Ένας μύθος για τη γέννηση του κόσμου, οι φωνές των Awa Guaja και η σοφία του δάσους. Ο σκηνοθέτης Βλαδίμηρος Νικολούζος παρουσιάζει στο Dom Radio το ντοκιμαντέρ που κατέγραψε για πρώτη φορά την προφορική παράδοση του Αμαζονίου και μιλά στο iefimerida για την πρωτόγνωρη εμπειρία.
Στην καρδιά της Αγίας Πετρούπολης, το ιστορικό Dom Radio, ένα κτίριο που ξεκίνησε ως παλάτι ευγενών, έγινε μετά την Επανάσταση «Παλάτι της προλεταριακής κουλτούρας» και φιλοξένησε επί δεκαετίες το Ραδιόφωνο του Λένινγκραντ. Πλέον, έχει μετατραπεί, με την πρωτοβουλία του Θεόδωρου Κουρεντζή, σε μια από τις πιο ζωντανές εστίες πειραματισμού στην Ευρώπη. Εκεί όπου άλλοτε εκπέμπονταν οι πρώτες κρατικές ραδιοφωνικές εκπομπές, σήμερα αντηχούν φωνές καλλιτεχνών, μουσικών, ερευνητών και δημιουργών από όλο τον κόσμο.
Σε αυτήν την «συμβιωτική σκηνή» τεχνολογίας και μνήμης θα παρουσιαστεί, στις 3 Σεπτεμβρίου, το ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Βλαδίμηρου Νικολούζου ,«Χώρα των λησμονημένων τραγουδιών». Γυρισμένο στην καρδιά του Αμαζονίου, το φιλμ δεν είναι απλώς μια κινηματογραφική καταγραφή· είναι μια κατάδυση στην προφορική παράδοση, στους ρυθμούς και στους μύθους των αυτόχθονων φυλών. Με αφηγητή τον Irakatakui, κυνηγό και φύλακα της μνήμης των Awa Guaja, ο Νικολούζος μας εισάγει στην κοσμογονία του θεού Mayra και των παιδιών του, φέρνοντας στο φως μια αφήγηση που για πρώτη φορά καταγράφεται με τέτοια πληρότητα.
Ο Αμαζόνιος εμφανίζεται εδώ σαν ζωντανή φωνή — άλλοτε γαλήνια σαν νερό, άλλοτε εκστατική σαν διονυσιακή κραυγή. Οι κοινότητες των Awa, Kayapo, Matis, Shipibo και άλλων γίνονται οι αόρατοι πρωταγωνιστές ενός κόσμου όπου η φύση και ο άνθρωπος δεν διαχωρίζονται, αλλά συνεχίζουν ο ένας τον άλλον. Το ντοκιμαντέρ, κινηματογραφημένο με την προσήλωση του «σινεμά παρατήρησης», μας καλεί να κοιτάξουμε όχι τόσο τον «άλλον», αλλά τον ίδιο μας τον εαυτό μέσα από το σώμα του δάσους.
Η πρεμιέρα του στο Dom Radio δεν είναι τυχαία. Το Ραδιομέγαρο, με την ιστορία του να συνδέει τον ήχο, την αφήγηση και την τεχνολογία, γίνεται το ιδανικό έδαφος για να συναντηθούν ο μύθος του Αμαζονίου και η φωνή του σύγχρονου κινηματογράφου. Μια συνάντηση που ξεπερνά τα σύνορα: ανάμεσα στο δάσος και την πόλη, στη μνήμη και την πρόβλεψη, στο τραγούδι των σαμάνων και τη μουσική του Βαγγελίνου Κουρεντζή, που συνοδεύει την ταινία.

Το έργο σου ξεκινά με έναν αρχαίο μύθο. Ποια ήταν η πρώτη εικόνα ή φράση που σε έκανε να νιώσεις ότι αυτός ο μύθος πρέπει να «ανασάνει» μέσα στο ντοκιμαντέρ;
Ήταν ξεκάθαρα η ίδια η στιγμή που προέκυψε η αφήγηση: είχαμε μόλις ολοκληρώσει τα γυρίσματα για την ημέρα, βρισκόμασταν μέσα στον Αμαζόνιο, στην περιοχή Μaranhao της Βραζιλίας, στην κοινότητα των Awa Guaja. Καθόμασταν όλοι καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, όταν ξεχώρισα μέσα στη νύχτα την φιγούρα του Irakatakui, του δεινότερου κυνηγού της κοινότητας που ερχόταν να μας συναντήσει μαζί με την οικογένεια του για να μας προσφέρει κάποια φρούτα και να καθίσει μαζί μας. Τον Irakatakui τον είχα ξεχωρίσει μέσα από την διαδικασία της κινηματογράφισης της κοινότητας κυρίως λόγω της προθυμίας του να μοιραστεί τα πάντα μαζί μας. Ήδη σκεφτόμουν που ίσως θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν αφηγητής οδηγός μέσα στην πλοκή της ταινίας. Ακριβώς εκείνη τη στγμή και εντελώς διαισθητικά, αποφάσισα να τον ρωτήσω μέσω του μεταφραστή μου, αν ξεχωρίζει κάποιο μύθο που αφορά την θεογονία και τη γέννηση του κόσμου, στην παραδόση των Awa Guaja. Και τότε εκείνος χωρίς να το πολυσκεφτεί ξεκίνησε να μας αφηγείται σε σπαστά πορτογαλικά και στην δική τους γλώσσα, πως ξεκίνησε η ιστορία του Mayra (του Θεού) και των παιδιών του στον κόσμο. Αργότερα μου εκμυστηρεύθηκε πως αυτή την ιστορία την ήξερε από την προγιαγιά του και την θυμόταν βεβαίως από προφορικές αφηγήσεις που συνέβαιναν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Κατευθείαν συνειδητοποίησα πως είναι κάτι εξαιρετικής σημασίας για την παράδοση τους και πως έπρεπε να το καταγράψω οπωσδήποτε, όπως και έγινε. Η μετάφραση του μύθου αυτού ήταν μια πραγματική περιπέτεια και κατέστη εφικτή με την συγκριτική μέθοδο και χάρην της επιμονής της ανθρωπολόγου -γλωσσολόγου Marina Magalhaes και της επικοινωνιολόγου Sophia Freire. Είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται σε τέτοια έκταση αυτός ο μύθος και τους είμαι πραγματικά ευγνώμων μα ακόμα περισσότερο, στον Irakatakui που τον μοιράστηκε μαζί μου.
Αν ο Αμαζόνιος ήταν φωνή, πώς θα τον περιέγραφες;
Ο Αμαζόνιος θα έλεγα ότι είναι μια φωνή που προσομοιάζει στην φωνή της Μητέρας Γης, σε όλες τις εκφάνσεις της. Είναι μια φωνή που έρχεται από πολύ μακρυά, αλλά και μια φωνή που εμπεριέχουμε ταυτόχρονα, άλλοτε μοιάζει με τη σοφή γαλήνη της σιωπής των νερών του και άλλοτε με την άγρια κραυγή της ζωής που προσπαθεί να επικρατήσει και να αγκιστρωθεί πάνω στα τεράστια δέντρα του. Τα πάντα είναι έτοιμα να θυσιαστούν στον Αμαζόνιο χάρην της συνέχειας του θαύματος της ζωής. Η σοφία αυτής της φωνής είναι συνώνυμη της πανδαισίας και κατάγεται από το ίδιο το βάθος της ιστορίας του ανθρώπου αλλά και εν γένει, του ίδιου του πλανήτη μας. Θα έλεγα ότι είναι μια φωνή διονυσιακή, μια φωνή εν εκστάσει.
Ζώντας δίπλα στις κοινότητες, ποια στιγμή ένιωσες περισσότερο «μέσα στο σώμα του δάσους»;
Μια από τις στιγμές, αν και είναι πολλές που αισθάνθηκα μέσα στο σώμα του δάσους είναι ίσως η στιγμή που μπήκαμε στη διαδικασία να κινηματογραφίσουμε το κυνήγι στην περιοχή των Ματίς, μέσα στο βάθος του Aμαζονίου, Από την κοντινότερη πόλη μας πήρε σχεδόν 3 μέρες με τις βάρκες για να φτάσουμε την κοινότητα τους, είναι κυριολεκτικά μέσα στο σώμα των παραποτάμων του Αμαζονίου. Η στιγμή του κυνηγιού είναι μια δύσκολη και ταυτόχρονα ιερή στιγμή για αυτούς και βεβαίως δεν μας επέτρεψαν να τους ακολουθήσουμε σε όλη τη διάρκεια, περισσότερο για την δική μας ασφάλεια και για τον λόγο που θα τους καθυστερούσαμε, στο έργο τους -κινούνται άλλοτε πολύ γρήγορα και άλλοτε πολύ αργά. Αλλά το γεγονός ότι έπρεπε ως μικρή ομάδα να είμαστε σιωπηλοί και σχεδόν αόρατοι, μας έβαλε άθελα μας σε μια οριακά διαλογιστική πρακτική, κάτι που με έκανε να καταλάβω την βαθύτητα της σύνδεσης που έχουν αυτοί οι άνθρωποι με το δάσος, έτσι λοιπόν σε εκείνη τη στιγμή γίναμε και εμείς κοινωνοί αυτής της διαδραστικής ενέργειας δάσους - ανθρώπων, σε σημείο που συνειδητοποίησα πως δεν υπάρχει ουσιαστικός διαχωρισμός ανάμεσα τους. Οι άνθρωποι αυτοί βιώνουν κάθε φυτό, ζώο και πέτρα αυτού του δάσους ως μια συνέχεια του ίδιου τους του σώματος. Αυτό είναι, πιστεύω κάτι το οποίο ενυπάρχει σαν σφραγισμένη μνήμη που περιμένει να τη θυμηθούμε σε κάθε άνθρωπο στον πλανήτη μας. Η αποξένωση μας θεωρώ ότι είναι περισσότερο επιφανειακή από όσο νομίζουμε. Το σώμα μας αδημονεί να θυμηθεί εις βάθος και αναπόφευκτα να συνδεθεί.

Τι έμαθες από τους τελετουργικούς ρυθμούς;
Παρατηρώντας τους τελετουργικούς ρυθμούς, μέσα στις ποικίλες εκφάνσεις των πρακτικών των ιθαγενών του Αμαζονίου, συνειδητοποιεί κανείς, την εναρμόνιση και την σύμπνοια που αισθάνονται αυτοί οι άνθρωποι με τη φύση αλλά και με την ψυχική ενδοχώρα του ανθρώπινου γένους. Αυτό που ξεχωρίζω ως παρατήρηση είναι το γεγονός πως ανεξαρτήτως γεωγραφικού πλάτους και μήκους οι τελετουργίες των ανθρώπων φανερώνουν μια κοινή ρίζα που εκφράζεται με τα ίδια σχήματα αντίληψης και αναπαραστατικής δύναμης και αφοσίωσης. Πολλές φορές παρατηρώντας τις κινήσεις και τα τραγούδια τους, τον καιρό που έμεινα μαζί τους, κινηματογραφώντας τους, μου ήρθαν στο νου, εικόνες από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, όπως επίσης και από την μυσταγωγική αποτύπωση του χριστιανισμού και ιδιαίτερα της ορθοδοξίας. Ή ακόμα και από θρησκευτικές πρακτικές ίασης της ανατολής που δεν είχαμε την ιστορική τύχη, να θυμηθούμε στην Δύση. Αναφέρομαι στον Ανιμισμό των προγόνων μας. Άρα από τη μια πλευρά συνειδητοποιεί κανείς την άρρηκτη ενότητα, ανεξαρτήτως χρόνου, του ανθρώπινου πολιτισμού και από την άλλη την αδιανόητη με τους ορθολογικούς όρους, συγγένεια στους τρόπους και τα ζητούμενα των όποιων τελικά πολιτισμικών αποτυπώσεων. Είναι κάτι που βρίσκω συγκλονιστικό και μου δίνει το έναυσμα να συνεχίσω αυτό το ταξίδι στο σύνολο του πλανήτη κινηματογραφώντας τις αυτόχθονες κοινότητες του, ανά τον κόσμο. Στην ταινία μπορεί κάποιος να βιώσει αυτές τις τελετουργίες χωρίς σχόλια και επεξηγήσεις, αλλά με την καθαρότητα την όρασης του και το συναίσθημα.
Υπήρξε μια στιγμή που ένιωσες τον εαυτό σου ξένο, σχεδόν ανεπιθύμητο στο περιβάλλον αυτό;
Η μοναδική ίσως στιγμή που αισθάνθηκα παράξενα στην διάρκεια της παραμονής μου στον Αμαζόνιο, ήταν ένα περιστατικό εγωισμού που κατέληξε σε μια πράξη εντυπωσιασμού, θα έλεγα καλύτερα μια βίαιη πράξη εκφοβισμού. Είχαμε μόλις τελειώσει με το γύρισμα της ημέρας και ενώ οι συνεργάτες του ξεκουράζονταν, περπάτησα μαζί με την ανθρωπολόγο που επέβλεπε το γύρισμα, προς ένα μεγάλο δέντρο στην άκρη της κοινότητας για να συνεννοηθώ με τους ανθρώπους της κοινότητας για το γύρισμα της επόμενης μέρας, καθώς αντιλήφθηκα τις κραυγές ενός κατοικίδιου σκύλου, σήκωσα το βλέμμα μου και είδα μια γυναίκα που δεν είχα ξαναδεί να τον χτυπάει με ένα ξύλο, αλλά κοιτώντας καλύτερα αντιλήφθηκα ότι ήταν μια ματσέτα. Ένα μεγάλο μαχαίρι. Μέχρι να το αντιληφθώ η γυναίκα αυτή, που αργότερα έμαθα πως ήταν η μοναδική γυναίκα κυνηγός της κοινότητας, τον είχε σκοτώσει και κατακρεουργήσει. Η Μαρία συνεργάτης μου και ανθρωπολόγος, μου έκανε νόημα να μην χάσω την ψυχραιμία μου, όπως και έκανα. Στην συνέχεια και αφού αποχωρήσαμε εκτάκτως από το συγκεκριμένο χωριό, έμαθα πως η συγκεκριμένη γυναίκα όντας η μοναδική γυναίκα κυνηγός του χωριού εξέφρασε με αυτό το βάναυσο τρόπο τον θυμό της, μόνο και μόνο διότι έτυχε να μην είναι παρούσα κατα την διάρκεια των γυρισμάτων μας. Και αυτός ήταν ο τρόπος της να κάνει εμφανή την παρουσία της στα μάτια μας και, ναι, ίσως να μας εκφοβίσει. Μετά από καιρό και συζητώντας το με κάποιους φίλους ανθρωπολόγους κατάλαβα ότι είχα γίνει μάρτυρας μιας σκηνής απόλυτης βίας, αλλά που για τους ανθρώπους κυνηγούς και για την φυλή είναι μέσα στη ζωή και δεν είναι ακριβώς κατακριτέα συμπεριφορά. Η σχέση αυτών των ανθρώπων με το θάνατο είναι μια σχέση καθημερινή. Όπως επίσης ότι καθημερινά βιώνουν το εκδιωγμό από τους δυτικούς από την ίδια τους τη γη, τους κάνει κάποιες φορές εχθρικούς προς εμάς. Είναι η μοναδική φορά που αντίκρισα κάτι τέτοιο. Συνειδητοποιώντας πως η σκιά της κακής μας πλευράς υπάρχει σε όλα τα περιβάλλοντα. Ο άνθρωπος είναι και βίαιος. Είναι κάτι που αντικρίζουμε εμείς οι -σε εισαγωγικά- πολιτισμένοι, σε κάθε μας βλέμμα στη δική μας παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα. Πέραν αυτού του γεγονότος που ήταν μεμονωμένο, ουδέποτε ξανά δεν αισθάνθηκα ξένος κατά τη διάρκεια της αποστολής. Έχω όμως ακούσει για αντίστοιχες συμπεριφορές από άλλους ερευνητές.
Οι Κaxinawa Huni Kuin, οι Awa, οι Kayapo, οι Matis, οι Enawene Nawe, οι Shipibo… Πώς μπόρεσες να «ακούσεις» τη διαφορετική φωνή της καθεμιάς κοινότητας;
Όλα αυτά τα ονόματα, στην γλώσσα των αυτοχθόνων και στις διαφορετικές διαλέκτους, σημαίνουν άνθρωπος. Αυτό είναι ένα στοιχείο που φανερώνει γλωσσολογικά την ενιαία ανθρώπινη υπόσταση. Σε ένα αχανές φυσικό περιβάλλον, που διέπεται από γεωγραφικές αποστάσεις. Μέσα από την συγκατοίκηση, την αγάπη και την σχεδόν αόρατη παρουσία μας, προσπαθήσαμε στο βαθμό που το καταφέραμε, χωρίς να διαταράξουμε την καθημερινότητα τους, να καταγράψουμε την μοναδικότητα τους και να εισχωρήσουμε στην κοσμοθεωρία τους και τον τρόπο τους, έχω την αίσθηση πως καταφέραμε σε ένα βαθμό βεβαίως να αναδείξουμε την μοναδικότητα τους ενσωματώνοντας τις διαφορετικότητες αλλά και τις ομοιότητες τους σε ένα ενιαίο πλαίσιο κινηματογραφικής αφήγησης.
Φέρνεις τις φωνές του Αμαζονίου σε μια αίθουσα όπως το Ραδιομέγαρο της Αγίας Πετρούπολης. Τι σημαίνει αυτός ο διάλογος δάσους–τεχνολογίας;
Το Dom Radio House, που εδράζεται στο πρώην Ραδιομέγαρο της Αγίας Πετρούπολης της Ρωσίας, είναι ένας πολυδιάστατος πολιτιστκός οργανισμός, που υπό την αιγίδα του καλλιτεχνικού του διευθυντή, του Θεόδωρου Κουρεντζή, επιτρέπει εκ της γεννήσεώς του, τον πειραματισμό και την διαλεκτική συνύπαρξη όλων των τεχνών. Επέλεξα να πραγματοποιήσουμε εκεί την πρεμιέρα την ταινίας μας στη Ρωσία, διότι ακριβώς αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα δια πολιτιστικού και ερευνητικού προβληματισμού. Θεωρώ ότι είναι το ιδανικό έδαφος για την εκ βαθέων αναζήτηση, σε όλα αυτά τα ερωτήματα που θέτει η ταινία μας.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με το Ραδιομέγαρο;
Δύο από τους βασικούς μου συνεργάτες στην ταινία, ο Egor Ananko, στον σχεδιασμό ήχου και ο μουσικοσυνθέτης Βαγγελίνο Κουρεντζής που έχει επιμεληθεί τη μουσική σύνθεση, είναι residents συνθέτες στο Dom Radio και εφόσον η ταινία μας διαπραγματεύεται στο κέντρο της την συνύπαρξη εικόνας, πρόζας και μουσικής αφήγησης, ήταν αναμενόμενο και ζητούμενο να πραγματοποιήσουμε εκεί την προβολή μας.
Έμαθες κάτι για τον εαυτό σου που δεν ήξερες πριν συναντήσεις αυτές τις φυλές;
Αυτό που με έμαθε η συναναστροφή μου με αυτούς τους ανθρώπους είναι πως τελικά ο εαυτός μου, ή αυτό που τελικά αντιλαμβάνομαι ως εαυτό, είναι πολύ αρχαιότερος από αυτό που νομίζω, ότι σχεδόν μετά βεβαιότητος, δεν είμαι μόνο τα περιβάλλοντα και οι συνθήκες που με γαλούχησαν, όπως επίσης ότι αυτό το οποίο λείπει τελικά από τον σύγχρονο άνθρωπο είναι αυτή η βαθύτερη σχέση του με τη φύση έξω του, αλλά και εντός του. Μου έμαθε πως υπάρχει μια διαχρονική σχέση και σύνδεση με όλα τα χρονικά περιβάλλοντα που μας έφεραν στη σημερινή μας θέση. Ότι είναι αφελές να αντιλαμβανόμαστε τους εαυτούς μας ως παρθενογενέσεις. Και πως η περιβόητη αρμονία που αποζητούμε βρίσκεται στην διαδικασία που μας επαναφέρει τη μνήμη και όχι στην εύκολη λήθη. Και αυτό είναι κάτι που δεν χρειάζεται κάποιος να πάει στον Αμαζόνιο για να το συνειδητοποιήσει, αρκεί να κοιτάξουμε μέσα μας και μέσα στους τρόπους που μας έχουν παραδοθεί από τους προγόνους μας, όσο μακρυά και αν πάμε ως γένος και μέσα από τα τεχνολογικά μας επιτεύγματα. Το ζήτημα μας είναι η νέα επιστροφή, ως Έλληνες το γνωρίζουμε αυτό ποικιλοτρόπως, μέσα από την παρακαταθήκη της Οδύσσειας. Ότι σημαίνει αυτό για τον καθένα από εμάς.
Αν έπρεπε να περιγράψεις τον Αμαζόνιο σε ένα παιδί πέντε ετών, τι θα του έλεγες;
Θα του έλεγα πως ο Αμαζόνιος είναι ένα τεράστιο δέντρο, που ο κορμός του είναι φτιαγμένος από νερό, και τον διατρέχουν όλα τα ζώα τα πουλιά και τα φυτά αυτού του κόσμου και πως τα κλαδιά της κορυφής του είναι σαν τεράστια χέρια που αγκαλιάζουν και προστατεύουν τη γη που κατοικούμε, για να είμαστε όλοι καλά.
Τι ελπίζεις να κουβαλήσει το κοινό μαζί του φεύγοντας από την προβολή στο Ραδιομέγαρο;
Αυτό που θέλω να αντικρίσει είναι ο ίδιος ο εαυτός του, το ίδιο του το είναι, μέσα από μια άλλη γωνία θέασης, παρατηρώντας τους αδελφούς του και τις αδελφές του να χαίρονται το περιβάλλον που μας γέννησε, να δει πως η φύση και ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι απαραίτητο να παράγει νόημα, διότι ήδη κατοικεί μέσα στην διάνοια του όντος εκ φύσεως και καμία πολυπλοκότητα σκέψης δεν συγκρίνεται με αυτό το συναίσθημα. Είμαστε ήδη εκεί.

Αν ο Αμαζόνιος σωπάσει μια μέρα, ποιο τραγούδι θα θες να μείνει ζωντανό;
Δεν θέλω να σκεφτώ τον Αμαζόνιο σιωπηλό, διότι είναι ο ίδιος το τελευταίο παράδειγμα της καρδιάς του γήινου όντος, αλλά αν ήταν κάποτε να σβήσει και όντως κάποτε
Θα σβήσει, όπως όλα αυτά που κατοικούν την ειμαρμένη, τότε το τραγούδι του που θα ήθελα να επιβιώσει, είναι ένα παρηγορητικό τραγούδι, όπως αυτό των Σαμάνων του, σαν ένα όνειρο που μουρμουρίζει πως τίποτα δεν τελειώνει τελικά και το μόνο που υπάρχει είναι η πρόνοια της εναλλαγής των κόσμων και η άτεγκτη ενότητα του σύμπαντος.
Υπήρξε ποτέ φόβος μέσα σου ότι η κάμερα θα «πνίξει» τον μύθο αντί να τον φανερώσει;
Ο τρόπος που προσεγγίζω το είδος της κινηματογραφικής γραφής, που συνήθως αναφέρεται ως ταινία τεκμηρίωσης, περιγράφεται από την διατύπωση, που από κάποιους μπορεί να χαρακτηριστεί ως νέο λογισμός στη γλώσσα του Σινεμά, ταινία παρατήρησης. Στόχος μου δεν είναι ούτε να τεκμηριώσω ούτε να αποδείξω και να επεξηγήσω, αλλά, τουναντίον να παρατηρήσω και να καταγράψω μια πραγματικότητα, - μέσα από τα φίλτρα του υποκειμενισμού μου, χωρίς όμως να του επιτρέψω να κυριαρχήσει - θέασης ενός αντικειμένου, καταστάσεώς ή υποκειμένου, από μια αόρατη γωνία, ούτως ώστε να επιτρέψω στον θεατή να βιώσει τους δικούς του αντικατοπτρισμούς και συναισθήματα. Χωρίς τις παρεμβολές σχολίων και ερμηνειών. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που στην ταινία αυτή μιλούν μόνο οι ίδιοι άνθρωποι, αυτόχθονες και κάτοικοι αυτού του περιβάλλοντος που λέγεται το δάσος του Αμαζονίου. Ο στόχος μας ήταν λοιπόν να παραμείνουμε όσο είναι δυνατόν αόρατοι, αλλά ταυτόχρονα παρόντες και συναισθανόμενοι.
Ποια στιγμή σε συγκλόνισε περισσότερο κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων – όχι ως σκηνοθέτη, αλλά ως άνθρωπο;
Η στιγμή που με συγκλόνισε και με συγκίνησε ως άνθρωπο, είναι μια εξαιρετικά απλή στιγμή, αλλά ταυτόχρονα και τόσο θεμελιώδης. Συνέβη ένα δειλινό, στο φευγιό του φωτός, όπου όντας στην κοινότητα των Ματίς, αποφάσισαν να περιπλανηθούμε μέσα στο δάσος για να μου κάνουν ένα ΄δώρο. Και αυτό που επέλεξαν να κάνουν για μένα είναι να με κάνουν κοινωνό της διαδικασίας του ανάμματος της φωτιάς αλλά με τον αρχαίο τρόπο. Φτάσαμε σε ένα ξέφωτο μέσα στο δάσος και ξεκίνησαν την διαδικασία, μέσα από ένα αδιανόητο συγχρονισμό και μια απόλυτα ενορχηστρωμένη σύμπραξη κινήσεων και φροντίδας. Κάποιος στερέωνε τα ξύλα, κάποιος έβρισκε τα φυσικά προσανάμματα, σαν χνούδια από δέντρα, ένας άλλος άρχισε να τρίβει το ξύλα μεταξύ τους. Βίωσα πραγματικά ένα αρχέγονο χορό, γεμάτο με γέλια και πειράγματα, ενώ περιμέναμε την φωτιά να ανάψει. Και όταν τελικά άναψε η φωτιά έβαλαν πάνω της μια μπανάνα από το δάσος και όταν ψήθηκε, μου την πρόσφεραν να τη φάω. Τη μοιράσαμε σε κομμάτια, και καθώς την τρώγαμε, ένιωσα την γλυκύτητα της αδελφότητας των ανθρώπων με όλη τη σημασία της λέξης φροντίδας και ξέσπασα σε κλάμματα από συγκίνηση. Ήταν το ωραιότερο δώρο που μου έχουν κάνει ποτέ.