Η συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν, που αρχικά είχε προγραμματιστεί για την Άνοιξη του 2025, μετατέθηκε διαδοχικά υπό το βάρος κρίσεων, από το καλώδιο στην Κάσο και τις εντάσεις για τον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό, έως την έξοδο του Oruc Reis, τις NAVTEX και τη σύγκρουση για τη συμμετοχή της Τουρκίας στο SAFE.
Μετά την ακύρωση της επαφής στον ΟΗΕ , η Αθήνα επανατοποθετεί τώρα το ραντεβού στο πρώτο τρίμηνο του 2026, ελπίζοντας σε ένα πιο σταθερό περιβάλλον
Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο συνέδριο Athens Policy Dialogues – «Η Ανατολική Μεσόγειος Αλλάζει» επανέφερε στο επίκεντρο τη μεγάλη εκκρεμότητα των τελευταίων μηνών στα ελληνοτουρκικά που δεν είναι άλλη από τη συνάντηση κορυφής με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η οποία είχε αρχικά προσδιοριστεί για την Άνοιξη του 2025 στην Άγκυρα. Απαντώντας σε ερώτηση του Γιάννη Πρετεντέρη, ο πρωθυπουργός σημείωσε ότι «το έδαφος είναι ώριμο» ώστε το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας να πραγματοποιηθεί το πρώτο τρίμηνο του 2026 , μια διατύπωση που, παρότι συγκρατημένη, αντανακλά τον δύσκολο δρόμο που μεσολάβησε.
Η πρώτη σοβαρή κρίση ήρθε με την υπόθεση της πόντισης του υποθαλάσσιου ηλεκτρικού καλωδίου ανοιχτά της Κάσου, στο πλαίσιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ. Η Άγκυρα αντέδρασε έντονα, αμφισβητώντας την ελληνική δικαιοδοσία στις θαλάσσιες ζώνες όπου θα εξελισσόταν το έργο, θεωρώντας ότι η Αθήνα επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα. Η ελληνική πλευρά, αν και ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει ζήτημα παραβίασης του διεθνούς δικαίου, αναγκάστηκε να προσαρμόσει τον σχεδιασμό, καθώς η διαφωνία πήρε γρήγορα επικίνδυνες διαστάσεις.
Στο ίδιο διάστημα, η κατάθεση του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού και η δημιουργία θαλάσσιων πάρκων σε περιοχές του Αιγαίου δημιούργησαν νέο κύκλο έντασης. Η Τουρκία εξέλαβε τις ελληνικές πρωτοβουλίες ως μονομερείς κινήσεις άπτονται οριοθέτησης, απαντώντας με δικά της θαλάσσια πάρκα , ενώ η Αθήνα επέμενε ότι πρόκειται για κυριαρχικό δικαίωμα εντός εθνικών χωρικών υδάτων. Η αμοιβαία καχυποψία έσφιξε ακόμη περισσότερο το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα έπρεπε να προετοιμαστεί η συνάντηση κορυφής.
Η κρίση κορυφώθηκε με την έξοδο του ωκεανογραφικού Oruc Reis και τις διαδοχικές NAVTEX που εξέδωσε η Τουρκία. Η αναθεωρητική ατζέντα της Άγκυρας επανεμφανίστηκε στο σύνολό της, μετατρέποντας το κλίμα σε εξαιρετικά φορτισμένο. Η Αθήνα, αντιλαμβανόμενη ότι οποιαδήποτε συνάντηση σε τέτοιο περιβάλλον θα ήταν είτε πολιτικά άγονη είτε διπλωματικά επικίνδυνη, προτίμησε να περιμένει.
Σε όλα αυτά προστέθηκε ένα ακόμη ζήτημα που επιβάρυνε τις ήδη ευαίσθητες ισορροπίες: η έντονη αντιπαράθεση για τη συμμετοχή της Τουρκίας στον ευρωπαϊκό αμυντικό μηχανισμό SAFE. Η Ελλάδα υπογράμμισε ότι χώρες που διατηρούν casus belli έναντι κράτους-μέλους της Ε.Ε. δεν μπορούν να ενταχθούν σε έναν μηχανισμό συλλογικής άμυνας και ασφάλειας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ξεκαθάρισε ότι χωρίς άρση της απειλής πολέμου δεν νοείται ευρωπαϊκή συμμετοχή της Τουρκίας στο SAFE, τοποθέτηση που επέτεινε τη δυσπιστία της Άγκυρας και δημιούργησε νέο μέτωπο έντασης την κρίσιμη εκείνη περίοδο.
Μέσα σε αυτό το συσσωρευμένο κλίμα, η συνάντηση Μητσοτάκη–Ερντογάν που είχε συμφωνηθεί να πραγματοποιηθεί στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, τον Σεπτέμβριο του 2025, οδηγήθηκε σε αναβολή κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Τυπικά, αποδόθηκε στο φόρτο του προγράμματος και των δύο ηγετών. Η επίσημη διακαιολογία ήταν πώς ο Ταγίπ Ερντογάν είχε δεσμευθεί να συμμετάσχει στη διεθνή διάσκεψη για τη Γάζα, η οποία διεξαγόταν ταυτόχρονα στη Νέα Υόρκη και απαιτούσε την παρουσία του. Ωστόσο , η ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει την επίμαχη περίοδο η επικείμενη έξοδος του Oruc Reis καθιστούσε μια διμερή συνάντηση όχι απλώς δύσκολη, αλλά και ενδεχομένως ατελέσφορη, εφόσον δεν υπήρχε καμία ουσιαστική προετοιμασία σε επίπεδο ατζέντας.
Ακολούθησε μια περίοδος ελεγχόμενων διπλωματικών κινήσεων, με πιο χαρακτηριστική τη συνάντηση Γεραπετρίτη–Φιντάν στο Λουξεμβούργο, όπου επιχειρήθηκε να ανασυσταθεί η ελάχιστη απαιτούμενη εμπιστοσύνη και να επαναβεβαιωθεί η πρόθεση για διατήρηση ανοικτών διαύλων. Η Αθήνα προσπάθησε να ανακτήσει τη θετική ατζέντα, εστιάζοντας σε ζητήματα πρακτικής συνεργασίας, ενώ η Τουρκία διατήρησε το ενδιαφέρον της για μια πιο ευρεία πολιτική συζήτηση, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείπει τις γνωστές θέσεις της.
Σε αυτό το περιβάλλον, η χθεσινή δήλωση Μητσοτάκη λειτουργεί ως ένα σημείο αναφοράς. Η επιλογή του πρώτου τριμήνου του 2026 δεν είναι απλώς ένας νέος ορίζοντας· είναι μια αναγνώριση ότι απαιτείται χρόνος για να αποκατασταθούν οι ισορροπίες και να υπάρξει συνάντηση που δεν θα υπονομεύεται από παράλληλες εντάσεις. Αν οι επόμενοι μήνες κυλήσουν χωρίς νέες εξάρσεις — στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο ή στα ευρωπαϊκά τραπέζια της άμυνας — τότε το «ραντεβού που άργησε μια μέρα» μπορεί να αποτελέσει την πρώτη σταθερή βάση για μια πιο προβλέψιμη περίοδο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.