Βασίλης Παπαβασιλείου, ο σπάνιος διανοούμενος που δεν απαρνήθηκε το λαϊκό - iefimerida.gr

Βασίλης Παπαβασιλείου, ο σπάνιος διανοούμενος που δεν απαρνήθηκε το λαϊκό

Βασίλης Παπαβασιλείου
Λίγα μέτρα μακριά από το Θέατρο Τέχνης της Φρυνίχου, στην Πλάκα, με το χαρακτηριστικό του βλέμμα / φωτογραφία Ελένη Κατρακαλίδη για το protagon

Ο Βασίλης Παπαβασιλείου υπήρξε ένας καλλιτέχνης-συνείδηση. Ένας κωμικός φιλόσοφος με το δάχτυλο πάντα στο σφυγμό της Ιστορίας, που μιλούσε με σαρκασμό, αλλά άκουγε με στοργή.

Γεννήθηκε στις Σέρρες. Γιος γεωπόνου δημοσίου υπαλλήλου –«κρατικού» έλεγε ο ίδιος ο Παπαβασιλείου με ένα υπομειδίαμα- και εγγονός αρχιμανδρίτη που ήρθε από την Κωνσταντινούπολη και μάθαινε στον εγγονό του Πλάτωνα, Ντοστογιέφσκι, του μιλούσε για ώρες και τον διαμόρφωσε μέχρι τα 15 του χρόνια. Μετά πήρε ο Κουν την σκυτάλη της διαμόρφωσης του θαύματος που υπήρξε ως πολίτης και διανοούμενος ο Παπαβασιλείου.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Μεγάλωσε, λοιπόν, με εγκυκλοπαίδειες, ρήσεις σε καθαρεύουσα, και τρελή αγάπη για το ποδόσφαιρο που έπαιζε αριστοτεχνικά, στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών. Μικρός ονειρευόταν να γίνει πρωθυπουργός – έστηνε συνοικέσια για τις φίλες της μητέρας του με ποδοσφαιριστές του ΠΑΟΚ, εξαγγέλλοντας παροχές στους δημοσίους υπαλλήλους. Το πρώτο του πολιτικό τραύμα ήταν: όταν ο πατέρας του του απαγόρευσε να ξαναμπεί στο υπηρεσιακό του αυτοκίνητο, λέγοντας «το απαγόρευσε ο Παπάγος». Από τότε, ήταν κατά του Παπάγου.

Τα ναυάγια που οδήγησαν στον θρίαμβο

Ονειρευόταν την πολιτική, μπήκε στην Ιατρική κατόπιν απαίτησης των γονιών του και από το δεύτερο έτος και μετά άρχισε να φοιτά στο θέατρο Τέχνης, καθώς ήταν ήδη υπό την απόλυτη επίδραση του μάγου Κουν. «Έγινα ηθοποιός επειδή δεν μπορούσα να γίνω πολιτικός και έγινα σκηνοθέτης επειδή δεν μπορούσα να γίνω συγγραφέας. Δύο ναυάγια που οδήγησαν σε μια τρίτη κλίση» έλεγε. Θεωρούσε τέχνη την ιατρική και ιαματικό πεδίο το θέατρο.

Μετά τον παππού αρχιμανδρίτη λοιπόν, ο Κουν. Ήταν 17 ετών όταν είδε τους «Πέρσες» και τους «Όρνιθες» του Θεάτρου Τέχνης  μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο και αποφάσισε να τον συναντήσει. «Είναι καλό να μπαίνεις στην τέχνη από τη στενή πύλη του θαυμασμού. Αν δεν θαυμάζεις, δεν θα σε θαυμάσουν», έλεγε. Είχε το χάρισμα να βλέπει το θέατρο όχι ως κατασκευή αλλά ως χημικό διάλυμα που απορροφά και ανακλά τη ζωή.

Ανδρέας Παπανδρέου, ο χειρότερος μαθητής του Κουν

Βρέθηκε από τις απέραντες κοιλάδες των παιδικών του χρόνων στην Κάτω Πορόια και των Σερρών, στο υπόγειο του Καρόλου Κουν. Κοντά του έμαθε τέχνη, πολιτική, πώς να βλέπει και να μετουσιώνει σε θεατρική πράξη. Μου περιέγραφε πώς, ένα βράδυ, ο Κουν του είπε: «Ξέρεις ποιος ήταν ο χειρότερος στη θεατρική ομάδα στο Κολλέγιο όπου δίδασκα; Ο Ανδρέας Παπανδρέου». Και εγώ απάντησα: “δεν πειράζει, γιατί μετά έγινε ο καλύτερος”».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Α, το ΠΑΣΟΚ, το αγκάθι που τον έτρωγε και τον έθρεφε μαζί ως πολιτικό ον. «Κακά τα ψέματα, εγώ πιστεύω ότι δικαιούται κάποιος να πει ότι το ΠΑΣΟΚ δεν είναι κόμμα, είναι η ίδια η χώρα», μου έλεγε.

«Οι Ελληνες χωρίζονται σε δυο κατηγορίες: σε αυτούς που είναι ΠΑΣΟΚ εν γνώσει τους και σε αυτούς που είναι ΠΑΣΟΚ εν αγνοία τους. Εξάλλου μην ξεχνάτε ότι το 2015 ουσιαστικά σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της μεταπολιτευτικής ιστορίας που μας περιλαμβάνει όλους. Κανένας μας δεν εξαιρείται».

Ο τόπος όπου συντελείται το θέατρο είναι η συνείδηση του κόσμου

Συνίδρυσε τη «Σκηνή» με τον Λευτέρη Βογιατζή. Έπειτα την «Εποχή», διηύθυνε το ΚΘΒΕ, γύρισε στις κρατικές σκηνές. Και τα τελευταία δέκα χρόνια στεγάστηκε ξανά στο Θέατρο Τέχνης. Επικίνδυνα ευφυής, πάντα ετοιμόλογος και προκλητικά σκεπτόμενος, ο Παπαβασιλείου έφτιαξε έναν μικρό θεατρικό κανόνα δικό του, πολιτικό και μεταφυσικό ταυτόχρονα.

«Ο τόπος όπου συντελείται τελικώς το θέατρο είναι η συνείδηση του θεατή, έλεγε. Ανέβασε έργα του Αριστοφάνη, του Γκολντόνι, του Μολιέρου, του Λαμπίς, του Τσέχωφ. Λάτρευε τον «Γλάρο». Αλλά κυρίως έγραψε ο ίδιος για το θέατρο: «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή» (2015), «Τους ζυγούς λύσατε» (2019–2024

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Κεντρικός ήρωας και alter ego του, ο Φωκίων Καπνίδης, πολιτευτής του ΑΑΨΟΥ (Άσυλο Ανιάτως Ψεκασθέντων Ολικώς Υστερούντων), ο οποίος στη σκηνή φώναζε:
«Υπάρχουν δύο είδη σωτηρίας: η όρθια και η τέζα. Η Ελλάδα σώθηκε μεν, τεζαρισμένη δε».

Στους Έλληνες δόθηκε το δίκοπο προνόμιο ενός μεγάλου τόπου

Η παράσταση του Φωκίωνα προκαλούσε ποταμούς γέλιου και πόνου ταυτόχρονα. Γέλιο με δεκάδες μικρές βελόνες να σε τρυπούν, ένα μασάζ στον μυελό της κοινής λογικής. Ο ίδιος πίστευε ακράδαντα πως η κωμωδία υπενθυμίζει στους μεγάλους τη μικρότητα και στη μικρότητα το μεγαλείο.

Δεν ήταν κωμικός με την έννοια της πλάκας, ήταν κωμικός με την αρχαία έννοια, αυτήν που εντοπίζει τη ρωγμή του ανθρώπου στο τοίχωμα της Ιστορίας.

Έλληνας με μια διαύγεια τρομακτική. «Σε εμάς τους Ελληνες δόθηκε το δίκοπο προνόμιο ενός μεγάλου τόπου», μου έλεγε. «Με το μέτρο αυτού του τόπου κατά μια έννοια όλοι βγαίνουμε μικροί. Μικρότεροι. Ένας τέτοιος τόπος εύκολα σε βάζει στον πειρασμό να τον εκδικηθείς. Από αυτή την άποψη η σημερινή Ελλάδα μπορεί να ειδωθεί σαν μια μορφή εκδίκησης επί του αρχαίου μεγέθους».

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Παπαβασιλείου έζησε το θέατρο όχι ως καριέρα, αλλά ως αντίσταση. Στην τελευταία του περίοδο έγραφε, σκηνοθετούσε, συνομιλούσε με γιατρούς, με κοινό, με τον Φιλοκτήτη, με τον Γλάρο. Ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, κατά καιρούς αρθρογράφος. «Πώς να σας αποκαλούμε», τον ρώτησα. «Σκηνίτη. Αυτό είμαι. Ένας σκηνίτης», απάντησε.

Ο οξυδερκής σκηνίτης της μεταπολίτευσης

Ο ίδιος δεν φοβόταν το τέλος. Μόνο την ασυνείδητη ζωή. Στο μικρό του ταξίδι, δεν ζήτησε αποθεώσεις. Ζήτησε συνείδηση. Δεν αποχαιρετούμε απλώς έναν μεγάλο του ελληνικού θεάτρου. Αποχαιρετούμε έναν στοχαστή της σκηνής. Έναν άνθρωπο που απέδειξε πως το πιο πολιτικό πράγμα που μπορεί να κάνει ένας καλλιτέχνης είναι να σκεφτεί δυνατά μπροστά στο κοινό. Και να μείνει εκεί.

Ήταν ένας οξυδερκής σκηνίτης της μεταπολίτευσης, που έζησε το θέατρο όχι ως καταφύγιο, αλλά ως πεδίο μάχης ανάμεσα στη σκέψη και στο γελοίο. Με φιλοσοφικό χιούμορ και διανοητική αυστηρότητα, υπήρξε από τους λίγους που μπορούσαν να πουν μια πολιτική ατάκα και να ακουστεί σαν ποίηση. Ήταν μελαγχολικά κωμικός, αυτοσαρκαστικός χωρίς να αυτοακυρώνεται, βαθιά θεατρικός χωρίς να σκηνοθετεί τον εαυτό του. Ένας δαιμόνιος ρήτορας που ήξερε να μιλά με πένθος για την Ελλάδα και να γελά σαν να την είχε μόλις συγχωρήσει.

Δεν ήταν στρατευμένος, αλλά είχε πολιτικό νεύρο. Δεν ήταν ρομαντικός, αλλά είχε ευαισθησία. Παρατηρούσε τους ανθρώπους με την καθαρότητα του γιατρού που εγκατέλειψε την ιατρική για χάρη της σκηνής – αλλά κράτησε την ιαματική φιλοδοξία. Πίστευε ότι ο ηθοποιός είναι ένα ένοχο πλάσμα από τα γεννοφάσκια του, και το αποδεχόταν με έναν λυτρωτικό σαρκασμό.

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Ο Παπαβασιλείου ήταν ένας σπάνιος διανοούμενος που δεν απαρνήθηκε το λαϊκό. Ένας ανατρεπτικός χωρίς σημαία, που πίστευε πως ένας κωμικός θεός έπλασε τον κόσμο». Ήξερε πως το τίμημα της δημοκρατίας είναι το γελοίο – και το τίμημα του θεάτρου, η έκθεση. Και τα πλήρωσε και τα δύο με γενναιοδωρία. Μέχρι τέλους.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Tο iefimerida.gr δημοσιεύει άμεσα κάθε σχόλιο. Ωστόσο δεν υιοθετούμε τις απόψεις αυτές καθώς εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Σχόλια με ύβρεις διαγράφονται χωρίς προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ