Τα θέματα που μονοπωλούν την πολιτική ατζέντα καθορίζονται κατά κανόνα με βάση κομματικές σκοπιμότητες. Η κυβέρνηση ασχολείται με το πώς θα προβάλει καλύτερα το όποιο έργο της, τα κόμματα της αντιπολίτευσης με το πώς θα προβάλουν κυβερνητικές παραλείψεις, «σκάνδαλα» - εντός ή εκτός εισαγωγικών - και τα λοιπά.
Έτσι συνέβαινε πάντοτε, έτσι φυσικά συμβαίνει και σήμερα. Αν δει κανείς, όμως, τα θέματα που καθορίζουν το μέλλον της χώρας θα παρατηρήσει ότι συζητούνται από ελάχιστα έως καθόλου. Ο λόγος είναι προφανής: δεν προσφέρονται για τη δημιουργία εντυπώσεων, η επίλυσή τους απαιτεί μακροπρόθεσμη στρατηγική και δεν αποδίδει ψήφους βραχυπρόθεσμα.
Μείζον τέτοιο ζήτημα είναι το δημογραφικό πρόβλημα. Η χώρα συρρικνώνεται με δραματικούς ρυθμούς. Ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτασε στο μάξιμουμ το 2011, με 11,1 εκ. κατοίκους. Έπειτα, άρχισε να μειώνεται και σήμερα ζουν στη χώρα 10,46 εκατομμύρια άνθρωποι (βάσει των στοιχείων του 2023). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Eurostat, αναμένεται να μειωθούν κατά 14% μέχρι το 2050 και να φτάσουν τα 7,3 εκατομμύρια έως το 2100 – μια συνολική μείωση της τάξης του 30%. Εάν αυτές οι προβλέψεις επιβεβαιωθούν, τότε ο πληθυσμός της χώρας θα είναι μικρότερος από αυτόν της δεκαετίας του 1960.
Για να συνειδητοποιήσουμε το δράμα σε όλο το μέγεθος πρέπει να δούμε την αναλογία γεννήσεων - θανάτων.
Το 2024 είχαμε 62.624 γεννήσεις. Καταγράφεται δηλαδή μια σημαντική πτώση από το 2023 και τις 71.455 γεννήσεις του. Δύο χρόνια πιο πριν, οι γεννήσεις ήταν 85.346, ενώ το 2009, 119.500. Από την άλλη μεριά οι θάνατοι είναι διπλάσιοι –κυμαίνονται από 124.538 το 2019 έως 143.668 το 2021.
Ο ιστορικός Στάθης Καλύβας επισημαίνει κάτι ενδεικτικό που μπορεί να το παρατηρήσει με μια απλή βόλτα στην πόλη: «τα φροντιστήρια στις κεντρικές λεωφόρους αντικαθίστανται με ιατρικές υπηρεσίες, ενώ στα ράφια των σούπερ μάρκετ οι πάνες ακράτειας καταλαμβάνουν τον χώρο που είχαν οι πάνες για μωρά. Σύντομα θα αρχίζουν να κλείνουν σχολεία και πανεπιστημιακές σχολές, ενώ μεγάλες περιοχές της επαρχίας ήδη ερημώνουν. Οι τεράστιες οικονομικές συνέπειες θα φανούν κι αυτές πολύ γρήγορα».
Το θέμα δεν προέκυψε ξαφνικά ούτε το συζητάμε για πρώτη φορά. Απλώς δεν αποφασίζουμε να κάνουμε τίποτα ουσιαστικό για να το αντιμετωπίσουμε. Οι συζητήσεις περί επιδομάτων, κινήτρων και διευκολύνσεων που θα πρέπει να δίνονται στους νέους γονείς, περισσότερους παιδικούς σταθμούς, επανέρχονται από καιρού εις καιρόν συνοδευόμενες και από κάποιες κυβερνητικές πρωτοβουλίες. Ωστόσο, το διεθνές παράδειγμα μας δείχνει ότι τέτοια μέτρα εξαντλούν τη χρησιμότητά τους στη μείωση της αρνητικής δημογραφικής τάσης (σχετικό καλό παράδειγμα η Γαλλία) δεν επιτυγχάνουν όμως την αντιστροφή της.
Τα μέτρα υπέρ των νέων γονέων πρέπει προφανώς να συνεχιστούν και να γίνουν πολύ περισσότερα αλλά και πάλι δεν φτάνουν. Ιστορικά σε όλο τον κόσμο ένας αντικειμενικά αποτελεσματικός τρόπος υπάρχει για την αντιμετώπιση του δημογραφικού και αυτός συνδέεται με τη μετακίνηση πληθυσμών.
Η Ελλάδα σήμερα πέραν του δημογραφικού ή ως συνέπεια του αντιμετωπίζει άλλο ένα μείζον ζήτημα: έλλειψη εργαζομένων για βασικούς τομείς της Οικονομίας. Και αυτό το πρόβλημα λύνεται άμεσα με έναν μόνο τρόπο: με νόμιμους μετανάστες.
Είναι γεγονός ότι η άποψη πως θα φέρουμε ξένους για να αυξήσουμε τον πληθυσμό μας και το εργατικό μας δυναμικό είναι αντιδημοφιλής σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινής γνώμης. Το δημοφιλές είναι οι λιγότεροι δυνατοί μετανάστες - είτε νόμιμοι είτε παράνομοι.
Το δημοφιλές, όμως, δεν είναι κατ’ ανάγκη ούτε το σωστό ούτε το χρήσιμο. Είναι άλλο θέμα να φυλάσσονται τα σύνορα και να μην εξισώνονται στην πράξη οι πρόσφυγες με τους παράνομους μετανάστες και άλλο να εκπαιδεύεται η κοινή γνώμη σε μια γενικότερα αρνητική στάση ακόμη και απέναντι στους νόμιμους μετανάστες. Εάν ξεπεράσουμε τις ψευδαισθήσεις μας ίσως συνειδητοποιήσουμε ότι η νόμιμη μετανάστευση θα μπορούσε να αποτελέσει κλειδί για να αντιστρέψουμε την αρνητική τάση που υπάρχει σήμερα στο μεταναστευτικό και επίσης να αποκτήσουμε νέο εργατικό δυναμικό που θα βοηθήσει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.