Πρωί Κυριακής, το Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης ζωντάνεψε με φωνές και μνήμες. Το Cycladic Identity του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, που ολοκληρώνει τον δεύτερο χρόνο δράσης της, παρουσίασε το πρόγραμμα «Οι Υφάντρες και οι Αναμνήσεις τους», μετετρέποντας το παλιό εργοστάσιο Ζησιμάτου σε σκηνικό μνήμης, ταυτότητας και κοινότητας.
Η Ερμούπολη ξέρει να κρατά τις σιωπές της. Οι τοίχοι των εγκαταλελειμμένων εργοστασίων υψώνονται ακόμα στις γειτονιές, σημάδια μιας εποχής που η Σύρος ήταν η βιομηχανική πρωτεύουσα του Αιγαίου.
Το εργοστάσιο Ζησιμάτου, που έκλεισε το 1986 μέσα σε μία μέρα μετά από ένα αιφνιδιαστικό τηλεφώνημα που ποτέ κανείς δεν έμαθε τι ειπώθηκε, έγινε το Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης και παραμένει ίσως το πιο ζωντανό από αυτά τα κελύφη.
Εκεί, το πρωί της 31ης Αυγούστου, παρουσιάστηκε το πρόγραμμα «Οι Υφάντρες και οι Αναμνήσεις τους», μια δράση της Πρωτοβουλίας Cycladic Identity του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

Το πρόγραμμα «Οι Υφάντρες και οι Αναμνήσεις τους» στη Σύρο, υλοποιήθηκε από τον φορέα Hermoupolis Heritage που ίδρυσε και διευθύνει ο Δημήτρης Σταυρακόπουλος και έχει ως στόχο την ανάδειξη της ιστορίας των γυναικών που εργάστηκαν στην κλωστουφαντουργία της Σύρου και τη σύνδεσή της με την τοπική συλλογική μνήμη και την ταυτότητα του νησιού. (Δείτε το βίντεο με τις μαρτυρίες εδώ).
Για να φτάσω εκεί επέλεξα να περπατήσω στον δρόμο, παράλληλα με το λιμάνι, που περνά ανάμεσα από παλιά εργοστάσια, τις εγκαταστάσεις του νεωρίου, πανσιόν με μπουγάδες απλωμένες και στο βάθος ένα παλιό κτίριο, ολοκίτρινο, όπου λειτουργεί ένα από τα δημοτικά σχολεία της πόλης.

Μια διαδρομή στην βιομηχανική ιστορία που δεν έχει σιγήσει, είναι τόσο μουσειακή όσο και ζωντανή, σε διαρκή εξέλιξη. Τελικός προορισμός το εργοστάσιο Ζησιμάτου.
Η ξενάγηση σαν θεατρική πράξη
Η Ηλιάνα Θέου, η ξεναγός μας στο εργοστάσιο, απόφοιτος της πανεπιστημιακής Σχολής Σχεδιασμού Προϊόντων και Συστημάτων που εδρεύει στο νησί, έστησε από την αρχή το σκηνικό: «Σήμερα θα περάσουμε τέσσερις πόρτες», λέει. Στην είσοδο, η φράση των Doors — There are things known and things unknown and in between are the doors.

Και λίγο αργότερα, μετά την πρώτη πόρτα, οι Τρεις Μοίρες: Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος. Μπροστά στην αφίσα με τις Τρεις Μοίρες, η Ηλιάνα στάθηκε για λίγο. «Είναι οι ίδιες που κρατούν το νήμα της ζωής», είπε. «Η Κλωθώ, στο κέντρο, γνέθει το νήμα από την αρχή.
Η Λάχεσις, στα δεξιά, το μετρά και καθορίζει το μερίδιο που θα πάρει ο καθένας. Και η Άτροπος, αριστερά, με τα ψαλίδια στο χέρι, κόβει το νήμα και φέρνει τον θάνατο». Ένας μύθος που ξαφνικά φαινόταν απόλυτα ταιριαστός με τον χώρο: εδώ, χιλιάδες γυναίκες ύφαιναν κυριολεκτικά τα νήματα, δίνοντας σχήμα στη ζωή τους και στη μοίρα του νησιού, την ώρα που ο κόσμος έξω άλλαζε.

Γιατί όμως η Σύρος και όχι η Άνδρος, η Μύκονος ή η Τήνος; Η αφήγηση ήταν ξεκάθαρη: το νησί, καθολικό τότε, έμεινε ουδέτερο στην Επανάσταση του 1821. Υπό γαλλική προστασία, έγινε τόπος υποδοχής των προσφύγων από Χίο, Σμύρνη, Ψαρά και Αϊβαλί. Έφεραν μαζί τους δεξιότητες, εμπορικό πνεύμα, τεχνογνωσία.
Σε άλλα νησιά τους έδιωξαν· στην Άνδρο τους είπαν πως θα κλέψουν τα σύκα και θα πειράξουν τα κορίτσια. Η Σύρος όμως τους δέχτηκε και μέσα σε λίγες δεκαετίες απέκτησε 68 εργοστάσια, από τα οποία τα 24 υφαντουργεία. Περισσότεροι από 3.000 εργαζόμενοι, κυρίως γυναίκες, γέμιζαν την πόλη με τον ήχο των μηχανών.
Το εργοστάσιο που έγινε κέντρο για μπουζούκια

Στην αυλή, μπροστά μας αντικρίζουμε δύο κτίρια-δίδυμα. Το ένα, αγορασμένο από τους Κωνσταντινόπουλο και Ζησιμάτο, παρήγε αρχικά μαντίλια (καλέμκετια) για τις γυναίκες της Ανατολής που ζούσαν στο νησί. Αργότερα επεκτάθηκε, χώρισε σε δύο μονάδες, και λειτούργησε μέχρι το 1995.
Όταν έκλεισε, μετατράπηκε σε κέντρο διασκέδασης. Μπουζούκια. Οι μηχανές πετάχτηκαν, οι τοίχοι έμειναν κούφιοι, το ταβάνι κατέρρευσε. Το άλλο, το εργοστάσιο Ζησιμάτου, έσβησε απότομα το 1986, χωρίς εξηγήσεις. Έμεινε εγκαταλειμμένο, κλειδωμένο, άθικτο. Κι αυτή η σιωπή του, η ακινησία, το διέσωσε ώστε σήμερα να μπορεί να λειτουργεί ως μουσείο.

Στο βαφείο, ο τεράστιος λέβητας μοιάζει ακόμα να μουγγρίζει. Το βαμβάκι από Σμύρνη και Αίγυπτο έβραζε για να πάρει χρώμα ή να γίνει πιο λευκό. Οι εργάτριες γύριζαν τα νήματα με τα χέρια, τα έβαφαν σε λεκάνες με μπογιές, τα έστριβαν, τα στέγνωναν.
Το στέγνωμα γινόταν σε μηχανή που θύμιζε πλυντήριο· οι τέσσερις δεξαμενές συλλογής βρόχινου νερού στην οροφή έδιναν αυτάρκεια. Για τις μικρές δουλειές, υπήρχε το πηγάδι που λειτούργησε ως και πέρυσι. Η αυτάρκεια και η εξυπνάδα της βιομηχανικής εποχής έκαναν τον χώρο να μοιάζει ακόμη ζωντανός.

Ο παππούς του υπολογιστή έφτιαχνε ζακάρ
Το μηχανοστάσιο έμοιαζε με καρδιά. Εκεί δούλευαν μόνο άντρες, γιατί μόνο αυτοί θεωρούνταν ικανοί να επισκευάσουν και να χειριστούν τα μηχανήματα. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, πολλοί εργάτες έμειναν με μόνιμα προβλήματα ακοής.
Από αυτή την πόρτα και πέρα όμως απαγορευμένα για εκείνους ξεκινούσε το βασίλειο των γυναικών. Μια ακόμα πόρτα χώριζε τα δύο φύλα, καθιστώντας το εργοστάσιο μια αντανάκλαση της ίδιας της κοινωνίας. Αν και μια αφήγηση από τον υπεύθυνο μηχανικό αργότερα, έδειξε ότι τα πάθη δεν σιγούσαν και επηρέαζαν και τον ρυθμό παραγωγής.

Κι έπειτα, το μηχάνημα Jacquard. Με τις διάτρητες κάρτες του, ήταν στην ουσία το πρώτο binary code: τρύπα=1, κενό=0. Από το χαρτί στο ύφασμα, η μετάβαση γινόταν μέσω ενός προγράμματος που όριζε το μοτίβο. Ένα θαύμα τεχνολογίας μέσα σε ένα εργοστάσιο της Σύρου.
Μια πετσέτα φτιαγμένη εκεί, πολύχρωμη και περίπλοκη, πέρασε από χέρι σε χέρι για να την αγγίξουμε και να θαυμάσουμε τα χρώματα που παραμένουν έντονα. Η Ηλιάνα εξήγησε ότι οι εργάτριες που βρίσκονταν στο μηχάνημα για τα στιμόνια δεν άφηναν ποτέ το πόστο μόνες. Οι συνάδελφοί τούς έφερναν το μεσημεριανό στο μηχάνημα. Στις τσέπες, πάντα ένα παστελλάρι, το δικό τους «energy bar» με μέλι και σουσάμι.

Οι φωνές της μνήμης
Μετά την ξενάγηση, ήρθε η ώρα των ομιλιών. Η Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, Σάντρα Μαρινόπουλου, μίλησε με σαφήνεια για τους στόχους του Cycladic Identity που αποτελεί προσωπικό της όραμα: «Σήμερα τα νησιά μας αλλάζουν ραγδαία. Ο υπερτουρισμός, η υπερδόμηση, η κλιματική αλλαγή απειλούν την ταυτότητά τους. Με αυτή την πρωτοβουλία, θέλουμε να διατηρήσουμε, να αποκαταστήσουμε και να αναδείξουμε όσα κινδυνεύουν να χαθούν».

Την ακολούθησαν ο Αντιδήμαρχος Τουρισμού Ιωάννης Βουτσίνος και ο Δημήτρης Σταυρακόπουλος, ιδρυτής του μουσείου, που παρουσίασε το βίντεο με μαρτυρίες δέκα υφαντριών. Μίλησε για έναν φόρο τιμής σε ατές τις νέες γυναίκες που από παιδιά δούλευαν με σκληρές συνθήκες μέσα στο εργοτάσιο.
Αχ μαυρομάτα μου κλωστηρού μου
Καθώς έτρεχε το βίντεο με τις μαρτυρίες των υφαντριών, αντήχησε στον χώρο η φωνή του Μάρκου Βαμβακάρη. Το τραγούδι «Αχ μαυρομάτα κλωστρού μου» έγινε μουσικό χαλί στις εικόνες του εργοστασίου, σα να έδενε το βουητό των μηχανών με το μπουζούκι.
Αχ, μαυρομάτα κλωστηρού μου,
στ’ αργαστήρι σου να μπω,
να σε δω να υφαίνεις,
και να μην ξαναβγώ.
Οι στίχοι, απλοί και καθημερινοί, μιλούσαν για το πάθος, την επιθυμία, αλλά και για την ίδια τη γυναικεία μορφή της εργάτριας, που το τραγούδι την υψώνει σε μούσα. Κι έτσι, η παρουσία του Αντώνη Βαμβακάρη, μηχανικού του εργοστασίου, συνδέθηκε με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον μουσικό: δύο διαφορετικοί «ρυθμοί» του νησιού, που βρέθηκαν να αντηχούν μαζί εκείνο το πρωί στην Ερμούπολη.
Στο τέλος, δύο προσωπικές μαρτυρίες συγκίνησαν: η κυρία Μαρία Ρούσσου μίλησε για τον μόχθο πίσω από τους αργαλειούς, ενώ ο κύριος Αντώνης Βαμβακάρης, μηχανικός από το 1951 ως το 1986, αφηγήθηκε την τελευταία μέρα που το εργοστάσιο έσβησε. Ένας από τους τελευταίους που έφυγαν, παραμένει ζωντανή φιγούρα στη μνήμη όλων.

Μνήμη και ταυτότητα
Το πρόγραμμα «Οι Υφάντρες και οι Αναμνήσεις τους», που υλοποίησε ο φορέας Hermoupolis Heritage με τη στήριξη του Cycladic Identity, δεν είναι απλώς μια καταγραφή. Είναι μια διάσωση της μνήμης, μια υπενθύμιση ότι η άυλη κληρονομιά ζει στις φωνές των ανθρώπων. Όπως είπε η Σάντρα Μαρινόπουλου, «η κληρονομιά δεν ζει μόνο στα μουσεία ή στα βιβλία, αλλά στις εμπειρίες εκείνων που την έζησαν».
Κι εκείνο το πρωινό στην Ερμούπολη, το εργοστάσιο Ζησιμάτου, με τις σιωπές και τα θραύσματά του, μίλησε ξανά. Οι φωνές των υφαντριών και των μηχανικών έγιναν το νήμα που ενώνει το παρελθόν με το παρόν. Ένα νήμα που συνεχίζει να υφαίνεται, όσο υπάρχει μνήμη, κοινότητα και ταυτότητα.
