Στην Aθήνα των μύθων και των τραυμάτων, η Marlene Dumas συνομιλεί με το φως των Κυκλάδων. Στην έκθεσή «Cycladic Blues» στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης το ανθρώπινο σώμα δεν είναι σύμβολο κάλλους, αλλά φθοράς, επιθυμίας και αντίστασης. Από τη νεκρική μάσκα και τις παιδικές φιγούρες μέχρι τους φαλλούς-θεούς και τις σεξεργάτριες του Άμστερνταμ, το γυμνό σώμα είναι και πολιτικό σχόλιο.
Στην Αττική του μαρμάρου, η σάρκα παραμένει εκτεθειμένη. Μέσα στην μεγάλη αίθουσα του Μεγάρου Σταθάτου, μια ηλικιωμένη γυναίκα στέκεται όρθια, σχεδόν πεισματικά. Το βλέμμα της είναι στραμμένο μπροστά, το σώμα της, ρυτιδιασμένο αλλά ακέραιο, καταλαμβάνει τον χώρο χωρίς να ζητά άδεια. Είναι η «Old Market Lady», μια μορφή που η Marlene Dumas ζωγράφισε τον Ιανουάριο του 2025 με το βλέμμα της να αντιστέκεται στο αναπόφευκτο της ηλικίας.

Ακριβώς απέναντί της, θεριεύει μια άλλη γυναίκα που αναδύθηκε από το χρώμα, μοιάζει να φέρει τα χέρια της στο ύψος της κοιλιάς: το έργο «Phantom Age». Είναι η ίδια γυναίκα από άλλη οπτική γωνία, δημιουργημένη και αυτή φέτος τον Ιανουάριο σε διαστάσεις 300 επί 100 εκατοστά. Και δίπλα μια μικροσκοπική γυναίκα με τα χέρια ακουμπισμένα στην κοιλιά, ρωμαϊκό μαρμάρινο αντίγραφο ελληνιστικού γλυπτού του 2ου αιώνα π.Χ. με τίτλο «Η ηλικιωμένη γυναίκα της αγοράς» Χιλιετίες χωρίζουν τις γυναίκες της Dumas με αυτή της αρχαιότητας, κι όμως, η σιωπή τους συνομιλεί.
Η πιο ακριβοπληρωμένη εν ζωή καλλιτέχνης του κόσμου στην Αθήνα συνομιλεί με αρχαιότητες
Στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης της Αθήνας, εκεί όπου το μάρμαρο αφηγείται προϊστορικούς μύθους, η Marlene Dumas επιστρέφει στη ρίζα της καλλιτεχνικής πράξης: στο ανθρώπινο σώμα, γυμνό από κοσμήματα, γυμνό από πρόφαση. Η σημαντικότερη, και πλέον ακριβοπληρωμένη, εν ζωή γυναίκα καλλιτέχνις παγκοσμίως -τίτλος που κατέκτησε μετά τη δημοπρασία του πορτρέτου «Miss January» (1997) τον περασμένο Μάιο από τους Christie's έναντι 13,6 εκατομμυρίων- εκθέτει στην Αθήνα έργα τριών δεκαετιών, κάποια από τα οποία φιλοτέχνησε ειδικά για αυτή την έκθεση.

Η Dumas στέκεται απέναντι στη σκληρότητα της ιστορίας με την ίδια λιτή αυστηρότητα που έχουν οι Κυκλαδίτες τεχνίτες των ειδωλίων. Την απασχολεί η υλικότητα του σώματος, η ακαμψία του γήρατος, η ματαιότητα της σάρκας, το πείσμα της ψυχής που μένει. Όπως η ίδια λέει, δεν υπάρχει πρόοδος στην τέχνη. Το σώμα, το κέλυφος που κουβαλάει την ψυχή μας, παραμένει το ίδιο διαχρονικά. «Το πολύ μικρό μπορεί να είναι μεγαλύτερο κι από το πιο μεγάλο», συνηθίζει να λέει.
Απαρχάιντ και πολιτικές εντάσεις του γυναικείου σώματος
Η περιήγηση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης ξεκινά, λοιπόν, με το βλέμμα στραμμένο στις δύο γυναικείες μορφές που δημιούργησε τον Ιανουάριο και εκτίθενται για πρώτη φορά. Η Dumas ζωγράφισε τα σώματά τους απλώνοντας χρώμα στον καμβά, κινώντας τον τελετουργικά και αφήνοντας το τυχαίο να κατευθύνει τη μορφή. Μία διαδικασία όπου η ένταση μεταξύ ελέγχου και αυθορμητισμού γίνεται εμφανής. Τα περιγράμματα γεννιούνται από τη ροή της μπογιάς, τα πρόσωπα διαμορφώνονται στη συνέχεια, με τα δάχτυλα, με πινέλο, με απρόβλεπτες πιτσιλιές. Εξαίρεση το «Phantom Age», όπου δεν πείραξε το παραμικρό πάνω στον πίνακα.

Το ρωμαϊκό γλυπτό του 2ου αιώνα π.Χ δίπλα, της ηλικιωμένης γυναίκας που κινείται στο δημόσιο χώρο είναι μια αναφορά στη θέση των γυναικών στην κοινωνική σφαίρα, αλλά και στην προσωπική διαδρομή της ίδιας της Dumas. Δεν είναι τυχαίο ότι η καλλιτέχνις, που γεννήθηκε στη Νότια Αφρική κατά τη διάρκεια του Απαρτχάιντ και ζει στο Άμστερνταμ, παρατηρεί συχνά πώς η ίδια η εμπειρία του γυναικείου σώματος φέρει πολιτικές εντάσεις, ακόμη κι όταν δεν επιδιώκει η τέχνη της να είναι στρατευμένη.

Ο άξονας της έκθεσης είναι καθαρός: το σώμα στη γέννηση, το σώμα στη σεξουαλικότητα, το σώμα στη φθορά και το σώμα στον θάνατο. Από το έργο «Cycladic Blues», εμπνευσμένο από τα ειδώλια που η Dumas περιγράφει ως «την πεμπτουσία του λιτού—τίποτα περιττό», μέχρι και τo πρόσωπο ενός νεκρού από την τραγωδία στο θέατρο της Μόσχας το 2002, όπου απεικονίζει το κεφάλι ενός νεκρού θύματος της τρομοκρατικής επίθεσης, τα έργα της ταξιδεύουν από την αφαίρεση στη βαθύτερη σωματικότητα.
Είναι το έργο «Αlfa». Η συγκεκριμένη μορφή εκτίθεται σε διάλογο με ένα κυκλαδικό ειδώλιο, το οποίο η ίδια παρατήρησε πως το σχήμα του παραπέμπει στο γράμμα Α, αρχή και τέλος ταυτόχρονα.

Η μπλε, γλυκιά μελαγχολία
Ο θάνατος, λέει η ίδια, δεν είναι ποτέ αποκομμένος από τη ζωή. «Η συνείδηση του αναπόφευκτου είναι ο λόγος που δημιουργούμε τέχνη», μου έλεγε πρόσφατα με αφορμή τη συνέντευξή της στο περιοδικό Blue της Αegean. Τα απογυμνωμένα σώματα, τα κομμένα μέλη, οι μορφές που ξεφεύγουν από τα όρια του καμβά λειτουργούν σαν υπενθύμιση της ανθρώπινης ευαλωτότητας, μια ευαλωτότητα που δεν γνωρίζει πολιτισμικά σύνορα.
Η Dumas δεν επιδιώκει να αποδώσει νέα νοήματα· απλώς εντείνει τη συνείδηση όσων ξεχνάμε ή αρνούμαστε: ότι όλοι οι άνθρωποι κουβαλούν τις ίδιες επιθυμίες, τους ίδιους φόβους, ανεξαρτήτως πολιτισμού.
Πάντα της άρεσε η απλότητα: Και όταν σκέφτεται το μπλε της Ελλάδας, δεν της έρχονται στο νου ούτε τα τοπία ούτε το φως, αλλά τα γαλάζια φυλαχτά ενάντια στο κακό μάτι, όπως λέει στο Blue, μικρές σιωπηλές προσευχές για προστασία σε έναν κόσμο που παρακολουθεί πολέμους και ηγεσίες χωρίς ανθρωπιά.

Άλλωστε το μπλε της έχει μια βαθιά μελαγχολία. Και όπως το φως που μπαίνει από τα καλυμμένα παράθυρα και τον εντυπωσιακό θόλο του δεύτερου ορόφου, έχει μια ήσυχη μπλε απόχρωση, αυτό το μπλε του τίτλου της έκθεσης γίνεται διαρκής υπόμνηση του προαιώνιου και του θλιμμένου ενός σώματος, ενός κόσμου που αλλάζει.

Η προέλευση του κόσμου
Μπαίνοντας στο -σε κάθε έκθεση- αγαπημένο μου δωμάτιο του δεύτερου ορόφου, αυτό το στενό, σχεδόν κυκλικό χώρο του μουσείου, αντικρίζω το πιο μικρό έργο της έκθεσης, το «Imacculate» διαστάσεων 24 επί 18 εκατοστά. Και όμως, έχει την πιο εκρηκτική πρώτη ανάγνωση: ένα μέρος γυναικείου σώματος με το αιδοίο να δεσπόζει, σαν απόηχος του έργου του Courbet «Η Προέλευση του Κόσμου», αλλά σε μνημειακή σμίκρυνση, χωρίς αναφορά σε πρόσωπο ή ταυτότητα. Αλλά μήπως το ίδιο είναι σαν μια φωτογραφία, σαν μια δήλωση ταυτότητας; Όπως ορίζεται από την κυρίαρχη κουλτούρα;

Δίπλα του, ένα μαρμάρινο θραύσμα αρχαίου γυμνού από την τελική νεολιθική περίοδο διαστάσεων 26 επί 9 εκατοστά, κορμός και μηροί με την ήβη να ξεχωρίζει, συνομιλεί σιωπηλά με τον μικροσκοπικό καμβά της Dumas πάνω στην υλικότητα και τη σεξουαλικότητα.
Η έκθεση συνεχίζεται με δύο φαλλούς που ξεπροβάλλουν σχεδόν τυχαία πάνω στον καμβά. Η Dumas, με την ειρωνική της διάθεση, τους ονομάζει «Two Gods». Έριξε το χρώμα πάνω στον καμβά, το άφησε να κυλίσει ακολουθώντας τον τρόπο που τα χέρια της κινούσαν τον καμβά. Οταν το ακούμπησε κάτω είδε να ξεπροβάλλουν δύο φαλλοί. Συμπλήρωσε το σχήμα τους. Οι δυο θεοί είναι εδώ, ένα ισχυρό σχόλιο για την κυριαρχία των ανδρών, ένα σχόλιο φεμινιστικό αλλά όχι στρατευμένο.

Δύο φαλλοί, σαν Δίδυμοι Πύργοι; Ανατρέχω στον εκπληκτικό κατάλογο της έκθεσης. Γράφει η Dumas «Δυστυχώς δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί την άσχημη, εγωκεντρική πολιτική κατάσταση του κόσμου, καθώς ορισμένοι άνδρες ηγέτες πιστεύουν για μια ακόμα φορά, ότι αποτελούν θείο δώρο ή μάλλον ότι είναι οι ίδιοι θεοί. Δεν θα τους κάνω την χάρη να τους κατονομάσω».
Οι σεξεργάτριες του Άμστερνταμ
Ανάμεσά τους, το βλέμμα γλιστρά στη μικρή κόρη της Ηelena με τον γιο της Eden αγκαλιά, σαν να τον έχει μόλις θηλάσει, στην μορφή του γαμπρού της Sherkent με τον Eden, στη μορφή ενός γαϊδάρου, ενός ζώου ταπεινού αλλά γεμάτου επιμονή—σύμβολο αντίστασης και ελληνικότητας. Γιατί, όπως λέει η ίδια, μερικές φορές τα πράγματα είναι απλά: «Μου αρέσουν τα γαϊδουράκια».

Στη σειρά που εμπνεύστηκε από τις σεξεργάτριες του Άμστερνταμ, οι μορφές αποκτούν άλλη ένταση. Αποτυπωμένες αρχικά σε Polaroid στη συνοικία με τα κόκκινα φανάρια, οι γυμνές γυναίκες εμφανίζονται με τη χαρακτηριστική τεχνική της Dumas: στο «High-heeled Shoes», οι πινελιές είναι ελεύθερες, σχεδόν άναρχες, το σώμα διαλύεται στις άκρες.

Στο «Leather Boots», η φιγούρα είναι αυστηρά οριοθετημένη, το βλέμμα σταθερό. Εδώ η ροή του πινέλου δεν διασπάται, το σχήμα δεν διαθλάται στον καμβά, είναι εκεί σχεδόν αληθινά σάρκινα, πιο αναλογικό από όλα τα άλλα έργα. Απέναντι, ένα μαρμάρινο ελληνιστικό αγαλματίδιο τις θεάς Αφροδίτης να χορεύει. Η μοναδική θεά που απεικονιζόταν γυμνή στην αρχαιότητα, συνομιλεί με τις χορεύτριες του σήμερα.
What happened to the Greeks?
Περνώντας στα έργα της μελάνης, η αναφορά στον Πάνα, τον τραγόμορφο θεό της άγριας φύσης, αποκαλύπτει πώς η Dumas συνδέει το παγανιστικό με τη σύγχρονη αμηχανία γύρω από τη φύση και το σώμα. Η μορφή που διακρίνεται μέσα στη θολή σιλουέτα του έργου «What happened to the Greeks», φέρει έναν φαλλό, παραπέμποντας στον θεό του πανικού και των αρχέγονων ενστίκτων. Η υλικότητα του έργου ενισχύεται με την ακατέργαστη επιφάνεια, το χρώμα που στάζει, τις σκιές που δεν προσπαθεί να διορθώσει.

Στην τελευταία αίθουσα Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης ένα αγόρι φτιαγμένο από μάρμαρο τον 3ο αιώνα π.Χ συνεχίζει να παρατηρεί σιωπηλά τη σύγχρονη τέχνη. Το βλέμμα πέφτει πάνω στο κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή, μια παιδική φιγούρα που κρατάει το αποκομμένο κεφάλι σαν να παίζει. Μια ολόκληρη σειρά της Dumas για αυτή την επιθυμία των παιδιών που έχει φυτευθεί σε αυτά από τους ενήλικες, μια επιθυμία που γίνεται πράξη. Το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή στα χέρια ενός παιδιού που ναι, είναι η κόρη της Helena. 17 σχέδια με κραγιόν και μολύβι σε χαρτί που συγκροτούν το έργο «Give me the head of John the Baptist».

Απέναντι στέκουν τεράστιες γυναικείες γυμνές μορφές επιδεικνύοντας αυτό που η κοινωνία ονομάζει απόκρυφο στα σώματα, εικόνες που άντλησε η Dumas από τη σκληρή πραγματικότητα της παιδικής πορνογραφίας και της βίας, αποδομώντας την αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Στο δωμάτιο αυτό, υπό το βλέμμα της εγκύου κόρης της και του παχουλού παιδιού που χαμογελά εδώ και αιώνες, μορφές παιδιών, αποσπασμένες, με σημειώσεις, κόβονται απότομα, υπενθυμίζοντας ότι το σώμα είναι το πεδίο όλων των συγκρούσεων: της ηδονής, της εξουσίας, της φθοράς.

Σώματα ακρωτηριασμένα, πρόσωπα αποσπασμένα, βλέμματα που δεν υπακούουν. Στην πόλη που έμαθε να τιμά το μάρμαρο, η Marlene Dumas υπενθυμίζει ότι η σάρκα ήταν πάντα το αληθινό πεδίο βολής. Μια έκθεση τομή στην Αθήνα, στην εποχή των διογκωμένων -σε στύση- πολιτικών εγώ, του σώματος που γίνεται πεδίο βολής.