Μια μαρτυρία συγκλονιστική, βαθιά, που από απολύτως προσωπική με αφηγήσεις στιγμιότυπων πλάι στον Μιχαήλ και τη Ραΐσα φτάνει σε όσα σημαίνει o Γκορμπατσόφ για τον κόσμο, καταθέτει η αν. γ. διευθύντρια του MOMus, Μαρία Τσαντσάνογλου.
«Αν τον αγαπάτε, πείτε του να μη βάλει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές», μας έλεγε η Ραΐσα το 1996, με το χέρι της παράλυτο από το εγκεφαλικό που είχε πάθει στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 1991.
Η Μαρία Τσαντσάνογλου, αν. γενική διευθύντρια του MOMus και διευθύντρια του MOMus-Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης-Συλλογή Κωστάκη λίγες ώρες μετά τον θάνατο του Γκορμπατσόφ, βουτάει στο παρελθόν και στην προσωπική σχέση που είχε -«καρμικά οικογενειακός φίλος»- με τον ηγέτη και τη σύζυγό του.
Όταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα έσκασε ως breaking news παγκοσμίως η είδηση ότι είναι νεκρός ο άνθρωπος που έδωσε στη δημοκρατία και την Ευρώπη μια μεγάλη ευκαιρία σε μια καθοριστική στιγμή της σύγχρονης Ιστορίας, σκέφτηκα αμέσως την Τσαντσάνογλου.
Ο χώρος της Τέχνης και όλη η Θεσσαλονίκη γνωρίζουν καλά τη νηφάλια, χαμηλών τόνων, αλλά καθοριστικής επίδρασης, πλούτου γνώσεων και έργου παρουσία της στην πόλη, στο Μοmus. Τη σχέση της με τη Ρωσία, βαθιά ρίζα μέσα της.
Τελικά, σήμερα το απόγευμα κατέθεσε με τον πιο ευθύ τρόπο τη σχέση της με τον Γκορμπατσόφ και τις ψύχραιμες σκέψεις της για την πολιτική και το έργο του, μέσα από μια εκτενή, συγκλονιστική ανάρτηση στο Facebook.
Γράφει:
«Για τον Μιχαήλ Σεργκέγεβιτς Γκορμπατσόφ μπορώ να γράψω πολλές προσωπικές αναμνήσεις. Ένιωθα και εξακολουθώ να νιώθω γι’ αυτόν μια μεγάλη συμπάθεια και εκτίμηση, παρόλο που ξέρω πολύ καλά πως σε πολλά μέτωπα απέτυχε. Δεν εννοώ ότι απέτυχε να κρατήσει την ενότητα της Σοβιετικής Ένωσης, μιας Ένωσης που από καιρό είχε διαφανεί ότι δεν έχει μέλλον.
Τότε είχα κάπως δαγκωθεί, αλλά σήμερα καταλαβαίνω πως ιδίως οι Βαλτικές, που -μαζί με τη Μολδαβία- προσαρτήθηκαν τελευταίες στην Ένωση, ποτέ δεν χάρηκαν γι’ αυτόν τον γάμο με το στανιό. Απέτυχε να βρει τρόπους να επανεκκινήσει τη συσσωρευτικά κατεστραμμένη οικονομία που λειτουργούσε από κεκτημένη ταχύτητα και με τη ληστρική βαναυσότητα της μαφίας, απέτυχε να κόψει με το μαχαίρι την εξουθενωτική και ανεξέλεγκτα αυταρχική γραφειοκρατία.
Χάρη στον Γκορμπατσόφ πήγα στη Σοβιετική Ένωση
»Όμως, την εποχή του β’ μισού της δεκαετίας του 1980, όμοια μ’ εκείνη του α’ μισού της δεκαετίας του 1920, συντελέστηκε στη σοβιετική Ρωσία ένα θαύμα: καταγράφηκε ως μία από τις πιο ελεύθερες εποχές για τις τέχνες και τα γράμματα στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Οι καλλιτέχνες και ο πνευματικός κόσμος έδωσαν τα καλύτερα αποτελέσματά τους. Η πρωτοπορία, η ελεύθερη σκέψη, οι νέες μουσικές, τα καλλιτεχνικά κοινόβια, οι διαδηλώσεις χωρίς φόβο πήγαν τη Ρωσία μπροστά, παρά την τεράστια οικονομική κρίση, τα άδεια μαγαζιά και τον ανεξέλεγκτο πληθωρισμό.
Η περεστρόικα και η γκλάσνοστ του Γκορμπατσόφ ήταν ο ρομαντικός λόγος που αποφάσισα να πάω στη Σοβιετική Ένωση και να μελετήσω τη ρωσική πρωτοπορία, ένα θέμα, έως πρόσφατα, τότε, ακόμα απαγορευμένο.
Τον Μιχαήλ Σεργκέγεβιτς τον γνώρισα. Έγινε κατά κάποιον περίεργο καρμικό τρόπο ''οικογενειακός'' φίλος. Συναντηθήκαμε ιδιωτικά σε φιλικά σπίτια, μαγειρέψαμε και φάγαμε, ήπιαμε κρασί, μιλήσαμε με κάθε ειλικρίνεια.
Όταν ο Γκορμπατσόφ κατέρρευσε
»Ήρθε στην Ελλάδα, δεν πρόλαβε να χτίσει το ''μικρό σπιτάκι στην Αντίπαρο'', που ήθελε η Ραΐσα, σε περίπτωση που νικούσε τη λευχαιμία. Δεν τα κατάφερε, κι ο Μιχαήλ Σεργκέγεβιτς κατέρρευσε.
Μιλούσε ακατάπαυστα, αλλά, αν τον διέκοπτες, σταματούσε αμέσως για να σε ακούσει. Άκουγε, αλλά έκανε το δικό του. ''Αν τον αγαπάτε, πείτε του να μη βάλει υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές'', μας έλεγε η Ραΐσα το 1996, με το χέρι της παράλυτο από το εγκεφαλικό που είχε πάθει στο αποτυχημένο πραξικόπημα του 1991.
Σήμερα ξέρουμε πως αυτή η ελευθερία έχει σκληρό τίμημα. Μπορώ να γράψω πάρα πολλά, έχω την προσωπική μου άποψη για τον Μιχαήλ Σεργκέγεβτις, μια άποψη που προκύπτει από βιώματα και από την κοινή ζωή με τους Ρώσους φίλους μου.
Υπάρχουν λαϊκιστές, ακροδεξιοί, ακροαριστεροί, συνωμοσιολόγοι, εθνοπατριώτες, σταλινικοί, παλαιομαρξιστές, τροτσκιστές και πολλοί άλλοι που μπορεί να έχουν τη δική τους άποψη. Εγώ έχω τη δική μου και είναι ξεκάθαρη. Συμπαθώ και εκτιμώ τον Γκορμπατσόφ για τη φιλειρηνική του πολιτική, για τον ανθρωπισμό του, για την γκλάσνοστ, για την (έστω αποτυχημένη) περεστρόικα. Ήμασταν με τον Ίγκορ στη διάλεξη του Ντεριντά στη Μόσχα, το 1990. Ένα από τα απρόσμενα θέματα που ανέπτυξε στο περιθώριο της ομιλίας του ήταν το δίδυμο Περεστρόικα και Αποδόμηση».
Ο Γκορμπατσόφ τα βάζει με τη βότκα
Η Μαρία Τσαντσάνογλου βαθαίνει ακόμα περισσότερο στην ουσία και τη βαθιά επίδραση της εποχής Γκορμπατσόφ, όχι μόνο στην οικονομία και την κοινωνία αλλά και στον πολιτισμό.
«… Η χαλάρωση στην διέλευση των συνόρων ήρθε με την περεστρόικα. Μαζί όμως ήρθε και η οικονομική καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης, η ανεξέλεγκτη πλέον διαφθορά και η μαύρη αγορά. Εάν το 1987 ξεκινούσε μια σοβαρή και μαζική πολιτική επιχείρηση επανόρθωσης της οικονομίας, τότε θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα σήμερα. Όμως καμία προσπάθεια δεν καρποφόρησε.
Ο Γκορμπατσόφ είχε πεισθεί ότι η υπερκατανάλωση βότκας προκαλεί μείωση της εργατικής απόδοσης και εφάρμοσε αυστηρούς νόμους ποτοαπαγόρευσης. Το αποτέλεσμα ήταν να γεμίσουν τα ράφια σόδες και ο κόσμος να αποκαλεί τον Γκορμπατσόφ αντί Γενικό (Generalnyi) Γραμματέα, Μεταλλικό (Mineralnyi) Γραμματέα. Όμως η βότκα απέδιδε πολύ υψηλά έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό, τα οποία χάθηκαν. Ο κόσμος άρχισε να φτιάχνει ''σαμογκόν'', δηλαδή αυτοσχέδιες βότκες, που πολλές φορές ήταν επικίνδυνες για την υγεία.
Οι συμφωνίες αφοπλισμού απέβλεπαν στην μετατροπή των πολεμικών εργοστασίων σε εργοστάσια παραγωγής καταναλωτικών ειδών. Αντί για τανκς και χειροβομβίδες, άρχισαν να κατασκευάζουν τσαγιέρες και καλοριφέρ, χωρίς όμως να έχουν κάνει προηγουμένως σωστές μελέτες σχεδιασμού, εργονομίας κ.λπ., με αποτέλεσμα χιλιάδες προϊόντα να χαρακτηριστούν ελλαττωματικά και να καταστραφούν.
Σαν ενθύμιο της εποχής αυτής, έχω κρατημένη μια κυλιόμενη ραφιέρα τηλεόρασης, οι ρόδες της οποίας είναι εξαιρετικής ακρίβειας και προέρχονται από κάποιο φορητό στρατιωτικό εργαλείο, ενώ οι τρεις γυάλινες επιφάνειες, που ζυγίζουν περίπου 20 κιλά η κάθε μία, είχαν αρχικά κατασκευαστεί ως τζάμια για παράθυρα βομβαρδιστικών MIG. Όσες τηλεοράσεις και ν’ αλλάξω, ένα είναι σίγουρο: Το τραπεζάκι μου, παρόλο που λόγω βάρους δεν είναι και τόσο πρακτικό, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα.
«Δεν έχουμε οικονομία, αλλά έχουμε θέατρο»
»Ο Γκορμπατσόφ αρχικά επιχείρησε να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική αντίστοιχη με την Νέα Οικονομική Πολιτική του Λένιν. Εφάρμοσε, λανθασμένα όπως αποδείχτηκε, το σύστημα της αυτοδιαχείρισης επιλεγμένων εργοστασίων και επιχειρήσεων, με σκοπό να δημιουργήσει σταδιακά μια ελεγχόμενη οικονομία αγοράς. Ο Κρατικός Σχεδιασμός (Gosplan) δεν μπορούσε ούτε να ρυθμίσει ούτε καν να ελέγξει πλέον την ισοδυναμία χρημάτων-αγοράς. Τα χρήματα ήταν πολλά και τα προϊόντα λίγα.
Οι εργαζόμενοι στην αυτοδιαχείριση τριπλασίασαν τους μισθούς τους, μείωσαν την παραγωγή και δεν έκαναν υγιή διαχείρισή της, παρά φρόντιζαν να την διαχέουν στην μαύρη αγορά.
Ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να γίνεται ανεξέλεγκτος και αυτό συνεχίστηκε και μετά τον Ιανουάριο του 1991, όταν ο υπουργός Βαλεντίν Πάβλοφ επιχείρησε την τελευταία μεταρρυθμιστική προσπάθεια εκτύπωσης νέων χαρτονομισμάτων.
“Δεν έχουμε οικονομία, έχουμε όμως θέατρο”, μου έλεγε μια κοπέλα που εκείνη την εποχή δούλευε στο πολύ γνωστό θέατρο Ταγκάνκα της Μόσχας. “Ο πλούτος μας είναι ο πολιτισμός μας.” Μια φράση παρηγοριάς σε εποχές κρίσεων. Γιατί ο πολιτισμός είναι κοινωνικό αγαθό και όχι εμπορεύσιμο είδος ή -τουλάχιστον- δεν είναι είδος που μπορεί να αποσκοπεί σε μεγάλη, οργανωμένη, οικονομική κερδοφορία. Αν αυτό συμβεί, χάνεται ένα μέρος της πρωτογενούς πολιτιστικής του αξίας. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη στη Ρωσία για πολλά χρόνια. Γι' αυτό οι τέχνες άνθησαν, αγνοώντας τις δυσκολίες και τις απαγορεύσεις. Γι' αυτό οι Ρώσοι, έως σχετικά πρόσφατα, διατηρούσαν ένα από τα πιο υψηλά επίπεδα μόρφωσης στον κόσμο.
Η ρωσική τέχνη στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε αρχίσει ήδη να απολαμβάνει το ενδιαφέρον μιας μερίδας της δυτικής αγοράς.
Στη Δύση η περεστρόικα έγινε πολύ γρήγορα μόδα. Τα ψυχαγωγικά περιοδικά αρχίζουν να δημοσιεύουν ολοένα και συχνότερα άρθρα με θέματα από την σοβιετική ζωή και οι γραφίστες τα παρουσιάζουν με κακές απομιμήσεις της αισθητικής του κονστρουκτιβισμού: Τετραγωνισμένα γράμματα, χρώματα κόκκινα και μαύρα, μεταλλαγμένα σφυροδρέπανα…
Τον Ιούλιο του 1988 ο οίκος Sotheby’s διοργάνωσε για πρώτη φορά μέσα στην Μόσχα πλειστηριασμό έργων ρωσικής τέχνης. Έργα σύγχρονων καλλιτεχνών πωλούνταν δίπλα σε κάποια της ρωσικής πρωτοπορίας. Βέβαια, η επιλογή ήταν κάπως αμήχανη. Ο ζωγράφος του μπρεζνιεφικού κατεστημένου, Ιλιά Γκλαζουνόφ, στεκόταν δίπλα στον εκρηκτικό νεαρό καλλιτέχνη Βαντίμ Ζαχάροφ, που κοιτούσε τον φακό με καλυμμένο πειρατικά το ένα του μάτι. Οι πίνακες του Γκλαζουνόφ πωλούνταν σε εξωπραγματικά υψηλές τιμές. Κατά τη διάρκεια του πλειστηριασμού, ο Μπορίς Ματρόσοφ, ο Γκία Αμπραμισβίλι και ο Κονσταντίν Λάτισεφ, που απάρτιζαν την ομάδα ''Πρωταθλητές του Κόσμου'', έστησαν μια περφόρμανς με τον τίτλο ''Anti-Sothebys''. Ο παλιός εννοιολογικός καλλιτέχνης Βίκτορ Πιβοβάροφ στο βιβλίο του ''Για την αγάπη λόγια και απεικονίσεις'' έγραψε ότι η ρωσική τέχνη που ξέραμε τελείωσε το 1988 με τον πλειστηριασμό των Sotheby's.
O Βίκτορ Τουπίτσιν στο βιβλίο του ''The Museological Unconscious'' έγραψε ότι ο θρίαμβος του σκληρού νομίσματος πάνω στην τοπική ιδεολογία κήρυξε όχι μόνο το τέλος της συνθήκης των ''δύο κόσμων'' ανάμεσα στο (νεο)κοινοβιακό σώμα της εναλλακτικής ζωής της Μόσχας και του σοβιετικού κατεστημένου, αλλά επίσης την αρχή της διάλυσης και των δύο…»