Κριτική για την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα και τα μνημόνια που υπεγράφησαν μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ αν και δηλώνει ότι στηρίζει τον ελληνοτουρκικό διάλογο.
Σε ανακοίνωσή του, ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει ότι αναμένει ενημέρωση για την διακήρυξη των Αθηνών, ιδίως σε δύο σημεία: Για την υπαγωγή των διερευνητικών συνομιλίων στο πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου (κάτι που κατά τον ΣΥΡΙΖΑ συνεπάγεται de facto αναβάθμισή του) και το σημείο όπου προβλέπεται δέσμευση «αποχής από δήλωση, πρωτοβουλία ή ενέργεια που θα μπορούσε να απαξιώσει ή να θέσει σε κίνδυνο τη Διακήρυξη ή να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη» σημειώνοντας ότι «θα πρέπει να είναι σαφές ότι τίποτα σε αυτήν την παράγραφο δεν επηρεάζει την κυριαρχία της Ελλάδας και το δικαίωμα άμυνας των ελληνικών νησιών».
Ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει την αναφορά Ερντογάν σε «τουρκική μειονότητα» ενώ «στη συνέντευξη τύπου του 2017 μετά την συνάντησή του με τον Αλέξη Τσίπρα αναφέρθηκε ρητά σε "μουσουλμανική μειονότητα"» υποστηρίζοντας ότι ο κ. Μητσοτάκης (ο οποίος απάντησε υπενθυμίζοντας την συνθήκη της Λωζάνης) «το λιγότερο που θα μπορούσε να επικαλεστεί εκείνη την δήλωση».
Αναλυτικά η ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία για την επίσκεψη Ερντογάν
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στηρίζει σταθερά την προώθηση του ελληνοτουρκικού διαλόγου με πρωταρχικό σκοπό τη μείωση της έντασης, την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και τη συνεργασία σε σειρά τομέων και στο πλαίσιο αυτό αξιολογεί θετικά την σύγκληση του 5ου Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας, σήμερα στην Αθήνα.
Δεν πρόκειται να ακολουθήσουμε την πολιτική του κ Μητσοτάκη της περιόδου 2021-2023, πατριδοκαπηλίας και εργαλειοποίησης των ελληνοτουρκικών για πολιτικά οφέλη.
Πρώτον, αναμένουμε ενημέρωση για τις προβλέψεις της Διακήρυξης περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας ιδιαίτερα όσον αφορά:
Την παράγραφο OP1(α) για την υπαγωγή των διερευνητικών συνομιλιών στο πλαίσιο του Πολιτικού Διαλόγου, που συνεπάγεται de facto αναβάθμισή τους σε πολιτικές διαπραγματεύσεις.
Την παράγραφο OP2 η οποία προβλέπει δέσμευση "αποχής από δήλωση, πρωτοβουλία ή ενέργεια που θα μπορούσε να απαξιώσει ή να θέσει σε κίνδυνο τη Διακήρυξη ή να θέσει σε κίνδυνο την ειρήνη." Θα πρέπει να είναι σαφές ότι τίποτα σε αυτήν την παράγραφο δεν επηρεάζει την κυριαρχία της Ελλάδας και το δικαίωμα άμυνας των ελληνικών νησιών και δεν οδηγεί σε απεμπόληση δικαιωμάτων της, όπως προβλέπονται από το δίκαιο της θάλασσας και το διεθνές δίκαιο γενικότερα.
Δεύτερον, μία μόλις μέρα πριν την επίσκεψη του στην Ελλάδα ο Τούρκος Πρόεδρος δήλωσε ότι προτεραιότητα για την χώρα του αποτελεί η αγορά F16 από τις ΗΠΑ και Eurofighter από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, ενώ την προηγούμενη περίοδο αναφέρθηκε σταθερά στην σημασία αναβάθμισης της Τελωνειακής Ένωσης ΕΕ-Τουρκίας. Επιβεβαιώνει σαφώς τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ότι, μεταξύ άλλων, για την Τουρκία απώτερος στόχος της εξομάλυνσης των σχέσεων με την Ελλάδα είναι η αξιοποίησή της στο πλαίσιο των αμερικανοτουρκικών και ευρωτουρκικών σχέσεων για συγκεκριμένα οφέλη.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως έχουμε επανειλημμένως τονίσει καταθέτοντας σχετική πρόταση, είναι απαραίτητη η χάραξη μιας συγκροτημένης στρατηγικής ώστε την αμέσως επόμενη περίοδο να τεθούν αρνητικές και θετικές προϋποθέσεις στην πρόοδο των ευρωτουρκικών σχέσεων και στην πώληση F16 στην Τουρκία από τις ΗΠΑ. Προϋποθέσεις που θα έχουν απώτερο στόχο αποκλειστικά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Τρίτον, σήμερα ο Τούρκος Πρόεδρος αναφέρθηκε μπροστά στον κ Μητσοτάκη σε "τουρκική μειονότητα" ενώ στη συνέντευξη τύπου του 2017 μετά την συνάντησή του με τον Αλέξη Τσίπρα αναφέρθηκε ρητά σε "μουσουλμανική μειονότητα". Το λιγότερο που θα μπορούσε να είχε κάνει ο κ Μητσοτάκης, θα ήταν να επικαλεστεί αυτήν τη δήλωση του 2017 δείχνοντας στην τουρκική πλευρά ότι το ελληνικό κράτος έχει συνέχεια και μνήμη. Δεν έδωσε όμως μια τέτοια απάντηση. Ξέχασε, βέβαια, τις προεκλογικές του τυμπανοκρουσίες ότι θα έθετε θέμα Θράκης στον Τούρκο Πρόεδρο σε υψηλούς τόνους. Ενώ επιβεβαίωσε ότι για αυτόν και την παράταξή του το θέμα της Θράκης θα είναι πάντα αντικείμενο μικροπολιτικών συμφερόντων και όχι εθνικής πολιτικής».