Βασίλης Κοντογιαννόπουλος: Ολιστική απάντηση στην οπαδική βία

Φωτογραφία: Shutterstock

Επιτρέψτε μου μια προσωπική αναφορά. Ενέδωσα σε δυο πάθη. Πολιτική και ποδόσφαιρο. Αργότερα προστέθηκε και η Παιδεία. Το ποδόσφαιρο προηγήθηκε.

Μαθητής Δημοτικού επέλεξα τον Αστέρα Αμαλιάδας και τον Ολυμπιακό Πειραιά. Γιατί… οι φανέλες τους είχαν το ίδιο χρώμα. Οι πολιτικές μου πεποιθήσεις διαμορφώθηκαν στα φοιτητικά μου χρόνια. Κεντρώος, με φιλελεύθερες και φιλοευρωπαϊκές αντιλήψεις. Με σεβασμό στις αξίες της μετεμφυλιακής Αριστεράς, των Ηλιού, Κύρκου, Παπαγιαννάκη. Αρχές που υπηρέτησα σε όλη τη διάρκεια της εμπλοκής μου με την περιπέτεια της πολιτικής.

Κοινό σημείο πολιτικής και ποδοσφαίρου η απήχησή τους σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Το ποδόσφαιρο αποτελεί το λαοφιλέστερο άθλημα σε όλο τον πλανήτη. Κοινός εχθρός τους ο φανατισμός και ο οπαδισμός. Είναι οι αιτίες που οι πολίτες απομακρύνονται από την πολιτική και οι φίλαθλοι από τα γήπεδα. Το τοξικό κλίμα που επικρατεί, ιδίως τα τελευταία χρόνια, σε πολιτική και ποδόσφαιρο, με απομάκρυναν κι από τα γήπεδα κι από τον πολιτικό στίβο. Δεν έχω, όμως, απαλλαγεί ούτε από το πάθος της Πολιτικής, ως πεδίο αναμέτρησης αρχών, αξιών και ιδεών. Ούτε από το πάθος του ποδοσφαίρου, ως άθλημα κι ως θέαμα. Αυτό εξηγεί γιατί αποφάσισα να παρέμβω στο πρόβλημα του ποδοσφαίρου. Θα ακολουθήσουν και οι σκέψεις μου για το πολιτικό ζήτημα.

Το δομικό πρόβλημα του ποδοσφαίρου

Το πρόβλημα του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι δομικό. Ο πυρήνας του βρίσκεται στο νοσηρό ανταγωνισμό των ιδιοκτητών των μεγάλων ΠΑΕ. Αντί να επιδιώκουν την αξιοπιστία και την ποιοτική αναβάθμιση του ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος, συγκρούονται με στόχο τον προσεταιρισμό της ΕΠΟ (Ελληνικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας) και μέσω αυτής τον επηρεασμό της Διαιτησίας και της Αθλητικής Δικαιοσύνης. Δημιουργήθηκε, έτσι, η περιβόητη «παράγκα», που δηλητηριάζει το ελληνικό ποδόσφαιρο εδώ και χρόνια.

Οι διεθνείς ποδοσφαιρικές αρχές, FIFA και UEFA, έχουν καταθέσει, μετά από αίτημα της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, σχέδιο «ολιστικής μεταρρύθμισης του θεσμικού πλαισίου του ελληνικού ποδοσφαίρου». Την εφαρμογή του η ΕΠΟ έχει παραπέμψει στις ελληνικές καλένδες, για ευνόητους λόγους. Η εξυγίανση του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης. Όχι των επαγγελματιών ποδοσφαιρικών παραγόντων. Ακόμη και με τίμημα να προκαλέσει έξοδο των ελληνικών ομάδων από τις διεθνείς διοργανώσεις, η Κυβέρνηση οφείλει να το εφαρμόσει. Αυτό ήταν το κλειδί με το οποίο η Μάργκαρετ Θάτσερ πέτυχε την εξυγίανση του Αγγλικού ποδοσφαίρου, μετά τα τραγικά γεγονότα του Heizel.

Είναι αποκαλυπτική η διαφορά συμπεριφοράς παραγόντων και οπαδών, μεταξύ διεθνών και ελληνικών αγώνων. Στους διεθνείς αγώνες, που εφαρμόζονται με αυστηρότητα οι κανονισμοί UEFA και FIFA, η συμπεριφορά και των δυο είναι υποδειγματική.

Είναι εξ ’ίσου αποκαλυπτική η άψογη διεξαγωγή του τελικού κυπέλλου μπάσκετ μεταξύ των δυο «αιώνιων αντιπάλων», Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού. Απεδείχθη ότι η επικράτηση πνεύματος υγιούς ανταγωνισμού στον αθλητισμό είναι εφικτή. Αρκεί να το θελήσουν πολιτικοί και ποδοσφαιρικοί παράγοντες. Τρεις είναι οι όροι που οδήγησαν σε αυτό το αποτέλεσμα. Πρώτον, η εξυγίανση της διοίκησης της Ε.Ο.Κ. ( Ελληνικής Ομοσπονδίας Καλαθοσφαίρισης). Δεύτερον, με τη νέα εκλογική διαδικασία εξελέγη πρόεδρος της ΕΟΚ επιχειρηματίας με αποκλειστικό ενδιαφέρον την προαγωγή του αθλήματος. Τρίτον, τον αγώνα παρακολούθησαν φίλαθλοι και των δυο ομάδων κι όχι οργανωμένοι οπαδοί. Οι ίδιοι όροι θα κάνουν και πάλι το ποδόσφαιρο γιορτή. Όπως το απολαμβάνουμε από την τηλεόραση στους ευρωπαϊκούς αγώνες. Σε έναν, ακόμη, τομέα η Ελλάδα αποτελεί την ευρωπαϊκή εξαίρεση.

Οι οπαδικοί στρατοί

Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι οι «οπαδικοί στρατοί», που λειτουργούν υπό τον μανδύα «συνδέσμων φιλάθλων». Η οπαδική κουλτούρα, που συνδυάζει την ευφορία της νίκης με την ταπείνωση του αντιπάλου, μεταλλάσσεται στους περιβόητους «συνδέσμους» και τις «θύρες» σε οπαδικό μίσος και βία. Περιθωριακά στοιχεία διαδραματίζουν ηγετικό ρόλο και έχουν ανάγει τον οπαδισμό σε επάγγελμα. Στρατολογούν κατ’εξοχήν ανώριμα και ανασφαλή παιδιά που αναζητούν στους «συνδέσμους» μια συλλογική ταυτότητα και την προστασία της αγέλης. Στην πραγματικότητα οι «σύνδεσμοι» λειτουργούν ως τάγματα εφόδου συμμοριών χούλιγκαν με διεθνείς διασυνδέσεις κι εγκληματικές οργανώσεις του κοινού ποινικού δικαίου. Έπειτα από έρευνα της αρμόδιας δικαστικής αρχής που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, συνελήφθησαν άτομα που εμπλέκονται σε επεισόδια οπαδικής βίας. Εναντίον τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ληστείες, εκρήξεις, εμπρησμούς κλπ. Ακόμη, από το Σεπτέμβριο μέχρι σήμερα έχουν προσαχθεί στην ασφάλεια περισσότερα από 300 άτομα, σκληροί οπαδοί μεγάλων ομάδων της Αττικής, από τους οποίους οι 150 συνελήφθησαν για αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Το 30% από είναι ανήλικοι και οι υπόλοιποι ηλικίας 20-30 ετών.

Στους συνδέσμους έχουν βρει στέγη και τα πολιτικά άκρα. Άτομα με νεοναζιστικές και ακροαριστερές ιδεολογίες. Επιδίδονται από κοινού με τους οργανωμένους οπαδούς σε πράξεις τυφλής βίας, εντός κι εκτός γηπέδων, στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Είναι γνωστά, άλλωστε, τα πρόσφατα επεισόδια στο ΕΠΑΛ της Σταυρούπολης και σε σχολείο του Ευόσμου. Συγκρούσθηκαν κουκουλοφόροι των δυο άκρων, οργανωμένοι σε συνδέσμους οπαδών. Θυμίζω ότι πριν ένα χρόνο, το Μάρτιο του 2021, στη Νέα Σμύρνη, στις πορείες κατά της «Αστυνομικής βίας», που οργάνωσαν τα κόμματα της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής κι εξωκοινοβουλευτικής, έδωσαν το παρόν, με επίσημες ανακοινώσεις τους, οργανωμένοι χούλιγκαν από όλες τις μεγάλες ομάδες της Αττικής. Οπαδικός και πολιτικός χουλιγκανισμός αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία.

Καταλύτης η δολοφονία Άλκη Καμπανού

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής υπήρξε ο καταλύτης για την εξάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης που λειτουργούσε υπό το μανδύα πολιτικού κόμματος. Η αποτρόπαια δολοφονία του 19χρονου φοιτητή Άλκη Καμπανού, από το τάγμα εφόδου «συνδέσμου οπαδών», πριν 40 μέρες στη Θεσσαλονίκη, οφείλει να αποτελέσει τον καταλύτη για το ξερίζωμα του οπαδικού χουλιγκανισμού, αλλά και την εξυγίανση του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη επέδειξε άμεσα αντανακλαστικά. Η ταχύτατη κινητοποίηση αστυνομικών και δικαστικών αρχών οδήγησε στη σύλληψη και τη προφυλάκιση και των 12 δραστών της παράλογης δολοφονίας. Με την ίδια ταχύτητα επιβάλλεται η δικαστική της εκκαθάριση. «Δεν θέλουμε εκδίκηση. Θέλουμε Δικαιοσύνη» βρήκαν το κουράγιο και την αξιοπρέπεια να ζητήσουν οι γονείς του Άλκη.

Παράλληλα, ψηφίστηκε το νέο θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας. Οι ρυθμίσεις του κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση. Οι αυστηρές προϋποθέσεις για την ίδρυση και τη λειτουργία των «λεσχών φιλάθλων» και η επαναφορά του «ιδιώνυμου», δηλαδή η μη αναστολή και μη μετατροπή των στερητικών της ελευθερίας ποινών είναι οι πιο σημαντικές. Κι εφόσον εφαρμοσθούν θα αποδειχθούν αποτελεσματικές. Η αύξηση των ορίων των ποινών καθώς και η μη δυνατότητα μετατροπής τους σε προσφορά κοινωνικής εργασίας, δε λαμβάνουν υπ’όψη, κατά τη γνώμη μου, το νεαρό της ηλικίας των δραστών οπαδικής βίας, πολλοί από τους οποίους είναι ανήλικοι. Ήταν ένας από τους λόγους που τα δικαστήρια απέφευγαν να τις επιβάλλουν.

Περισσότερο, όμως, κρίσιμη από την πληρότητα του νέου θεσμικού πλαισίου, είναι η άμεση ΕΦΑΡΜΟΓΗ του. Από το 2006 έχουν ψηφιστεί, τουλάχιστον, τέσσερις αθλητικοί νόμοι κατά της ομαδικής βίας, έπειτα από παρόμοια γεγονότα. Το «ιδιώνυμο» καθιερώθηκε, επίσης, το 2006 για να τοποθετηθεί στο χρονοντούλαπο της νομοθεσίας. Επανήλθε το 2011. Εδώ κι ένα περίπου χρόνο το επανάφερε η σημερινή Κυβέρνηση. Απλώς δεν εφαρμόζονται. Ο Άλκης Καμπανός δεν είναι το πρώτο θύμα οπαδικής βίας. Έχουν προηγηθεί κι άλλες δολοφονίες με θύματα οπαδούς αντιπάλων ομάδων. Πρέπει να είναι το τελευταίο.

Πολυπαραγοντικό το πρόβλημα της βίας

Πολλοί είναι οι παράγοντες που εκτρέφουν το τέρας της βίας. Το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης κατά κύριο λόγο. Πάσχει σε βάθμο που πλήττει την ουσία του κράτους δικαίου. Ο χρόνος απονομής Δικαιοσύνης με τις συνεχείς αναβολές φτάνει στα όρια αρνησιδικίας. Οι αναστολές εκτέλεσης των ποινών στα όρια ατιμωρησίας.

Χωρίς να παραγνωρίζω το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά, θεωρώ σημαντικότερη την επιρροή του σχολικού περιβάλλοντος. Η παιδαγωγική διάσταση του σχολείου έχει υποβαθμισθεί. Οι μελλοντικοί δάσκαλοι πρέπει να εκπαιδεύονται πρώτα ως παιδαγωγοί κι έπειτα ως επιστήμονες. Τα παιδαγωγικά μαθήματα στις πανεπιστημιακές σχολές πρέπει να αναβαθμιστούν ποιοτικά και ποσοτικά. Καταστροφική για το σχολικό περιβάλλον είναι η κομματική εισβολή στα σχολεία. Όταν μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου καθοδηγούμενοι από κομματικές νεολαίες και συνδικαλιστές προβαίνουν σε «εθιμικές καταλήψεις, βάζουν λουκέτα στις εισόδους, βανδαλίζουν και καταστρέφουν τον σχολικό εξοπλισμό, χωρίς τη παραμικρή συνέπεια, η εξαγωγή της βίας έξω από τα σχολεία αποτελεί φυσικό επακόλουθο.

Πολιτική συναίνεση, αγαθό εν ανεπαρκεία

Στην πάνδημη απαίτηση της κοινωνίας να τεθεί οριστικό τέλος στον οπαδικό χουλιγκανισμό, θα περίμενε κανείς να ανταποκριθούν όλα τα πολιτικά κόμματα. Το νομοσχέδιο υπερψηφίστηκε από Ν.Δ. και ΚΙΝ.ΑΛ. Τα κόμματα της Αριστεράς και της λαϊκίστικης Δεξιάς το καταψήφισαν.

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης χαρακτήρισε το νομοσχέδιο ως «επικίνδυνο για το κράτος Δικαίου, επικοινωνιακό πυροτέχνημα, πιστό στο δόγμα «νόμος και τάξη», κι «επιτομή ποινικού λαϊκισμού». Θυμίζω ότι μόλις τον Μάρτιο του 2018, μετά την ένοπλη εισβολή του προέδρου του ΠΑΟΚ στον αγωνιστικό χώρο και τη διακοπή του αγώνα ΠΑΟΚ-ΑΕΚ, ο τότε Πρωθυπουργός δήλωνε «αυτός ο γόρδιος δεσμός πρέπει να κοπεί» και «αυτή η ιστορία θα τελειώσει κι όλοι θα βρεθούν προ των ευθυνών τους». Ο δε αρμόδιος Υφυπουργός δήλωνε «εμάς δε μας κρατάει κανείς» υπονοώντας τις γνωστές σχέσεις κυβερνητικών παραγόντων με τον Πρόεδρο του ΠΑΟΚ. Τελικά ούτε « ο γόρδιος δεσμός κόπηκε» ούτε «η ιστορία τελείωσε».

Η απουσία πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση του χουλιγκανισμού δεν αποδίδεται μόνο στο πολιτικό κόστος από την αντίδραση των οπαδών, αλλά και στα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται στο χώρο του ποδοσφαίρου. Χαρακτηριστικά, ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ είχε ζητήσει σε συνέντευξη του «να στηρίξουν οι Έλληνες τον Αλέξη Τσίπρα», για τον οποίο, όπως είπε «αισθάνθηκα αυτό ακριβώς που είχα αισθανθεί το 2000 όταν άκουσα τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Εγώ θέλω ένα τέτοιο Πρόεδρο».

Στη σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα η οπαδική βία δεν αποτελεί παρά τον έναν από τους τρεις επάλληλους κύκλους βίας που ταλανίζουν την ελληνική κοινωνία εδώ και 40 χρόνια. Οπαδική βία, πανεπιστημιακή βία και πολιτική βία εφάπτονται, τέμνονται κι επικαλύπτονται.

Η κουλτούρα ανυπακοής, ανομίας κι ατιμωρησίας που συστηματικά καλλιεργεί η αναχρονιστική και τυχοδιωκτική Αριστερά. Ο βίαιος, τοξικός και διχαστικός πολιτικός λόγος με τον οποίο εκφράζεται στρώνουν το χαλί για την εισβολή της βίας που αποτυπώνεται και στους τρεις επάλληλους κύκλους βίας. Όταν ο αρθρογράφος του επίσημου κομματικού οργάνου του ΣΥΡΙΖΑ εκφράζεται κατά του Πρωθυπουργού με τη φράση « Μητσοτάκη G.F.Y…» ο πολιτικός χουλιγκανισμός ταυτίζεται με τον οπαδικό.

Το πρόβλημα είναι βαθύτατα πολιτικό. Είναι φανερό ότι η σημερινή Αριστερά, με όλες τις εκδοχές της, δε «βολεύεται» με τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Ενώ απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, συστηματικά διαβρώνει τις αξίες της. Υποσκάπτει το κύρος και τα θεμέλια του κράτους Δικαίου. Ανάγει σε δικαίωμα και «δημοκρατική κατάκτηση» τη παραβίαση των νόμων. «Νόμος είναι το δίκιο του απεργού, του καταληψία, του διαδηλωτή». Η εφαρμογή του νόμου, «ποινικοποίηση των αγώνων, καταστολή και αστυνομοκρατία». Η πειθαρχία καταγγέλλεται ως αυταρχισμός. Απορρίπτει την ατομική ευθύνη, έννοια συνυφασμένη με την ιδιότητα του πολίτη. Αγνοεί ότι πλάι στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων υπάρχει και η έννοια κατάχρησης δικαιώματος.

Η βία στοιχειώνει την πολιτική ζωή

Είναι αδιανόητο, έπειτα από 50 χρόνια υποδειγματικής δημοκρατικής και πολιτικής ομαλότητας, η Αριστερά πολιτεύεται με μίσος και εχθροπάθεια κατά της παράταξης που εγκαθίδρυσε την Γ’ Ελληνική Δημοκρατία κι εμπέδωσε την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Συνθήκες που επέτρεψαν στην «πρώτη φορά Αριστερά» να ανέλθει στην εξουσία, έστω στηριζόμενη σε ακροδεξιό δεκανίκι. Προφανής εξήγηση, η απογοήτευσή της γιατί δε την κατέκτησε μόνιμα. Αυτό σημαίνει το «πήραμε την κυβέρνηση, όχι την εξουσία», η δυσανεξία για τους «αρμούς της εξουσίας κι η απειλή την άλλη φορά θα είναι αλλιώς». Αδυνατώντας να επεξεργαστεί μια σύγχρονη πολιτική ταυτότητα, καταφεύγει στο κίβδηλο χαρακτηρισμό του αντιπάλου της, της φιλελεύθερης παράταξης, ως ακροδεξιάς. Αγνοεί το ιστορικό γεγονός ότι η κεντροδεξιά παράταξη έχει κλείσει δυο φορές τους λογαριασμούς με το δικό της άκρο. Την πρώτη, με την καταδίκη σε ισόβια δεσμά των πρωτοαίτιων της δικτατορίας. Τη δεύτερη, με την καταδίκη ως εγκληματικής οργάνωσης, του νεοναζιστικού μορφώματος τα Χρυσής Αυγής. Αντίθετα, η Αριστερά απορρίπτοντας τη θεωρία των δυο άκρων, αρνείται να καταδικάσει το δικό της άκρο. Φραστικά αποδοκιμάζει τις πράξεις πολιτικής βίας που διαπράττονται από τα τάγματα εφόδου της ακροαριστεράς. Εθελοτυφλεί μπροστά στη μάστιγα της ακροαριστερής βίας που πλήττει τον πυρήνα της Δημοκρατίας. Την ακαδημαϊκή ελευθερία στα Πανεπιστήμια. Την ασφάλεια και ελευθερία έκφρασης πολιτικού λόγου στη δημόσια ζωή.

Πολιτικοί, Πρυτάνεις, Δημοσιογράφοι, ΜΜΕ, μη αρεστοί στην Αριστερά έχουν στοχοποιηθεί και πέσει θύματα πολιτικής βίας. «Φοβήθηκα ότι θα πεθάνω όταν με χτυπούσαν στο Σύνταγμα» εξομολογήθηκε ο Κωστής Χατζηδάκης. Εταιρία που προσέφερε τα μηχανήματα για τον έλεγχο εισόδου στα Πανεπιστήμια απέφυγε να κοινοποιήσει το όνομα της υπό το φόβο αντιποίνων. Η Ελλάδα παραμένει η μόνη δυτική χώρα που η άρνηση της Αριστεράς να προσαρμοστεί στους δημοκρατικούς κανόνες και να αποδεχθεί την ηθική της ευθύνη στερεί τη πολιτική ζωή από το πνεύμα συνεννόησης και συναίνεσης στα κρίσιμα ζητήματα. Το αίτημα για σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών που διατυπώνει κάθε φορά η Αριστερή αντιπολίτευση, όταν σε όλα διαφωνεί, είναι το συντομότερο ανέκδοτο.

Μηδενική ανοχή

Τα δημοκρατικά καθεστώτα έχουν καθήκον να αυτοπροστατευθούν από κάθε πράξη υπονόμευσης των αξιών και των θεσμών που τα συγκροτούν. Το μεγαλείο της Δημοκρατίας έγκειται στην αρχή ότι επιτρέπει την αμφισβήτησή της. Όχι την υπονόμευση της. Από την εποχή του Διαφωτισμού ισχύει η φράση που αποδίδεται στο Βολτέρο « διαφωνώ με αυτό που λες, αλλά θα υπερασπιστώ μέχρι θανάτου το δικαίωμα σου να το λες». Αλλά και η προειδοποίηση του Μοντεσκιέ « η τυραννία ενός ηγεμόνα σε μια ολιγαρχία δεν είναι τόσο επικίνδυνη, για το κοινό καλό όσο η απάθεια των πολιτών σε μια δημοκρατία».

Η αποφασιστική αντιμετώπιση της οπαδικής βίας από την Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη οφείλει να αποτελέσει το προοίμιο για την αντιμετώπιση της πανεπιστημιακής και πολιτικής βίας. Με την ίδια μεθοδολογία. Αναγωγή των κρουσμάτων πανεπιστημιακής βίας και πολιτικής βίας σε ιδιώνυμα αδικήματα κι εφαρμογή του νόμου. Ο πανεπιστημιακός και πολιτικός χουλιγκανισμός συνιστούν απείρως σοβαρότερα αδικήματα από τον οπαδικό. Η ατιμωρησία και η αδράνεια των θεσμών της συντεταγμένης Πολιτείας τρέφουν το τέρας της βίας και οδηγούν στην εξοικείωση της κοινωνίας με τη βία, θεωρώντας την ως μέρος της κανονικότητας. Η ανοχή απέναντι στην πολιτική βία οδηγεί σε Δημοκρατία Βαϊμάρης.

Ο σημερινός Πρωθυπουργός ανήκει σε αυτούς που πιστεύουν ότι η Ελλάδα μπορεί να αλλάξει. Προϋπόθεση είναι η απαλλαγή της από παθογένειες και στερεότυπα που εκπορεύονται από μια ανιστόρητη και αναχρονιστική Αριστερά. Μια Αριστερά που θεωρεί πρόοδο την άρνηση κι αδυναμία της να εκσυγχρονιστεί. Χρειάζεται ισχυρή πολιτική βούληση και μηδενική ανοχή στις πράξεις βίας, κάτω από όποιο μανδύα κι αν κρύβονται.

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ