωμα 731, 20 χλμ. βόρεια της Κλεισούρας στην Αλβανία, επί 15 μέρες τέσσερις μεραρχίες και δύο τάγματα των Ιταλών σφυροκοπούσαν από ξηρά και αέρα τους άνδρες του 5ου Συντάγματος της I Μεραρχίας.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Το ύψωμα μπορεί να υποχώρησε από τους βομβαρδισμούς, αλλά οι Έλληνες δεν παραδόθηκαν, σε μια συνθήκη απίστευτης φρίκης και ασύλληπτης ανδρείας.

Ήταν μια παράσταση που μπορούσε να μιλήσει στους σημερινούς νέους για τον πόλεμο του ’40 πολύ καλύτερα από ώρες μαθήματος στη σχολική τάξη.

«Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», στο Σύγχρονο Θέατρο

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την παράσταση «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», μεταφορά στη σκηνή της αυτοβιογραφικής μαρτυρίας του Χρόνη Μίσσιου (1930-2012) από τη Σοφία Καραγιάννη και την ομάδα GAFF.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Τέσσερις ηθοποιοί (Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός, Γιάννης Μάνθος) αφηγούνται, σαν να μοιράζονται μνήμες από τα νεανικά τους χρόνια, τα δεινά που υπέστησαν όταν νεαρά αγόρια, με αγνές ιδέες και πάθος για έναν καλύτερο, μετά την συντριβή του ναζισμού, κόσμο βρέθηκαν έγκλειστοι σε φυλακές και τόπους εξορίας ως «εθνικοί εχθροί» του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού καθεστώτος.

Η σκηνική διασκευή στο Σύγχρονο Θέατρο επικέντρωσε στην αφήγηση των απάνθρωπων βασανιστηρίων των πρώτων κεφαλαίων του βιβλίου. Έλειψαν, κατά τη γνώμη μου, οι ανάσες που στο βιβλίο του αείμνηστου Μίσσιου (λ.χ. το απόσπασμα για το «χανουμάκι») ισορροπούν την οδύνη για όσα τράβηξε ο ίδιος και χιλιάδες άνθρωποι, θύματα των πιο σκοτεινών δυνάμεων της Ιστορίας και της ανθρώπινης φύσης. Επιπλέον, οι ηθοποιοί ακολούθησαν μια υποκριτική γραμμή υψηλής έντασης, που μπορεί να συνεπάρει μέρος του κοινού, αλλά και να εξαντλήσει θεατές με επιβαρυμένο ψυχισμό.

Ωστόσο, στο τέλος, η εγκαρδιότητα των αντιδράσεων από την πλατεία αποδεικνύει τη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας, και το μεγάλο ενδιαφέρον που υπάρχει για τη σχετικά πρόσφατη Ιστορία του τόπου μας - αυτήν που δεν διδάσκεται στα σχολεία και που οι νέοι εν πολλοίς αγνοούν.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Δεσμοί. Ιστορίες Ανοίκειας καθημερινότητας», στον Φούρνο

Πέντε ιστορίες από την αμετάφραστη ακόμη στα ελληνικά συλλογή διηγημάτων της Σαμάνθας Σβέμπλιν «Mouthful of Birds» (2008) μετέφερε στη σκηνή του θεάτρου Φούρνος η Μαρία Σάββα.

Η 45χρονη πολυβραβευμένη συγγραφέας από την Αργεντινή έχει ήδη αναγνωριστεί διεθνώς για το παράξενο, υπερ-ρεαλιστικό βλέμμα της στις σχέσεις των ανθρώπων και στη διαρκή ταλάντωσή τους μεταξύ της παράλογης πραγματικότητας και της λογικής των ψυχικών τραυμάτων, σ’ έναν κόσμο όπου οι επιθυμίες, τα όνειρα, οι φόβοι, αποκτούν «πραγματική» διάσταση.

Το πρωτότυπο υλικό και η διασκευή της Μαρίας Σάββα έχουν ενδιαφέρον και η παράστασή της θα έβρισκε τη θέση της στην πληθωρική, πολυφωνική θεατρική σκηνή της Αθήνας αν υπήρχε παραγωγή και προϋπολογισμός που να στηρίζει την προσπάθεια τη δική της και των ηθοποιών που ζωντανεύουν τις ιστορίες (Λευτέρης Καταχανάς, Αιμιλία Κεφαλά, Δημήτρης Παπακωνσταντίνου). Απαιτούνταν ευφάνταστες σκηνικές λύσεις για να στηθεί ο κόσμος μαγικού ρεαλισμού της Σβέμπλιν, που εδώ απουσίαζαν.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Επιβαρυντικό για την παράσταση είναι και το ότι από το 1998, που ξεκίνησε να λειτουργεί ως θεατρική σκηνή ο Φούρνος της οδού Μαυρομιχάλη, τίποτα δεν έχει αλλάξει στον χώρο, έχουμε δει πολλές παραστάσεις με πανομοιότυπη σκηνογραφική αντιμετώπιση (μία-δύο κουρτίνες, ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, προβολές στο βάθος) και η δυναμική της συνθήκης λειτουργίας του έχει καθηλωθεί.

«Τα Ορφανά» στο Θέατρο 104

Το 2009 στο Λονδίνο πρωτοπαρουσιάστηκαν τα «Ορφανά» του Ντένις Κέλι και, έναν χρόνο μετά, το έργο ανέβασε ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Σ’ εκείνη την παράσταση είναι που ξεχώρισε με την έξοχη ερμηνεία της η Μαρία Κίτσου, έχοντας δίπλα της δύο πολύ καλούς ηθοποιούς: τον Μιχάλη Οικονόμου και τον Όμηρο Πουλάκη.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Πέρυσι την άνοιξη επέλεξε να παρουσιάσει τα «Ορφανά» σε δική του, βραβευμένη απόδοση (Ευρωπαϊκό Βραβείο Θεατρικής Μετάφρασης Eurodram 2023) και σκηνοθεσία ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος. Ανήκει στους καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς που έχουν καλές ιδέες, δραματουργικές ικανότητες και αφοσίωση στη σκηνική τέχνη και οι οποίοι προσπαθούν να σταθούν, αντιμετωπίζοντας ένα σωρό δυσκολίες, στη θεατρική αγορά. Δουλεύοντας, ας πούμε, σε θέατρα όπου παίζονται αρκετές παραστάσεις μέσα στην εβδομάδα και ως εκ τούτου το σκηνικό πρέπει να είναι «λυόμενο» ή να αφορά σε λιγοστά σκηνικά αντικείμενα.

Ευτυχώς, τα «Ορφανά» δεν έχουν μεγάλες σκηνογραφικές απαιτήσεις. Η ιστορία εξελίσσεται στο καθιστικό ενός σπιτιού / διαμερίσματος σε κάποια σύγχρονη πόλη όπου οικογενειακά και κοινωνικά προβλήματα προκαλούν έξαρση της βίας και του ρατσισμού.

Έντιμη η προσπάθεια του Κωνσταντίνου Μάρκελλου. Επέλεξε να ερμηνεύσει ο ίδιος τον έναν από τους τρεις ρόλους, κι αυτό συνήθως λειτουργεί εις βάρος του τελικού αποτελέσματος.

Στα «Ορφανά» η ρεαλιστική συνθήκη υπονομεύεται από μια απειλή απτή όσο και αόριστη, υπάρχουν ανατροπές και αυξανόμενη ένταση σε μια συνθήκη όπου όλα κρίνονται από τις ερμηνείες των τριών ηθοποιών.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Οι ερμηνείες της Ελένης Στεργίου, του Χρήστου Παπαδόπουλου και του Κ. Μάρκελλου δεν είχαν διακυμάνσεις, δεν είχαν τις αναγκαίες αποχρώσεις που θα απογείωναν το ψυχολογικό θρίλερ του Κέλι.

Το σκηνικό και τα κοστούμια της Αρετής Μουστάκα (όλα μαύρα και κάπως «επίσημα» όταν, κανονικά, το ζευγάρι της ιστορίας απλώς ετοιμάζεται για το δείπνο) ατύχησαν να αναδείξουν την κοινοτοπία του Κακού, που μπορεί να είναι ολοφώτιστη και πολύχρωμη, σαν τις ευτυχισμένες οικογένειες των διαφημιστικών σποτ.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

«Το σπίτι» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση

Ο Δημήτρης Καραντζάς έχει σκηνοθετήσει μερικά από τα σημαντικότερα έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου -για την ακρίβεια είχε την ευφυΐα εξαρχής να προχωρήσει (με έτος εκκίνησης το 2008) και να διαμορφώσει συν τω χρόνω τη σκηνοθετική γλώσσα του μέσω της αναμέτρησής του με σπουδαία έργα.

Το «Σπίτι», που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στη Μικρή Σκηνή της Στέγης, μοιάζει σαν παρένθεση στην έως τώρα πορεία του: το κείμενο της παράστασης το έγραψε ο ίδιος. Πρόκειται για δύο μονολόγους που ερμηνεύουν ο Φιντέλ Ταλαμπούκας και η Αλεξία Καλτσίκη - ένα ζευγάρι που μένει σ’ ένα συνηθισμένο διαμέρισμα σε κάποια σύγχρονη πόλη.

Περίπου στη μέση της ωριαίας παράστασης ο άνδρας διαβάζει από ένα βιβλίο για μια χώρα/συνθήκη όπου επιφανειακά όλα έμοιαζαν υπό έλεγχο, με ήσυχους και ευγενείς πολίτες, καθησυχασμένους από πολιτικούς και παπάδες, παρότι η θερμοκρασία το καλοκαίρι έφτανε τους 47 βαθμούς Κελσίου και η χώρα είχε βουλιάξει από τους τουρίστες. Λίγοι αναγνώριζαν την ήδη εγκαθιδρυμένη δυστοπία και όσοι διαμαρτύρονταν απομονώνονταν ή/και «εξαφανίζονταν».

Προς το τέλος του «Σπιτιού», η Αλεξία Καλτσίκη, με μια εντυπωσιακή, πλήρους εντάσεως ερμηνεία, αποκαλύπτει τους εφιάλτες της, έναν κόσμο αβίωτο όπου η οικογένεια και οι καταπιεστικοί μηχανισμοί της έρχονται και συναντούν κρεματόρια και τόπους που αφανίζονται από πυρκαγιές.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Η δυστοπία, που έως τότε γίνεται ορατή μέσα από το παράθυρο/οθόνη (σκηνικό Κλειώς Μπομπότη) εισβάλλει στο Σπίτι, το Σπίτι ως καταφύγιο δεν υπάρχει και ο Άνθρωπος -και ο Θεός που τον έπλασε- δεν είναι η κορωνίδα αλλά το απόλυτο σφάλμα της Δημιουργίας.

Η παράσταση στηρίζεται στη σιωπή και σε μεγάλο μέρος της σε αδιάφορες κουβέντες που ανταλλάσσουν ο άνδρας και η γυναίκα (τόσο χαμηλόφωνα ώστε να μην ακούγονται).

Σε συνδυασμό με τις μικρές επαναλαμβανόμενες κινήσεις του ζευγαριού μέσα στα λίγα τετραγωνικά του Σπιτιού, η δράση δοκιμάζει την υπομονή του θεατή για το πρώτο 20λεπτο.

Μετά τον πρώτο, «ήσυχο» μονόλογο, ωστόσο, οι ρυθμοί αλλάζουν. Το παράθυρο γίνεται τηλεοπτική οθόνη που προβάλλει μόνο καταστροφές απ’ όλον τον κόσμο και η ένταση κορυφώνεται με τον μονόλογο της Καλτσίκη και τη διάλυση του Σπιτιού.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μου θύμισε πολλές άλλες παραστάσεις το «Σπίτι» του Δημήτρη Καραντζά: μεταξύ άλλων το «Μέσα» (2011) του Δημήτρη Παπαϊωάννου (χωρίς την ποιητικότητά του), τη θαυμάσια παράσταση «Απομίμηση Ζωής» του Ούγγρου σκηνοθέτη Κορνέλ Μουντρούτσο (Φεστιβάλ Αθηνών 2018, χωρίς την ένταση της «ρεαλιστικής» αποδόμησής του σπιτιού), τους έντονους, ενοχλητικής έντασης θορύβους που υιοθετεί ο Ρομέο Καστελούτσι σε κάποιες παραστάσεις του. Και το ίδιο το κείμενο, όμως, θυμίζει πολλά άλλα έργα με πρωταγωνιστές ένα ζευγάρι ή μια οικογένεια αποκλεισμένη στην ψευδή ασφάλεια του σπιτιού τους, όταν ο κόσμος γύρω τους έχει βυθιστεί στην καταστροφή και στον θάνατο. Βεβαίως, η πιο ανεπαίσθητη επιφανειακά αλλά βαθιά επιρροή στο βάθος του κειμένου είναι το «Πεθαίνω σαν Χώρα», του Δημήτρη Δημητριάδη.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ κριτική θέατρο
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ