Τρία συγκλονιστικά γλυπτά της Σιμόν Λι στέκονται στο κέντρο της Αγοράς του ΚΠΙΣΝ, με έναν ιδιωτικό φύλακα δίπλα στο καθένα. Η δημόσια τέχνη περιφρουρόμενη έτσι, αμφισβητεί την ίδια την πρόθεση και τον σκοπό της. Ένα φίλτρο μπροστά στην απόλαυση του μεγαλειώδους έργου της Λι.
Τρεις σεκιουριτάδες. Τρία γλυπτά της Σιμόν Λι. Ένα σοκ. Αυτό είναι το πρώτο που ένιωσα μαζί με τον δυνατό αέρα στο πρόσωπό μου όταν έφτασα στην Αγορά του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος το απόγευμα της Πρωτομαγιάς, έχοντας πρώτα διασχίσει το Πάρκο.
Η λάμψη του μπρούντζου κάτω από το χρυσό απογευματινό φως υποχωρούσε υπό αυτή τη συνθήκη του σοκ. Δεν κυριαρχούσε ως πρώτη εντύπωση η ανυπέρβλητη κομψότητα της φόρμας ή τα τρυφερά κενά εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκονται τα μάτια στις τρεις τεράστιες μαύρες γυναίκες που στέκουν πάνω στο λευκό μάρμαρο, υπερυψωμένες σε ειδικές υπόλευκες τσιμεντένιες βάσεις.

Κάθε γλυπτό φυλάσσεται από έναν φρουρό που συχνά περπατάει αφηρημένος γύρω από τον κύκλο που περιβάλλει τα περήφανα γλυπτά της Λι. Τα έργα δημιουργούν ένα τρίγωνο όχι διαλόγου, αλλά εγκλεισμού. Είναι παραφωνία. Βρίσκεσαι στη μέση ενός δημόσιου πάρκου που πάλλεται από ζωή—παιδιά που κυνηγιούνται, φίλοι που κάνουν πικνίκ, ζευγάρια που διαβάζουν κάτω από τα δέντρα, το κανάλι να γυαλίζει καθώς ο άνεμος σαν μακριά γλώσσα φτάνει εδώ από τον Σαρωνικό.
Κι όμως στην Αγορά, στην διακηρυγμένη καρδιά της δημόσιας ανοιχτότητας, της ελευθερίας, υπάρχει μια διάταξη που μοιάζει οχυρωμένη. Μνημειακή και απρόσιτη. Τέχνη σε δημόσιο χώρο, ναι, αλλά όχι τέχνη σε συνύπαρξη με το κοινό. Είναι τέχνη υπό επιτήρηση. Σαν να βάζει τρικλοποδιά στην πρόθεση προώθησης της τέχνης στον δημόσιο χώρο.

Τα τρία μνημειακά μπρούντζινα γλυπτά της Σιμόν Λι -Bisi, Herm και Vessel- που τοποθετήθηκαν στην Αγορά, δεν είναι διακοσμητικά στοιχεία του τοπίου. Δεν προορίζονται να «ομορφύνουν» το περιβάλλον ή να προσφέρουν άμεση απόλαυση. Διαταράσσουν. Επιβάλλονται. Αρνούνται. Αυτή είναι τουλάχιστον η πρόθεση της συγκλονιστικής εικαστικού Σιμόν Λι, που κάνει το μνημειακό να μοιάζει εύθραυστο, που πλάθει φόρμες πανέμορφες αν και διάστικτες από τραύματα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, αλλά ποτέ, την αίσθηση που είχα καθώς στεκόμουν σαστισμένη και σχεδόν βουρκωμένη μπροστά στα έργα της στην Μπιενάλε Βενετίας του 2022. Την σύνδεσή τους με την γη, τις ρίζες τους σε αυτό που είναι η γη, η ανθρωπότητα, η απανθρωπιά.

Η Bisi, ψηλότερη από τρία μέτρα, απεικονίζει το κεφάλι μιας μαύρης γυναίκας πάνω σε μια ογκώδη μπρούντζινη φόρμα με μια τοξωτή κόγχη που υποδηλώνει την έννοια του καταφυγίου ή της φάτνης. Τα μαλλιά της είναι προσεκτικά σμιλεμένα, τα χείλη της γεμάτα, η μύτη της δυνατή. Εκεί όμως που θα έπρεπε να είναι τα μάτια, υπάρχει μόνο μια ρηχή εσοχή. Δεν ανταποδίδεται κανένα βλέμμα. Η φιγούρα δεν απορρίπτει το βλέμμα σου, φωνάζει όμως ότι δεν σου ανήκει. Ότι στέκει μπροστά σου αλλά απουσιάζει.
Μέσα στην κοίλη φούστα της Vessel, μπορεί κανείς να φανταστεί τη θαλπωρή του καταφυγίου, αλλά η Λι αρνείται την αγκαλιά. Δεν υπάρχουν χέρια. Αυτή η άρνηση παραπέμπει στο ιστορικό βάρος που έχει επιβληθεί στις μαύρες γυναίκες, ένα βάρος διαμορφωμένο από το ρατσιστικό στερεότυπο της «mammy», μιας φιγούρας που φρόντιζε τα παιδιά των άλλων με χαμόγελο, ενώ τα δικά της έμεναν πίσω. Η Λι αποδομεί αυτή τη φιγούρα, αφαιρώντας τη ζεστασιά της, κάνοντας ορατό το κόστος της απρόθυμης φροντίδας.

Η Herm είναι ακρωτηριασμένη, της έχουν στερηθεί χαρακτηριστικά του σώματος, τα μαλλιά είναι σχεδόν ξυρισμένα, είναι ένα μπούστο πάνω σε βάθρο πίσω από το οποίο δραπετεύει ένα πόδι. Ο τίτλος του έργου υποδηλώνει την αναφορά της Σιμόν Λι στις αρχαίες «Ερμές», μικρές στήλες που έφεραν την προτομή του Ερμή ή άλλων θεών και τις χρησιμοποιούσαν ως οδοδείκτες, ή σαν γούρια, ή σαν τάματα σε ναούς και σπίτια. Η μαύρη γυναίκα της Λι που έγινε προτομή, ξορκίζει το κακό και προστατεύει την περιουσία, γίνεται το όριο και το μέτρο. Πόσο ειρωνική, καυστική απόδοση από την Λι, ένα σχόλιο για τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν οι μαύρες γυναίκες, αλλά και για την καθοριστική αξία τους.
Αυτή η αντίσταση στη διαφάνεια είναι κεντρική στη δουλειά της Λι. Τα γλυπτά της είναι φρουροί της εσωτερικότητας. Δεν εξομολογούνται, δεν εξηγούν. Κρύβονται σε κοινή θέα. Κυριολεκτικά: δεν υπάρχουν πληροφορίες δίπλα στα εκθέματα, οι φύλακες σε παραπέμπουν στην είσοδο του κτιρίου, λίγο μετά την κρυπτή με το Κύπελλο του Σπύρου Λούη.

Τι σημαίνει, λοιπόν, όταν κάθε γλυπτό πρέπει να φυλάσσεται; Όχι απλώς να παρατηρείται από επισκέπτες, αλλά να επιτηρείται—ένας άνθρωπος ανά έργο, τοποθετημένος φρουρός, λες και το έργο θα δραπετεύσει ή το κοινό θα πλησιάσει υπερβολικά. Δεν χρειάζονται σχοινιά ή κάγκελα· η παρουσία των φρουρών αρκεί για να σηματοδοτήσει απόσταση, εξουσία και έλεγχο.
Η ένταση αυτή αναδεικνύει ευρύτερες αντιφάσεις στη χρήση του δημόσιου χώρου. Για ποιον είναι στ’ αλήθεια; Μπορεί να χωρέσει την ριζική οικειότητα; Ή είναι πάντα, τελικά, δομημένος από τη λογική της τάξης, της ιεραρχίας και του φόβου για το ανοίκειο; Στην τοποθέτησή τους, τα γλυπτά αποξενώνονται: είναι μέρος του πάρκου, αλλά όχι ακριβώς μέσα του. Καταλαμβάνουν χώρο, αλλά δεν τον μοιράζονται.
Φεύγοντας από την Αγορά, δεν νιώθεις ανύψωση, ούτε φώτιση. Νιώθεις αναστάτωση. Κι ίσως αυτό να είναι το ζητούμενο. Αυτά τα γλυπτά δεν είναι παθητικά. Σημαδεύουν το έδαφος. Κρατούν χώρο. Και κάνοντάς το, αποκαλύπτουν την ευθραυστότητα των παραδοχών μας για το τι είναι δημόσιος χώρος—και σε ποιον ανήκει.
Ίσως το ερώτημα δεν είναι αν αυτά τα γλυπτά ανήκουν στο πάρκο. 'Η ορθότερα, αν είναι το πάρκο είναι έτοιμο να ανήκει σε αυτά.