«Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά...»: Η ελληνική ταινία για έναν θανατηφόρο ιό που φέρνει τα πάνω κάτω με τρόπο απρόσμενο

Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά...

Aυτή την εβδομάδα στις κινηματογραφικές πρεμιέρες ο Γούντι Άλεν ταξιδεύει στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και τιμά με τον δικό του τρόπο τους μεγάλους κινηματογραφιστές που τον επηρέασαν.

Ωστόσο, μία ελληνική ταινία κλέβει τις εντυπώσεις. Όταν ο Γιώργος Γεωργόπουλος γύριζε τη νέα του ταινία με τίτλο «Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό», μια μαύρη κωμωδία με θέμα έναν θανατηφόρο ιό που γρήγορα λαμβάνει διαστάσεις στη χώρα μας, δεν φανταζόταν πως η ίδια η ζωή θα έγραφε ένα ακόμα πιο ακραίο σενάριο.

Παράλληλα, ο Μεχντί Μπαρσαουί στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο υπογράφει μια δυνατή ιστορία για την αγάπη και τα όριά της, ενώ το αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιντς «Μαλχόλαντ Ντράιβ» επιστρέφει σε νέες κόπιες.

Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό

Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ Σοβαρό

Σκηνοθεσία: Γιώργος Γεωργόπουλος
Παίζουν: Όμηρος Πουλάκης, Βαγγέλης Μουρίκης, Προμηθέας Αλειφερόπουλος, Ιωάννα Παππά, Κόρα Καρβούνη, Βίκυ Παπαδοπούλου

Περίληψη: Η ζωή του Άρη, ενός αμετανόητου εργένη, θα αλλάξει οριστικά, όταν μάθει πως είναι φορέας ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου ιού, θανατηφόρου μόνο για τις γυναίκες. Το ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημά του όμως είναι ότι πρέπει να ξανασυναντήσει τις πρώην ερωμένες του, γεγονός που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Γιώργος Γεωργόπουλος επιστρέφει οκτώ χρόνια μετά το φιλόδοξο «Tungsten» (2011), μια sui generis μαύρη κωμωδία, που ισορροπεί εύστοχα ανάμεσα στη σάτιρα και στον κοινωνικό σχολιασμό. O Άρης είναι ένα επιτυχημένο στέλεχος μιας μεγάλης εμπορικής εταιρείας. Η ζωή του θα αλλάξει οριστικά όταν θα μάθει πως είναι φορέας ενός σεξουαλικά μεταδιδόμενου ιού, θανατηφόρου μόνο για τις γυναίκες. Η ελπίδα για τη δημιουργία ενός εμβολίου μετατίθεται πάνω του, καθώς θα πρέπει να βρει ποια από τις πρώην σχέσεις του τού μετέδωσε το αρχικό στέλεχος του ιού. Ο Άρης ξεκινάει ένα υπαρξιακό ταξίδι συναντήσεων με τις πρώην του, όπου θα έρθει αντιμέτωπος με τις συνέπειες των επλογών του.

«Όταν ξεκίνησα να γράφω τον “Δυσάρεστο” φανταζόμουν μια ταινία που αποπνέει τη μελαγχολία τού να συναντάς ανθρώπους που κάποτε ήταν σημαντικοί για σένα. Μία σκοτεινή βουτιά στον κόσμο των ανθρώπινων σχέσεων. Ένα σχόλιο για τον τρόπο που βλέπουμε το παρελθόν μας. Με την ιστορία ενός, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενου ήρωα, τοποθετημένη σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η αδυναμία έκφρασης συναισθήματος, ο ανταγωνισμός, η διαμεσολαβημένη επικοινωνία. Αυτός ήταν ο στόχος», υπογραμμίζει ο Γιώργος Γεωργόπουλος και προσθέτει: «Από τότε που τελείωσε όμως η ταινία, και μέχρι να βγει στους κινηματογράφους, ο κόσμος άλλαξε. Και άλλαξε τόσο πολύ που η ίδια η ταινία μάλλον επανανοηματοδοτείται. Και δεν ξέρω με ποιον τρόπο. Δε μπορώ να φανταστώ πλέον πώς θα εκλάβει ο θεατής μία ταινία με βασικό θέμα την εξάπλωση ενός επικίνδυνου ιού, όταν ο ίδιος θα πρέπει να φοράει μάσκα προκειμένου να τη δει. Αλλά έτσι είναι μάλλον το σινεμά. Οι ταινίες ουσιαστικά ανεξαρτητοποιούνται και παίρνουν άλλου τύπου ζωή, όταν πλέον βγουν στον κόσμο. Κάποιες φορές με ομαλό τρόπο και κάποιες άλλες με έναν τρόπο τελείως απροσδόκητο».

Το Φεστιβάλ του Ρίφκιν (Rifkin's Festival)

Το Φεστιβάλ του Ρίφκιν (Rifkin's Festival)

Σκηνοθεσία/Σενάριο: Γούντι Άλεν
Παίζουν: Τζίνα Γκέρσον, Γουάλας Σον, Ελένα Ανάγια, Σέρζι Λόπεθ, Κρίστοφ Βαλτς, Λουί Γκαρέλ

Περίληψη: Ο διανοούμενος Μορτ Ρίφκιν συνοδεύει τη σύζυγό του, Σου, στο διάσημο ισπανικό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σαν Σεμπαστιάν, ανησυχώντας για τις σχέσεις που έχει αναπτύξει με τον νεαρό σκηνοθέτη, Φιλίπ. Στο πίσω μέρος του μυαλού του, ο Μορτ ελπίζει ότι η αλλαγή περιβάλλοντος θα δώσει σπίθα στο πρώτο του υπερφιλόδοξο μυθιστόρημα. Όσο η Σου ασχολείται παθιασμένα με τον γοητευτικό Φιλίπ, εκείνος συναντά τη γλυκιά Δρ. Ρόχας και κάτι μέσα του αλλάζει. Μία διάθεση αναθεώρησης της ζωής μέσα από τη δύναμη του κλασικού σινεμά αναζωπυρώνει την ελπίδα του Μορτ για το μέλλον.

Ο Γούντι Άλεν επιστρέφει στην Ισπανία μετά από το «Vicki Christina Barcelona», αυτή τη φορά στο κοσμοπολίτικο Σαν Σεμπαστιάν, με μια ταινία που τιμάει τους κινηματογραφικούς του «δασκάλους». Και όπως πάντα, ο κεντρικός ήρωας είναι ένας άνδρας που λειτουργεί ως alter ego του. Αυτή τη φορά έχουμε τον Μορτ Ρίφκιν, έναν υποχόνδριο και νευρωτικό συγγραφέα και καθηγητή κινηματογράφου, που προσπαθεί να βρει την έμπνευσή του, ενώ ο γάμος του και ο ίδιος περνούν κρίση. Με τη σύζυγό του, Σου, μια γοητευτική δημοσιοσχετίστρια, θα ταξιδέψουν στον Ισπανικό Βορρά για το φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Εκεί η Σου, κουρασμένη από τη σχέση τους, αφήνεται σε μια ερωτική περιπέτεια με έναν νεαρό σκηνοθέτη, ενώ ο Μορτ επισκέπτεται μια Ισπανίδα γιατρό, που τον εντυπωσιάζει.

Ο Γούντι Άλεν, αν και θα του ταίριαζε ο ρόλος, επιλέγει τον επί χρόνια συνεργάτη Γουάλος Σον ως πρωταγωνιστή -πιθανόν επειδή αυτή τη στιγμή λόγω των καταγγελιών εναντίον του δεν είναι και το πιο συμπαθές πρόσωπο στο κοινό. Ο Σον, ένας καλός καρατερίστας, από τη μια υιοθετεί αρκετά από τα χαρακτηριστικά που έχουμε συνηθίσει στους γουντιαλενικούς τύπους, όμως φέρνει μια ενδιαφέρουσα τρυφερότητα και γλύκα, πράγμα που αυτή τη στιγμή έχει μεγάλη ανάγκη και ο ίδιος ο Άλεν.

Η κλασική ρομαντική κομεντί συναντά το πνευματώδες χιούμορ του Αμερικανού σκηνοθέτη, που, παραμένοντας σταθερός στα μοτίβα και στις εμμονές του, βρίσκει πάντα ένα στοιχείο για να ανανεωθεί. Εδώ λοιπόν κινηματογραφεί μικρές ασπρόμαυρες σεκάνς, που λειτουργούν ως homage σε μεγάλους σκηνοθέτες και ταινίες που τον καθόρισαν. Ο Όρσον Γουέλς, ο Μπέργκμαν, ο Φελίνι, ο Γκοντάρ, ο Ρενουάρ, ο Λελούς, ο Τριφό και ο Μπουνιούελ γίνονται τα όνειρα, οι εσωτερικές σκέψεις του Μορτ, το πεδίο όπου αναζητάει τις απαντήσεις του, και ο Άλεν, με τη συνδρομή του Βιτόριο Στοράρο, δίνει τη δική του, χιουμοριστική, αλλά ταυτόχρονα γεμάτη αγάπη εκδοχή πάνω σε αριστουργήματα που αποτελούν σταθμό για την Έβδομη Τέχνη -ως επί το πλείστον ευρωπαϊκά, με εξαίρεση τον «Πολίτη Κέιν».

Κατά τα άλλα, η φιλοσοφική διάθεση του Άλεν, η ανάγκη του να μοιραστεί τις σκέψεις του με το κοινό, επισκιάζουν την πλοκή, ενώ η προσπάθεια να μιλήσει για το γυναικείο ζήτημα μοιάζει βεβιασμένη -ίσως και επιβεβλημένη προκειμένου να σώσει τα προσχήματα-, ενώ, χωρίς τη συμμετοχή μεγάλων πρωταγωνιστών, οι σκηνές χάνουν κάτι από τη λάμψη που μας έχει συνηθίσει. Παρ' όλα αυτά, ο Γούντι Άλεν κάνει αυτό που ξέρει καλά: λέει μια ιστορία, εστιάζοντας στους ανθρώπους, φωτίζοντας τις αγγελικές και διαβολικές πλευρές τους και ταυτόχρονα τιμά την τέχνη που έγινε η ζωή του.

Ένας Γιος (Un Fils)

Ένας Γιος (Un Fils)

Σκηνοθεσία: Μεχντί Μπαρσαουί
Παίζουν: Σάμι Μπουατζίλα, Νάτζλα Μπεν Αμπνταλάχ, Γουσέφ Κεμίρι

Περίληψη: Μια οικογένεια πέφτει θύμα τρομοκρατικής επίθεσης. Ο εντεκάχρονος Αζίζ τραυματίζεται σοβαρά και οι γονείς κάνουν αγώνα δρόμου ώστε να βρουν δωρητή για μεταμόσχευση, καθώς ένα οικογενειακό μυστικό βγαίνει στην επιφάνεια. Στη σκιά της οικογενειακής τραγωδίας, μυστικά και διλήμματα φανερώνουν πως τίποτα δεν είναι δεδομένο.

Το αξιοθαύμαστο ντεμπούτο του Μεχντί Μπαρσαουί, που χάρισε το Βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Τμήμα Ορίζοντες στο Φεστιβάλ Βενετίας και Σεζάρ Α' Ανδρικού Ρόλου στον εξαιρετικό Σάμι Μπουατζίλα.

Μια ευκατάστατη οικογένεια Τυνήσιων πέφτει θύμα τρομοκρατικής επίθεσης, κατά την οποία ο μικρός της γιος, ο Ασίζ, τραυματίζεται θανάσιμα. Ο μόνος τρόπος για να σωθεί η ζωή του είναι να γίνει μεταμόσχευση, όμως οι ιατρικές εξετάσεις θα αποκαλύψουν ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Το ζευγάρι θα έρθει αντιμέτωπο με κρίσιμες αποφάσεις για τη ζωή του παιδιού, που θα γεννήσουν μια σειρά από ηθικά διλήμματα.

Ως πού μπορεί να φτάσει κανείς για να σώσει μια ζωή, πόσες θυσίες χρειάζεται να κάνει κάποιος για όσους αγαπάει, πώς μπορεί ο νόμος να οδηγήσει τους ανθρώπους στην παρανομία, είναι μόνο μερικά από τα θέματα του ταλαντούχου Μεχντί Μπαρσαουί, που μέσα από μια οικογενειακή τραγωδία φτιάχνει μια ιστορία για τη δύναμη της αγάπης. Παράλληλα, θίγοντας ζητήματα όπως είναι το παράνομο εμπόριο οργάνων, τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, τις συνέπειες των οποίων τελικά πληρώνουν αθώοι πολίτες, αλλά και την αναλγησία του νομικού συστήματος της χώρας του να διακρίνει τον ανθρώπινο πόνο, καταφέρνει να αντιπαραβάλει το προσωπικό με το κοινωνικό, χωρίς καταγγελτική διάθεση. Εστιάζοντας στα βλέμματα των πρωταγωνιστών του, μέσα από υποβλητικές σιωπές και ένα καλά δομημένο σενάριο, καταγράφει το χρονικό μιας γενναίας απόφασης, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, αποφεύγοντας τους επικούς τόνους.

Spiral: Ο Μύθος του Saw (Spiral: From the Book of Saw)

Spiral: Ο Μύθος του Saw (Spiral: From the Book of Saw)

Σκηνοθεσία: Ντάρεν Λιν Μπούσμαν -Παίζουν: Κρις Ροκ, Σάμιουελ Τζάκσον, Μαξ Μινγκέλα, Μαρισόλ Νίκολς

Περίληψη: Δουλεύοντας υπό την καθοδήγηση ενός αξιοσέβαστου βετεράνου της αστυνομίας, o αυθάδης αστυνομικός Εζίκιελ Μπανκς και ο νεαρός συνεργάτης του αναλαμβάνουν μια περίεργη έρευνα για δολοφονίες, που θυμίζουν έντονα ιστορίες από το πιο σκοτεινό παρελθόν της πόλης.

Μια ακόμη ταινία από το τρομο-franchise του «Saw», αυτή τη φορά με πρωταγωνιστή τον Κρις Ροκ, που δηλώνει φαν της σειράς, αφού μάλιστα εκείνος προέτρεψε τους παραγωγούς να δημιουργήσουν αυτό το spin off.

Ένας βετεράνος αστυνομικός, ο Ζέκε, που δεν τον πολυσυμπαθούν στο τμήμα του εξαιτίας του παρελθόντος του, και ένας πρωτάρης ντετέκτιβ πρέπει να συνεργαστούν, παρά τις αντιθέσεις τους, και να εξιχνιάσουν μια σειρά από δολοφονίες. Ο serial killer που αναζητούν φαίνεται πως αντιγράφει τον «Jigsaw» και απάγει διεφθαρμένους αστυνομικούς, ενώ έχει μια εμμονή και με τον Ζέκε.

Μετά από πολλά sequels, που αποσκοπούν μόνο στο να αποφέρουν λεφτά στα ταμεία, κι αυτό το spin-off χαρακτηρίζεται από την ίδια προχειρότητα: μια πλοκή μπερδεμένη άνευ λόγου και αιτίας, αδιάφοροι και σχηματικοί χαρακτήρες και κυρίως σκηνοθετική έλλειψη φαντασίας από πλευράς του Ντάρεν Λιν Μπούσμαν και αδυναμία να προσδώσει μια κάποια ένταση σε σκηνές που μοντάρονται με βιντεοκλιπίστικη λογική, κάνουν τα ενενήντα λεπτά να κυλούν πραγματικά δύσκολα.

Η Αιώνια Κάθαρση (The Forever Purge)

Η Αιώνια Κάθαρση (The Forever Purge)

Σκηνοθεσία: Εβεράρντο Γκουτ
Παίζουν: Άνα ντε λα Ρεγκέρα, Λίβεν Ράμπιν, Τενόχ Χουέρτα, Σούζι Αμπρομάιτ

Περίληψη: Τα μέλη μιας σέκτας δεν αρκούνται πλέον σε μία μόνο ετήσια βραδιά αναρχίας και φόνου, αλλά αποφασίζουν να καταλάβουν όλη την Αμερική. Η Αντέλα και ο σύζυγός της, Χουάν, ζουν στο Τέξας, όπου ο Χουάν εργάζεται στο ράντσο της πλούσιας οικογένειας Τάκερ. Ο Χουάν εντυπωσιάζει τον πατριάρχη της οικογένειας, τον Κέιλεμπ, γεγονός που πυροδοτεί τον θυμό και τη ζήλεια του γιου του, Ντίλαν. Το πρωινό μετά την Κάθαρση, μια συμμορία μασκοφόρων επιτίθεται στην οικογένεια Τάκερ, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του Ντίλαν, και της αδελφής του, αναγκάζοντας τις δύο οικογένειες να ενωθούν και να αντεπιτεθούν, καθώς η χώρα βυθίζεται στο χάος.

Το πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο του «Purge», που κλείνει ένα franchise, που για περίεργο λόγο διήρκεσε περισσότερο από όσο άντεχε.

Το κοινωνικό πείραμα της ημέρας της κάθαρσης έχει πια αποτύχει. Πλέον, όλοι οι κανόνες παραβιάζονται, καθώς μια συμμορία παράνομων επιδρομέων αποφασίζει ότι η ετήσια εκκαθάριση όχι μόνο δεν πρέπει να σταματά το ξημέρωμα, αλλά να μην τελειώνει ποτέ. Έτσι, αποφασίζουν να καταλάβουν την Αμερική μέσω μιας ατελείωτης εκστρατείας μακελειού και σφαγής. Ένα ζευγάρι Μεξικανών ξεφεύγουν από τα καρτέλ της πατρίδας τους ύστερα από μια σκληρή βεντέτα ανάμεσα σε εμπόρους ναρκωτικών, για να καταλήξουν τελικά σε μια Αμερική όπου ο πολιτισμός καταρρέει και μια «Κάθαρση Διαρκείας» ετοιμάζεται να ξεσπάσει. Ως φυγάδες πια, στην καρδιά των Ηνωμένων Πολιτειών, θα ενωθούν με άλλους εξόριστους από τον τόπο τους και θα πολεμήσουν ενωμένοι, καθώς τα πάντα γύρω τους αρχίζουν να αποσυντίθενται. Οι κυνηγημένοι θα προσπαθήσουν να οδηγήσουν τους νέους Αμερικανούς συμμάχους τους στη νότια πλευρά των συνόρων του Μεξικού για να σωθούν από την αναίτια βία.

Αν και η ιδέα ενός κοινωνικού πειράματος που απενοχοποιεί τη βία και η σύνδεσή του με τη σύγχρονη πραγματικότητα -εδώ, μάλιστα, ο συσχετισμός με την εισβολή στο Καπιτώλιο είναι προφανής- κινηματογραφικά θα μπορούσε να αποτελεί μια καλή βάση, το συγκεκριμένο franchise τη χρησιμοποιεί ως μια αφορμή για σκηνές μπάχαλου, που μέχρι ενός σημείου μπορεί να θεωρούνται cult. Από εκεί και πέρα, όμως, δεν μπορεί με τίποτα -ίσως και δεν θέλει- να διαχειριστεί την ταξική πάλη, τις αιτίες που γεννούν τη βία, αλλά και την πιο υπαρξιακή προσέγγιση της δολοφονικής φύσης του ανθρώπου.

Το πέμπτο κεφάλαιο, που ξεκινά μετά τα γεγονότα της «Κάθαρσης: Έτος Εκλογών», θα ήθελε μάλλον να γίνει ακόμα πιο πολιτικό, δείχνοντας το πώς οι ίδιοι οι θεσμοί πουλάνε αυτή την ιδέα της κάθαρσης, εξυπηρετώντας τα δικά τους συμφέροντα. Όμως, ο Εβεράντο Γκο (γνωστός από τις τηλεοπτικές σειρές «Snowpiercer» και «The Terror») αφήνεται σε μια φλύαρη κινηματογράφηση, όπου οι μακράς διάρκειας λήψεις μοιάζουν να κρατούν μια αιωνιότητα, ενώ οι σχέσεις και τα πρόσωπα υποφωτίζονται από μια γενική ιδέα που δεν λειτουργεί, οπότε οι παραγωγοί μάλλον έπραξαν σωστά που αποφάσισαν να τελειώσουν μια για πάντα με το θέμα της «Κάθαρσης».

Διαστημικά καλάθια: Η νέα γενιά (Space Jam: A New Legacy)

Διαστημικά καλάθια: Η νέα γενιά (Space Jam: A New Legacy)

Σκηνοθεσία: Μάλκολμ Ντ. Λι
Παίζουν: Λεμπρόν Τζέιμς, Σέντρικ Τζόι, Σονέκα Μάρτιν-Γκριν, Ντον Τσιντλ

Περίληψη: Ο Λεμπρόν έχει φτάσει στο απόγειο και λίγα εμπόδια μπορούν να τον ξαφνιάσουν. Όταν ο μικρότερος γιος του, ο Ντον, του λέει ότι θέλει να ασχοληθεί με τα βιντεοπαιχνίδια, ο μπαμπάς του τον σπρώχνει στο παρκέ. Ένας κακόβουλος αλγόριθμός, όμως, τους παγιδεύει και ένα διαστημικό παιχνίδι ξεκινά. Ο πρωταθλητής του ΝΒΑ και παγκόσμιο είδωλο Λεμπρόν Τζέιμς μάς ταξιδεύει σε μία περιπέτεια μαζί με τον διαχρονικό Μπαγκς Μπάνι, με μία μείξη κινούμενων σχεδίων και ζωντανής δράσης, σε σκηνοθεσία του Μάλκολμ Ντ. Λι («Σαββατοκύριακο με τα Κορίτσια»).

Όταν ο Λεμπρόν και ο νεαρός γιος του, Ντομ, παγιδεύονται σε έναν ψηφιακό κόσμο, που ελέγχει ένα κακόβουλο λογισμικό, ο μεγάλος αθλητής καλείται να οδηγήσει τον Μπαγκς Μπάνι και τα υπόλοιπα ατίθασα Looney Tunes σε μία σχεδόν απίθανη νίκη. Απέναντί τους έχουν ψηφιακούς πρωταθλητές τεχνητής νοημοσύνης στη μορφή μίας πανίσχυρης ομάδας επαγγελματιών αστέρων του μπάσκετ. Στο παιχνίδι των Tunes VS Goons κρύβεται το μεγαλύτερο ρίσκο της ζωής του Λεμπρόν, που θα επανασυνδεθεί με τον γιο του και θα ανακαλύψει την αξία τού να είσαι ο εαυτός σου. Τα Tunes έχουν κι αυτά την ευκαιρία να λάμψουν με τα παράξενα ταλέντα τους και να αιφνιδιάσουν τους πάντες, ακόμα και τον βασιλιά Λεμπρόν.

Επαναπροβολές:

Οδός Μαλχόλαντ (Mulholand Drive)

Οδός Μαλχόλαντ (Mulholand Drive)

Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Λιντς
Παίζουν: Ναόμι Γουότς, Λόρα Έλενα Χάρινγκ, Τζάστιν Θερού, Αν Μίλερ, Νταν Χεντάγια, Ρόμπερτ Φόστερ

Περίληψη: Μια όμορφη νεαρή γυναίκα γλιτώνει από ένα τροχαίο ατύχημα, αλλά χάνει εντελώς τη μνήμη της. Μόνη στο Λος Άντζελες, μπαίνει κρυφά σε ένα σπίτι, όπου στη συνέχεια την ανακαλύπτει η Μπέτι, μια νεαρή ηθοποιός η οποία έρχεται να βρει την τύχη της στο Χόλιγουντ. Με τη βοήθειά της, η «Ρίτα» -όπως αυθαίρετα βαφτίζεται η αγνώστου ταυτότητος γυναίκα, εμπνευσμένη από μια αφίσα της Τζίλντα που βρίσκεται στο σπίτι- αναζητεί το χαμένο της παρελθόν μέσα από κάποιες «εκλάμψεις» ονομάτων και λέξεων, που φωτίζουν αμυδρά το μυαλό της σε ανύποπτο χρόνο.

To αριστούργημα του Ντέιβιντ Λιντς, που θεωρείται η καλύτερη ταινία τού 21ου αιώνα, κυκλοφορεί σε επανέκδοση με νέες κόπιες.

Αμόλυντη από τις ψεύτικες υποσχέσεις της αδηφάγου κινηματογραφικής βιομηχανίας, μια νεαρή ηθοποιός έρχεται να βρει την τύχη της στο πολυσύχναστο, ηλιόλουστο Χόλιγουντ. Ανυπόμονη να ανοίξει τα φτερά της, η Μπέτι μετακομίζει στο ακριβό διαμέρισμα της θείας Ρουθ. Εκεί θα συναντήσει μια όμορφη γυναίκα, που έχει γλιτώσει από ένα τροχαίο ατύχημα, αλλά έχει χάσει εντελώς τη μνήμη της, εκτός από κάποιες εκλάμψεις ονομάτων και λέξεων. Στην προσπάθειά της να τη βοηθήσει, η Μπέτι θα βυθιστεί σε έναν παράδοξο κόσμο, όπου πραγματικότητα και όνειρα μπερδεύονται αξεδιάλυτα.

Ο Λιντς περιπλανιέται στη σκιά του Χόλιγουντ και παραδίδει ένα ψυχεδελικό road movie του μυαλού, όπου οι χαρακτήρες χάνουν τον εαυτό τους για να ανακαλύψουν έναν άλλον, τόσο διαφορετικό αλλά και τόσο αληθινό, που τελικά είναι σχεδόν αδύνατο να διακρίνεις ποιος είναι ο πραγματικός.

Την κεντρική ιστορία των δύο γυναικών περιβάλλουν διάφορες φαινομενικά ασύνδετες υποθέσεις (όπως αυτή του ασυμβίβαστου σκηνοθέτη Adam Kesher, που μάταια προσπαθεί να αντισταθεί στο κατεστημένο του Χόλιγουντ), οι οποίες σταδιακά υφαίνουν ένα αμφιλεγόμενο αλλά ισχυρό πλαίσιο, από όπου οι ηρωίδες είναι αδύνατον να ξεφύγουν.

Η συνομιλία (The conversation)

Η συνομιλία (The conversation)

Σκηνοθεσία / Σενάριο: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Παίζουν: Τζιν Χάκμαν, Φρέντερικ Φόρεστ, Τζον Καζάλ, Σίντι Γουίλιαμς, Χάρισον Φορντ

Περίληψη: Ένας κρυψίνους μα και παρανοϊκός ειδικός στις παρακολουθήσεις παθαίνει κρίση ταυτότητας όταν υποψιάζεται πως το ζευγάρι που κατασκοπεύει πρόκειται να δολοφονηθεί.

Μια από τις πιο μεστές δημιουργίες του Κόπολα, που γυρίστηκε μετά τον «Νονό» και το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, που απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, και ήταν υποψήφια για τρία Όσκαρ και τέσσερις Χρυσές Σφαίρες.

Ο Χάρι Κολ είναι ένας μοναχικός άντρας, που ασχολείται με τις παρακολουθήσεις, σε μια εποχή που βασιλεύουν οι «θεωρίες συνωμοσίας». Δεν έχει ουσιαστικά προσωπική ζωή. Η ύπαρξή του είναι ένα ανακάτεμα από αναμνήσεις, υποψίες για τα πρόσωπα με τα οποία συνδέεται, μεταφυσικούς φόβους και σκόρπιες συνομιλίες εκείνων που παρακολουθεί.

Όταν ο διευθυντής μιας πολυεθνικής τού αναθέτει να καταγράψει τις συζητήσεις ενός άνδρα και μιας γυναίκας, ο εσωτερικός του κόσμος αναστατώνεται. Η συνομιλία «μιλά» καθαρά για επικείμενη δολοφονία και ο Χάρι θα αναγκαστεί να παραβεί τις δικές του «αρχές προστασίας», προκειμένου να αποτρέψει το μοιραίο. Σύντομα όμως αρχίζει να υποψιάζεται ότι και ο ίδιος παρακολουθείται.

Ο Κόπολα σε αυτή την ταινία ψυχογραφεί μια ολόκληρη γενιά, τη γενιά που ανέχτηκε το βρώμικο πόλεμο του Βιετνάμ, βίωσε το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και οδήγησε στην παραίτηση τον πρόεδρο Νίξον.

Το αίσθημα της εκμηδένισης του ατόμου σε μια κοινωνία που περιορίζει μυστικά τις ελευθερίες μας, χαρακτηριστικό του πολιτικού κινηματογράφου εκείνης της εποχής, δεν βρήκε ποτέ ιδανικότερο εκφραστή από τον Αμερικανό auteur, αλλά και τον Τζιν Χάκμαν, που ταυτίστηκε με τον ρόλο, σύμφωνα πάντα με τα λόγια του.

Έλεγχος στους Δρόμους (Proverka na dorogakh)

Έλεγχος στους Δρόμους (Proverka na dorogakh)

Σκηνοθεσία: Αλεκσέι Γκερμάν -Παίζουν: Ρόλαν Μπίκοφ, Ανατόλι Σολονίτσιν

Περίληψη: Ένας Γερμανός στρατιώτης πρέπει να αποδείξει στους παρτιζάνους πως είναι Ρώσος, προκειμένου να σώσει τη ζωή του.

Η πρώτη ταινία του Ρώσου εικονοκλάστη Αλεξέι Γκέρμαν («Hard To Be A God»).

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ένας αιχμάλωτος Γερμανός στρατιώτης ισχυρίζεται πως στην πραγματικότητα είναι Σοβιετικός, ο οποίος συνελήφθη από τους ναζί και αναγκάστηκε να πολεμήσει στο πλευρό τους. Για να αποδείξει πως λέει την αλήθεια, θα πρέπει να συστρατευθεί με τους αντάρτες και να τους βοηθήσει να αντεπιτεθούν.

Ο Αλεξέι Γκέρμαν, πιθανόν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον σκηνοθέτη της γενιάς του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τη λογοκρισία. Ο «Έλεγχος στους δρόμους» απαγορεύτηκε, με αποτέλεσμα το φιλμ να μείνει στο ράφι δεκαπέντε χρόνια, κυκλοφορώντας τελικά μόλις το 1986. Ήταν η πρώτη ταινία στην ιστορία του σοβιετικού κινηματογράφου με θέμα τους αιχμαλώτους πολέμου. Ο κεντρικός ήρωας απέδρασε από την αιχμαλωσία και κατέφυγε στους παρτιζάνους, όπου έπρεπε να χύσει αίμα προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους. Μάλιστα, μερικοί από αυτούς δεν πίστευαν ότι ο Σοβιετικός στρατιώτης που «υποχώρησε» θα μπορούσε να έχει, έστω και λίγο, την εμπιστοσύνη των συμπολεμιστών του. Η ταινία κατακρίθηκε με τη δικαιολογία ότι αποκαθήλωσε τον ηρωικό ρόλο της λαϊκής αντίστασης κατά του εχθρού, και ο ίδιος ο σκηνοθέτης κατηγορήθηκε για άγνοια της πραγματικής ζωής των παρτιζάνων.

Σχετικά με το θέμα αυτό, το 2008 ο Γκέρμαν είχε αναφέρει στο περιοδικό Teatrál: «Σύμβουλος στην ταινία μου είχε εργαστεί ο ήρωας της ΕΣΣΔ, Νικίφοροφ. Στη διάρκεια του πολέμου τον είχαν ρίξει στα μετόπισθεν του στρατού του προδότη αντιστράτηγου Βλάσοφ. Εκεί, προσπαθούσε να πείσει τους Ρώσους στρατιώτες να επιστρέψουν στους δικούς τους και να ξεπληρώσουν με αίμα την προδοσία τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι η σοβιετική κυβέρνηση θα τους συγχωρήσει. Πιστεύοντας τα λόγια αυτά, κάποιοι επέστρεφαν στον Κόκκινο Στρατό, πολεμούσαν με αυταπάρνηση, και πολλοί από αυτούς έφτασαν ως το Βερολίνο κερδίζοντας παράσημα. Μετά τον πόλεμο, όμως, άρχισαν να τους βάζουν στη φυλακή. Και τότε ο Νικίφοροφ, σε μια συνάντηση με τον Ζντάνοφ, του εξέφρασε τα παράπονά του και ο Ζντάνοφ, ακούγοντάς τον, του είπε ''είσαι ελεύθερος''. Ύστερα από μερικά λεπτά, επί τόπου στο διάδρομο, στο κτίριο του Ινστιτούτου Σμόλνι του Λένινγκραντ, συνέλαβαν τον Νικίφοροφ, και τα επόμενα 10 χρόνια εξέτισε την ποινή του στα μέρη εκείνα όπου βρέθηκαν άνθρωποι με ανάλογη μοίρα».

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ