Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι το Λύκειο νοσεί βαθιά. Η θεραπεία όμως οφείλει να βασίζεται στη σωστή διάγνωση των αιτίων του προβλήματος.
Η απαξίωση του Λυκείου οφείλεται, αφενός, στην υποκατάσταση του μορφωτικού ρόλου του από την προετοιμασία για τις πανελλήνιες εξετάσεις και την ανταγωνιστική εισαγωγή στα ΑΕΙ, διαδικασία που έχουν «αναλάβει» κατά κύριο λόγο τα φροντιστήρια. Αφετέρου, οφείλεται στην επικράτηση για πολλές δεκαετίες μιας «παιδαγωγικής» αντίληψης της ήσσονος προσπάθειας, που κατέβασε χαμηλά τον πήχη των απαιτήσεων του σχολείου από τους μαθητές. Το Λύκειο το ολοκληρώνουν όλοι. Πάνω από ένας στους τέσσερις, μάλιστα, με «άριστα», παρά τις εμφανείς ελλείψεις. Οι μετεξεταστέοι έχουν «καταργηθεί» στην πράξη.
Μαζί έχει απαξιωθεί και το Απολυτήριο που αυτό το Λύκειο απονέμει. Δεν αναγνωρίζεται ότι πιστοποιεί ένα ικανό επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων για τη συνέχιση των σπουδών στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Οι επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις «μετράνε», όχι οι επιδόσεις στο Λύκειο. Ακόμα και για το δικαίωμα εγγραφής στα μη κρατικά πανεπιστήμια, προϋπόθεση τέθηκε πρόσφατα η επίδοση (ΕΒΕ) στις πανελλήνιες εξετάσεις, όχι το Απολυτήριο Λυκείου.
Ως αποτέλεσμα, το ίδιο το σχολείο «δεν μετράει» για τους μαθητές του και δεν αποτελεί κίνητρο για μάθηση και προσπάθεια βελτίωσης για όλους και, ιδιαίτερα, για τους πιο αδύναμους, που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Ούτε για τη στοιχειώδη παρουσία σε αυτό, καθώς όσο πλησιάζει ο χρόνος των πανελλήνιων εξετάσεων, οι μαθητές εξαντλούν τα όρια απουσιών. Στο σχολείο, όχι και στο φροντιστήριο. «Μετράνε» μόνο τα 4 μαθήματα που εξετάζονται σε ένα τρίωρο, στηρίζονται στον αιφνιδιασμό των άγνωστων θεμάτων της Κεντρικής Επιτροπής Εξετάσεων, και βαθμολογούνται έξω από το σχολείο. Για αυτά προετοιμάζονται στο φροντιστήριο, όχι για να μορφωθούν ευρύτερα, να ανακαλύψουν και να καλλιεργήσουν τις κλίσεις τους, να αναπτύξουν τις ικανότητες και τις δεξιότητές τους στο σχολείο. Η έμφαση στα 4 μαθήματα, όμως, «εξειδικεύει» άκαιρα τους μαθητές, επιβραβεύοντας δυσανάλογα την ικανότητα απομνημόνευσης σε βάρος της ολόπλευρης εκπαίδευσης και της ανάπτυξης ικανοτήτων και δεξιοτήτων απαραίτητων στην εποχή μας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι εκπαιδευτικοί έχουν απολέσει ουσιαστικά την κυριότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τα μαθήματα που διδάσκουν, και ιδίως όσα δεν εξετάζονται στις πανελλαδικές εξετάσεις, δεν «μετράνε». Αποδυναμωμένοι στον εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό τους ρόλο, με ψαλιδισμένο κύρος, περιορισμένο στο σεβασμό από μαθητές και γονείς, κατηγορούνται, συχνά ισοπεδωτικά, ως οι υπαίτιοι των αποτυχιών των μαθητών και του σχολείου.
Η παραπάνω συνθήκη έχει διαμορφωθεί αργά μέσα στο χρόνο. Οι συνέπειές της είναι εμφανείς στις επιδόσεις των μαθητών στις διεθνείς μετρήσεις (π.χ. PISA του ΟΟΣΑ) και στις ίδιες τις πανελλαδικές εξετάσεις, όπου σε βασικά μαθήματα η πλειονότητα των υποψηφίων έχει επιδόσεις κάτω από τη βάση. Είναι επίσης εμφανείς στα υψηλά ποσοστά εγκατάλειψης των σπουδών στα ΑΕΙ, λόγω αδυναμίας να ανταποκριθούν στις ακαδημαϊκές απαιτήσεις των σπουδών, στα διαχρονικά υψηλά ποσοστά ανέργων αποφοίτων Λυκείου, υψηλότερα από εκείνα άλλων χωρών της Ευρώπης, καθώς και στα υψηλότερα από άλλες χώρες ποσοστά όσων ούτε σπουδάζουν ούτε εργάζονται, παρά τις χαμηλές απαιτήσεις πολλών θέσεων εργασίας που δημιουργεί η ελληνική οικονομία.
Τα νέα προγράμματα σπουδών, τα νέα βιβλία, το σύστημα εποπτείας και αξιολόγησης εκπαιδευτικών και σχολείων και η καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής στα ΑΕΙ είναι, οπωσδήποτε, σημαντικά βήματα. Όμως, χωρίς «σχολείο που μετράει» για τους μαθητές του, δεν θα έχουν την προσδοκώμενη επίπτωση στις επιδόσεις, στις ικανότητες τους και στην ολόπλευρη μόρφωσή τους. Για να φύγουμε από τη σημερινή αρνητική συνθήκη που απαξιώνει το σχολείο και υπονομεύει τον εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό του ρόλο και κύρος, είναι αναγκαίο να αποκτήσουμε ένα έγκυρο, αξιόπιστο και αδιάβλητο σύστημα αξιολόγησης στο Λύκειο που:
-θα αποκαταστήσει τον μορφωτικό ρόλο του Λυκείου και θα αποτελέσει κίνητρο για ολόπλευρη μάθηση και βελτίωση των μαθητών,
-θα αποδώσει την κυριότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, της διδασκαλίας, της μάθησης και της αξιολόγησής της στο σχολείο και στους εκπαιδευτικούς του, με τις κατάλληλες δικλείδες ασφαλείας για το αδιάβλητο,
-θα αξιοποιήσει τις καλύτερες διεθνείς πρακτικές και τις νέες μεγάλες δυνατότητες των ψηφιακών τεχνολογιών στη διεξαγωγή έγκυρων, αξιόπιστων και αδιάβλητων εξετάσεων, στο πλαίσιο του σχολείου,
-θα έχει πραγματικές και ουσιαστικές απαιτήσεις από τους μαθητές, λαμβάνοντας υπόψη τις επιδόσεις τους σε όλες τις τάξεις του Λυκείου, χωρίς να αυξάνει τον αριθμό των μαθημάτων που και σήμερα εξετάζονται.
Ένα «σχολείο που μετράει» με ένα τέτοιο σύστημα αξιολόγησης των μαθητών, που θα οδηγεί στην απονομή έγκυρου, αξιόπιστου, με κύρος και διεθνώς αναγνωρισμένου Εθνικού Απολυτηρίου, θα καταστήσει περιττές τις πανελλήνιες εξετάσεις, καθώς οι επιδόσεις σε αυτό θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Για να οικοδομηθεί και να εμπεδωθεί στη συνείδηση όλων όμως, χρειάζεται χρόνο που υπερβαίνει το χρόνο μιας κυβερνητικής θητείας. Αλλά πρέπει να ξεκινήσουμε, με προσεκτικά βήματα, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Με τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση.
*Ο δρ Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι ειδικός σύμβουλος για θέματα εκπαίδευσης στην Προεδρία της Κυβέρνησης, πρώην Γενικός Γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης και Research Fellow στο ΙΟΒΕ. Οι απόψεις που εκφράζονται εδώ είναι προσωπικές.