Είμαστε στο Πεδίον του Άρεως. Ακούμε γαβγίσματα μέσα από το χώμα. Βλέπουμε neon επιγραφή που εκλιπαρεί «Love me. Lick me. Forgive me.». Φιγούρες από σκισμένο χαρτί να σέρνουν πόλεις. Κάποιος φωνάζει «σκαντζόχοιρος!» τη στιγμή που ένας Λιβανέζος βοσκός λέει «Τόκιο».
Από τον Άγιο Ταξιάρχη ακούγεται το «Χριστός Ανέστη». Μια σταγόνα κυλά από κοχύλι. Κορίτσια ξαπλώνουν στο χώμα, ψιθυρίζουν στη γη που διψά: σε ακούμε.
Tίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για όσα δεις, ακούσεις, νιώσεις μέσα στην επικράτεια των Plasmata 3 του Ιδρύματος Ωνάση στο Πεδίον του Άρεως. Αν θυμάσαι τα Plasmata 1 πριν από τρία χρόνια, ετοιμάσου για κάτι πιο βαθύ, πιο τελετουργικό, πιο αληθινό ακόμα και αν είναι κραυγαλέα ψεύτικο, περισσότερο αναλογικό, πιο συναισθηματικά απαιτητικό.

Είναι μια παρτίδα ανάμεσα στην τέχνη και την πραγματικότητα, παιγμένη μέσα στα σκοτεινά μονοπάτια ενός πάρκου που κάποτε φοβόσουν να διασχίσεις. Όπως στο «Όνειρο Θερινής Νύχτας», δεν είσαι ποτέ σίγουρος τι είδες, αν η φιγούρα που έπεφτε και ξανασηκωνόταν ήταν άνθρωπος ή ιδέα. Αν το κοχύλι έσταζε νερό ή χρόνο. Αν το βλέμμα του αλόγου συγχωρούσε ή αποκάλυπτε. Ετοιμάσου να δεις την φύση, την πόλη και όσα συγκροτούν το πάρκο, να συνωμοτούν για να εγγράψουν νέες παράλληλες αφηγήσεις. Ας πούμε:
Η ροζ προτομή του αρχαίου στωικού φιλοσόφου Χρύσιππου στροβιλίζεται στο έργο "Focus!" του Αndreas Wannerstedt. Η επιμελήτρια της έκθεσης και καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου και ο Πρόδρομος Τσιαβός, general manager της έκθεσης και διευθυντής Καινοτομίας και Ψηφιακής Ανάπτυξης του Ιδρύματος, λένε κατά την ξενάγηση ότι ο Χρύσιππος (ανεξήγητα κάπως, αγαπημένος του Τσιαβού) ήταν ο στωικός φιλόσοφος που υποστήριξε ότι πρέπει να ζούμε με τους νόμους της λογικής οπότε φυσικά ο θάνατός του ήταν παράλογος. Η Αφροδίτη Παναγιωτάκου διαμαρτυρήθηκε ότι όλοι οι θάνατοι είναι παράλογοι: αφού γεννιόμαστε το λογικό θα ήταν να ζούμε για πάντα.

Και είναι ακριβώς η στιγμή που το πάρκο πλημμυρίζει από το κάπως επικά ψαλλόμενο «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας» που ακούγεται από τα ηχεία της εκκλησίας του Ταξιάρχη στην περιφέρεια της έκθεσης. Είναι η ώρα της αγρύπνιας, η ώρα που θα ακούς τη λειτουργία να συναντιέται με φωνές από βιντεοπροβολές, μουσική από το Stegi Radio, μικρές φωνές «ένας σκαντζόχοιρος!» μπροστά από το βίντεο με το βοσκό με τα πρόβατά του στο Λίβανο που κοιτά την κάμερα και λέει σχεδόν ηδονικά «Τόκιο», στο βίντεο του Ziad Antar. Παρακάτω, ανάμεσα σε δυο αντιθετικά έργα για την υφή της αγάπης, κάποιοι κάνουν το γαμήλιο πάρτι τους -αλήθεια! Aς περπατήσουμε όμως σε ένα μέρος της έκθεσης Plasmata 3.
Η Πολιτική της Πτώσης: Για τον Yoann Bourgeois στο Πεδίον του Άρεως
Υπάρχει κάτι ανατρεπτικό στο να παρακολουθείς έναν άνθρωπο να πέφτει ξανά και ξανά και να σηκώνεται με τη φυσικότητα της αναπνοής. Στο «Approach 17. Opening», ο Yoann Bourgeois ανεβαίνει μια λευκή σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά, αγγίζει το σκαλί, και πέφτει στο κενό. Μόνο που δεν συντρίβεται, επιστρέφει. Για να την ανέβει ξανά. Ακόμα πιο ψηλά. Για να ξαναπέσει. Για να ξανασηκωθεί.
Και κάθε φορά, δεν εκφράζει την ήττα, αλλά την επιμονή. Όχι το θέαμα, αλλά την αντίσταση. Το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο απογευματινό φως του Πεδίου του Άρεως δεν αναφωνεί. Κρατά τη φωνή και την ανάσα μέσα στο στόμα. Αναγνωρίζει κάτι.

Αυτή δεν είναι απλώς μια χορογραφία. Είναι ένα οπτικό μανιφέστο επιμονής. Μια απελπισμένα όμορφη εικόνα. Πώς η αποτυχία, όταν τελετουργείται, γίνεται ιερή. «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα», έγραψε ο Μπέκετ, κι εδώ, ο Bourgeois δίνει σώμα σε αυτά τα λόγια. Ένα σώμα αιωρούμενο μέσα σε μια πόλη που ξέρει καλά τον ίλιγγο της κατάρρευσης: οικονομικής, πολιτικής, υπαρξιακής.
Κι όμως η Αθήνα σηκώνεται. Όχι θριαμβικά, αλλά με τον σπόρο της επιστροφής. Όπως ο Bourgeois. Όπως οι άνθρωποι που τον παρακολουθούν. Η σκάλα δεν χρειάζεται προορισμό. Το νόημα δεν είναι πού οδηγεί, αλλά ότι συνεχίζουμε να κινούμαστε. Σε έναν κόσμο που μας μαθαίνει να παριστάνουμε την ισορροπία, εμείς τολμάμε να εξασκούμε την ποιητική της αστάθειας. Η δημοκρατία δεν έχει ισορροπία. Μόνο κίνηση. Α, και φαντασία, όπως επιμένουν οι ς Αφροδίτη Παναγιωτάκου και Πρόδρομος Τσιαβός .

Κατά τη διάρκεια της περφόρμανς ακούγεται το «Glassworks» του Philip Glass που είναι σαν ένας καταρράκτης από καθρέφτες: επαναληπτικό, διάφανο, στροβιλιστικό. Αποτυπώνει τη συναισθηματική γεωμετρία του χρόνου: κάθε κύμα ήχου είναι ταυτόχρονα οικείο και αποστασιοποιημένο, ψυχρό και σπαρακτικό. Είναι μουσική για ανθρώπους που έχουν μάθει να αντέχουν την επανάληψη και να βρίσκουν ελευθερία μέσα της. Μια μουσική που δεν σε οδηγεί κάπου, απλώς σε κρατά αιωρούμενο, στο απλησίαστο σημείο της αιώρησης.
Πώς μετριέται η αγάπη σε μια πόλη που αρνείται να μείνει πεσμένη στο χώμα;

Φεύγοντας από τον Bourgeois που πέφτει και ξανασηκώνεται, φτάνεις κάποια στιγμή ανάμεσα σε δύο έργα που μοιάζουν να ψιθυρίζουν κάτι πολύ ουσιαστικό για την εποχή και τις σχέσεις της. Το «The Falling City» της Noemi Iglesias Barrios (βγάζει το Hello Kitty σημειωματάριο της και επιμένει να μας μιλήσει στα ελληνικά, διαβάζοντας τις σημειώσεις της. Είναι απολύτως σημαντικό για αυτήν) και το «Love me. Lick me. Forgive me.», της Janis Rafa. Τα δυο τόσο αντίθετα μεταξύ τους έργα, λειτουργούν σαν συναισθηματικοί μετεωρολογικοί σταθμοί, καταγράφοντας ό,τι συνήθως ξεφεύγει από τις στατιστικές: την αγάπη, τη λαχτάρα, την ανάγκη για επαφή, την εξουσιαστική σχέση στον έρωτα.
Η εγκατάσταση της Noemi Iglesias μοιάζει με ποιητικό αντεπιχείρημα στην εποχή της επιτήρησης. Εκεί όπου κάμερες παρακολουθούν για να καταγράψουν παραβάσεις και δείκτες απειλής, εκείνη προτείνει μια κάμερα που μετρά τις πράξεις τρυφερότητας. Αγκαλιάσου, φίλησε, κράτα το χέρι του άλλου και τα διάφανα, χειροποίητα κρυστάλλινα γλυπτά λουλούδια της που κρέμονται κυκλικά γύρω από ένα κυπαρίσσι και το απομεινάρι ενός άλλου, θα φωτίσουν. Η τεχνητή νοημοσύνη που ενεργοποιεί την εγκατάσταση έχει εκπαιδευτεί να αναγνωρίζει εικόνες στοργής στο δημόσιο χώρο. Ένας αλγόριθμος για τη συναισθηματική θερμοκρασία της πόλης. Όχι για να την ελέγξει, αλλά για να την καταλάβει.

Η ίδια η καλλιτέχνις λέει πως «έχουμε αναπτύξει τόσα εργαλεία για να καταγράφουμε την παραβατικότητα — αλλά κανένα για να καταγράψουμε την αγάπη». Και ίσως αυτό να είναι το πιο ριζοσπαστικό της πρότασης: ότι η τρυφερότητα, η ενσώματη φροντίδα, είναι μια πράξη πολιτική. Ιδιαίτερα σήμερα, σε μια πόλη που συχνά μοιάζει σκληρή, επιφυλακτική, κατακερματισμένη.

Σχεδόν δίπλα, το έργο της Janis Rafa, κόκκινες ακτίδες φωτός (σήμανση ερωτικού περιεχομένου ή κινδύνου;) λειτουργεί με άλλους όρους, αλλά καταλήγει σε ένα παρόμοιο ερώτημα. Η νέον επιγραφή Love me. Lick me. Forgive me. λειτουργεί ως κάλεσμα, εντολή ή προσευχή. Η φράση αντανακλάται μέσα στην κόρη του ματιού ενός αλόγου -το άλλο μέρος της εγκατάστασης- μια φωτογραφία-μεταλλοτυπία. Εκεί, ο θεατής βλέπει την επιθυμία του να αγαπήσει και να αγαπηθεί να αντανακλάται μέσα από το βλέμμα ενός άλλου είδους. Που δεν μιλά. Που δεν συναινεί. Αλλά εξουσιάζεται.
Η Rafa, με τη μακρόχρονη σχέση της με τα άλογα και τη δουλειά της πάνω στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και μη-ανθρώπινων πλασμάτων, εξετάζει τις γκρίζες ζώνες που διατρέχουν την αγάπη: πού τελειώνει η φροντίδα και πού αρχίζει ο έλεγχος; Πόσο εγωκεντρική είναι η επιθυμία μας για ανταπόδοση; Πόσες σχέσεις, ακόμα και οι πιο τρυφερές, φέρουν μέσα τους μια δόση εξουσίας; Το βλέμμα του αλόγου δεν απαντά. Αντικατοπτρίζει. Και αναρωτιέσαι: πώς φωτίζεις την συναίνεση;

Κι έτσι, ανάμεσα στα δύο έργα, ανάμεσα σε μια πόλη που μετρά την αγάπη με αλγόριθμους και σε μια εικόνα που μας γυρίζει πίσω στο αίτημά μας για συναισθηματική αναγνώριση, συμβαίνει το εξής απίθανο: ένα γαμήλιο πάρτι. Σε ένα τετράγωνο του πάρκου, οριοθετημένο από γιρλάντες που κρέμονται από κορμούς δέντρων, άνδρες με λινά κοστούμια και γυναίκες με θροΐζοντα φορέματα χορεύουν και φωτογραφίζονται. Γιορτάζουν την ένωση.
Την ώρα που η τέχνη αμφισβητεί τη δυνατότητα της συναίνεσης, της γνησιότητας, της αγάπης ως καθαρής πράξης, η ζωή τις επαναλαμβάνει, τις τελεί. Ίσως όχι με αθωότητα, αλλά με επιμονή. Κι αυτό είναι συγκινητικό. Και ποιητικό. Και λίγο ειρωνικό. Δηλαδή, αληθινό.
Shadow Procession του Κέντριτζ στο διόλου αθώο πάρκο του αναθέματος

Περπατάμε στις παρυφές της έκθεσης και σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε, μέσα από τις συνεχείς κοφτές οδηγίες-ριπές του Πρόδρομου Τσιαβού «προσοχή» όταν περνάμε μέσα στο σκοτάδι ανάμεσα σε δέντρα και φυτά ψιλόλιγνά σαν φτιαγμένα από τον Τζιακομέτι, φτάνουμε μπροστά σε μια πομπή σκιών. «Shadow Procession» του William Kentridge.
Επτά λεπτά animation φτιαγμένα το 1999, που σήμερα σου φαίνονται προφητικά. Σιλουέτες από μαύρο χαρτί, σκιές ανθρώπων που σέρνουν αντικείμενα, φορτία, ολόκληρες συνοικίες πάνω τους. Ένας μεταλλωρύχος που αιωρείται από αγχόνη, εργάτες που σπρώχνουν το τοπίο, προσπαθώντας να το πάρουν μαζί τους. Μια φιγούρα-Υμπύ που χορεύει αυταρχικά, σχεδόν υπνωτισμένα. Μια γάτα με απίθανη αυτοπεποίθηση που σαρκάζει τον ίδιο τον ρυθμό της πομπής.
Ο Kentridge επιστρέφει στις μορφές του θεάτρου σκιών, αλλά τις εμποτίζει με τις δικές του νοτιοαφρικανικές εμπειρίες: τη βία του απαρτχάιντ, τον ξεριζωμό, την αβεβαιότητα του ανήκειν. Όμως στον αθηναϊκό αέρα, και συγκεκριμένα εδώ, στο Πεδίον του Άρεως, το έργο αποκτά μια ακόμη σκοτεινότερη ηχώ. Γιατί το μέρος αυτό δεν είναι αθώο.

Εδώ όπου σήμερα προβάλλονται φιλμ και κυκλοφορούν οι επισκέπτες των Plásmata 3, κάποτε βρίσκονταν οι στρατώνες του ιππικού του Όθωνα. Φυτεύτηκε το 1861 για στρατιωτική χρήση: ένα Campus Martius, σαν το παρισινό Champ de Mars. Κι ένα χρόνο μετά, το 1862, φιλοξένησε τον πανηγυρικό εορτασμό της έξωσης του ίδιου του Όθωνα. Από έδρα του βασιλιά σε τόπο που γιόρταζε την πτώση του.
Και δεν ήταν η μόνη πτώση. Το 1916, εδώ τελέστηκε η τελετουργική καταδίκη του Ελευθέριου Βενιζέλου από τον κλήρο και τον λαό. Το λεγόμενο «ανάθεμα», μια σωρός από πέτρες και κατάρες, συγκροτημένο μπροστά στα μάτια της πόλης. Αν δεις τα αρχειακά ντοκουμέντα, το άλσος αυτό δεν υπήρξε ποτέ απλός πνεύμονας. Ήταν ένας θύλακας εξουσίας, μια πλατεία της αντίφασης, ένα πεδίο μάχης πολιτικών σωμάτων.

Κι έτσι, η πομπή του Kentridge δεν μοιάζει φαντασιακή. Είναι ο αντίλαλος όσων πέρασαν απ’ εδώ: στρατιώτες, διαδηλωτές, βασιλιάδες, εξόριστοι, μετανάστες, χορευτές, εραστές. Το Πεδίον του Άρεως είναι το τέλειο σκηνικό για αυτή την εγκατάσταση. Εδώ, όπου η σκιά ενός αλόγου αντανακλά την επιθυμία μας (Love me. Lick me. Forgive me.), εδώ, όπου ο αλγόριθμος μετρά τις αγκαλιές (The Falling City), και οι ηγέτες πέφτουν (Approach 17. Opening) ο Kentridge παραθέτει ένα άλλο είδος μέτρησης: εκείνο των χαμένων βημάτων, των ασήκωτων σιωπών, της πολιτικής ως τραύματος που βαδίζει. Και ίσως, αν παρατηρήσεις καλά, στο βάθος της παρέλασης, να δεις τον εαυτό σου.
Γαβγίσματα, κοχύλια και μια χαραμάδα στον χρόνο

Και μετά, τα γαβγίσματα. Επίμονα, πεινασμένα, σχεδόν εκνευριστικά. Δεν είναι αδέσποτα. Είναι η φωνή του έργου «Beware of the Dogs» των The Callas: μια παλιά βιντεοεγκατάσταση του 2001, χωμένη στο χώμα, με την οθόνη της σχεδόν θαμμένη, σαν να αναδύεται από κάποιο μακρύ, ψυχεδελικό όνειρο. Τα αδέλφια Άρης και Λάκης Ιωνάς, τότε νεαροί φοιτητές στο Chelsea του Λονδίνου, αποτύπωσαν μια επαναλαμβανόμενη συνάντηση με ένα bull terrier πίσω από φράχτη. Μια επαφή χωρίς λέξεις, χωρίς εξηγήσεις. Μια οπτικοακουστική αναπαράσταση της αβεβαιότητας, της παρανόησης, της διαρκούς έντασης που δημιουργεί η παρουσία ενός άλλου που δεν μπορείς να διαβάσεις.
Το έργο δεν σε προειδοποιεί απλώς για τους σκύλους. Σε καλεί να προσέξεις την ίδια την ακατανόητη επιθυμία. Την παιδική, lo-fi αφέλεια της ενσυναίσθησης που δεν βρίσκει ποτέ ανταπόκριση. Κι αυτή η ένταση – ανάμεσα στη συντροφικότητα και την αποξένωση – πάλλεται σαν υπόκωφο βουητό στο χώμα.

Κι ύστερα, σαν να αλλάζει το τοπίο με μια ανάσα, πέφτεις σχεδόν πάνω στην πιο λυρική στιγμή της διαδρομής: «Hard Times - Soft Sounds» του Moritz Simon Geist. Εκεί, δίπλα στο καμπυλωτό, μακρύ κανάλι του Άλσους, σε ένα φυσικό σκηνικό που θυμίζει εγκαταλελειμμένο ιαπωνικό κήπο, 22 κοχύλια περιστρέφονται διακριτικά, σχεδόν με συστολή, πάνω από μικρά μοτέρ. Και ακούς αυτό που απομένει όταν η μουσική σταματά: τον ήχο μιας σταγόνας. Της επανάληψης. Της υπομονής.
Δημιουργημένο εν μέσω πανδημίας, το έργο αυτό δεν φωνάζει, ψιθυρίζει. Ότι ακόμα και η τεχνολογία, κάποτε πολεμοχαρής και ηχηρή, μπορεί να λειτουργήσει θεραπευτικά. Ότι η ομορφιά ίσως δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά αλλάζει τον ρυθμό με τον οποίο τον ακούμε. Ότι ένα κοχύλι, θραύσμα του βυθού, μπορεί να κουβαλά έναν ολόκληρο εσωτερικό ωκεανό.

Το έργο δεν σε διατάζει να το καταλάβεις. Σε καλεί να το νιώσεις. Να μείνεις λίγο παραπάνω, να ακούσεις τι λέει ο χρόνος όταν δεν υπάρχει βιασύνη. Και ξαφνικά, ανάμεσα στα γαβγίσματα και στις σκιές, βρίσκεσαι μπροστά στο πιο αθόρυβο μανιφέστο της έκθεσης. Και ο Πρόδρομος Τσιαβός δεν φωνάζει πια προσοχή. Μόνο μας καλεί να περάσουμε πάνω για την μικρή ξύλινη γέφυρα.
Οι κόρες -που γέννησαν κάποιες κόρες- πάνω στις ρωγμές της γης

Κάνουμε μια επιθετική κάθετη τομή μέσα στον κήπο και την έκθεση φτάνουμε σε ένα σημείο όπου νομίζεις ότι η Γη σκίζεται. Το έδαφος ανοίγει, ραγίζει, αναπνέει σαν πληγή. Στο «Tectonic Riders» της Έφης Γούση, μια ποιητική, σχεδόν σουρεαλιστική βιντεοεγκατάσταση, βρισκόμαστε στη λίμνη του Μόρνου. Το νερό έχει υποχωρήσει. Το τοπίο είναι χωμάτινο, άγονο, δραματικό. Και μέσα σε αυτό: κορίτσια.
Βηματίζουν αποφασισμένα πάνω σε μια τσιμεντένια ταράτσα, ξαπλώνουν στο χώμα, παραδίδονται στη γη σαν σωμάτινες χοές. Ένα κορίτσι πλέκει τα μαλλιά της σε κοτσίδα. Είναι μια πολεμική χειρονομία; Προετοιμασία για κάτι. Είναι Αμαζόνες; Είναι θεότητες από ερυθρόμορφα αγγεία που απέδρασαν από την επιφάνεια για να ξαναβρούν τις ρίζες τους;

Το έργο αντλεί από τα ταυροκαθάψια — εκείνη την επικίνδυνη, αινιγματική τελετουργία της Κνωσού, όπου γυναίκες πηδούν πάνω από ταύρους σαν χορευτές για να ηρεμήσουν τον Εγκέλαδο- ιερείς. Εδώ, όμως, δεν υπάρχουν ζώα. Υπάρχει η μνήμη τους. Ο τελευταίος ταύρος δεν επιβίωσε τον χειμώνα, λένε. Και η γη διψά. Διψά απελπισμένα.
Οι νεαρές γυναίκες δεν μιλούν πολύ. Όταν το κάνουν, ψιθυρίζουν. «Είμαστε εδώ και σε ακούμε», λένε στη Γη, σαν να την προσκαλούν να τους απαντήσει. Τα πόδια τους χτυπούν το έδαφος σαν τύμπανα. Και τότε, ακούγεται κάτι. Ένα βουητό. Μια δόνηση. Μια μηχανή.

Μια γυναίκα εμφανίζεται πάνω σε μηχανή μεγάλου κυβισμού. Δεν τη ιππεύει. Συγχωνεύεται μαζί της. Ισορροπεί πάνω της, την κυριαρχεί. Είναι η κόρη. Η κόρη μιας κόρης. Μιας κόρης. Μιας κόρης. Ένα θηλυκό γενεαλογικό δίκτυο που δεν λέει πια ιστορίες αλλά τις σωματοποιεί. Με ταχύτητα. Με έλεγχο. Με ποίηση.
Ένα κορίτσι ρωτά: «Κάποτε ένας ταύρος διέλυσε ένα χωριό. Ήταν τρομαγμένος ή θυμωμένος;» Ίσως να μιλά για κάτι μεγαλύτερο. Για την ίδια τη φύση που επιστρέφει, ασυγχώρητη και πανίσχυρη. Για την Ιστορία. Για την Μνήμη. Για τη Γη που πλέον δεν ζητά, αλλά απαιτεί. «Εσύ είσαι θυμωμένος ή φοβισμένος;»
Το «Tectonic Riders» δεν είναι απλώς μια οικολογική αλληγορία. Είναι ένα ποίημα αντίστασης, μέσα από τελετουργία, σώμα, και μηχανή. Μια ερωτική επιστροφή στη φύση ως μητέρα, ως τραύμα, ως προφητεία. Κι αν με ρωτήσεις τι έμεινε στο τέλος, θα σου πω: ο ήχος των ποδιών πάνω στο χώμα. Και μια υπόσχεση, ειπωμένη σαν προσευχή: «Σε ακούμε. Δεν θα φύγουμε».
Έχει νυχτώσει για τα καλά. Το πάρκο, η έκθεση, απαιτεί να επιστρέψουμε για να περπατήσουμε στην υπόλοιπη διαδρομή. Nα χορέψουμε με την μουσική του Stegi Radio, να παρακολουθήσουμε κινηματογραφικές προβολές, να ακούσουμε συζητήσεις, να πάμε στις πέντε pop-up bars, street food καντίνες και να δοκιμάσουμε φαγητά από εστιατόρια της περιοχής.
Το Guerilla Chef Burger σερβίρει burgers και μια νέα ανατολίτικη συνταγή με έμπνευση από τον Λίβανο. Η Γαρδένια, το ιστορικό αναψυκτήριο του πάρκου, είναι εκεί για μια στάση στην περιήγηση της έκθεσης και προσφέρει δροσερά ροφήματα και σνακ για κάθε στιγμή της ημέρας. Το Falafel Al Sharq προτείνει αυθεντικά φαλάφελ και street food με άρωμα Μέσης Ανατολής. Και η Vana Ba Afrika Canteen μάς συστήνει την αφρικανική κουζίνα μέσα από πικάντικα πιάτα που ενώνουν την Κυψέλη με την Γκάνα, την Αιθιοπία και το Μαρόκο. Κλασική περίπτωση to be continued…

Plásmata 3
We’ve met before, haven’t we?
Tέχνη – Μουσική – Κινηματογράφος – Περφόρμανς – Συζητήσεις – Γεύσεις
27.05 – 15.06.25 | Καθημερινά, από τις 18:00 | Πεδίον του
Άρεως
Mε ελεύθερη είσοδο