Όταν η ηγεσία της Αντάντ ζήτησε, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, από τον στρατάρχη Φερντινάν Φος να αναλάβει διοικητής των γαλλικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Μάχη της Λωρραίνης εναντίον των Γερμανών, ο ίδιος απάντησε με την εξής φράση: «Bεβαίως! Αρκεί να μου απαντήσετε σε τρεις ερωτήσεις: Πώς, με ποιους και γιατί». Για ένα στρατηγικό μυαλό όπως του Φος, η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα συνδέεται άμεσα με την επιτυχή έκβαση κάθε εγχειρήματος. Δυστυχώς για τον Αλέξη Τσίπρα, οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μάλλον θα τον απογοητεύσουν.
Ας πάρουμε, όμως, τα ερωτήματα ανάποδα:
Γιατί όχι τώρα;
Αναμφίβολα, η πολιτική συγκυρία στο εσωτερικό δεν βοηθά, καθώς η κυριαρχία του Μητσοτάκη είναι απόλυτη. Τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής του μπορεί να αμφισβητούνται από ορισμένους, αλλά αποτελεί κοινή πεποίθηση στην κοινωνία πως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση. Αυτό πιστοποιείται και από τις πρόσφατες δημοσκοπικές μετρήσεις. Η απουσία εναλλακτικού σχεδίου διακυβέρνησης καθιστά τον δείκτη της παράστασης νίκης του Μητσοτάκη σαρωτικό. Ακόμη και οι πιο ορκισμένοι εχθροί του δεν πιστεύουν ότι μπορεί να χάσει τις επόμενες εκλογές!
Κατά συνέπεια, ακόμη και ο ίδιος ο Τσίπρας γνωρίζει πως το ενδεχόμενο δημιουργίας νέου πολιτικού φορέα μπορεί να τον οδηγήσει στην καλύτερη περίπτωση στη δεύτερη θέση. Εδώ, λοιπόν, προκύπτει ένα κρίσιμο ερώτημα για τον πρώην πρωθυπουργό: Μπορεί να αντέξει μια νέα ήττα από τον Μητσοτάκη (την πέμπτη κατά σειρά), αναλώνοντας πλήρως όποιο πολιτικό κεφάλαιο του έχει απομείνει;
Με ποιους;
Εδώ, αρκεί να ρίξει κάποιος μια απλή ματιά στην πρώτη σειρά των καθισμάτων της αίθουσας του Μεγάρου Μουσικής κατά τη διάρκεια της χθεσινής εκδήλωσης του ομώνυμου ινστιτούτου και θα καταλάβει! Δυστυχώς για τον ίδιο, το άμεσα διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό της Κεντροαριστεράς είναι ξεπερασμένο. Για τα περισσότερα προβεβλημένα στελέχη της, μοιραία ο πολιτικός κύκλος έχει κλείσει, χωρίς να έχουν φροντίσει να υπάρξει μια κρίσιμη μάζα νέων ανθρώπων που θα τους διαδεχθεί και θα εκφράσει έναν φρέσκο λόγο, χωρίς αγκυλώσεις, που δεν θα δαιμονοποιεί την επιχειρηματικότητα και θα αντιλαμβάνεται τις οικονομικές προκλήσεις. Όμως, και η συντριπτική πλειονότητα της νεότερης γενιάς στελεχών δεν διαφέρει από την παλαιά, καθώς επί της ουσίας ο πυρήνας της πολιτικής τους συγκρότησης παραμένει αθεράπευτα κομμουνιστικός, επιδεικνύοντας παράλληλα μια ανεξήγητη απέχθεια στον τεχνοκρατισμό! Συνεπώς, όσο κι αν το προσπαθήσει ο πρώην πρωθυπουργός, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο, έως και ακατόρθωτο, να συγκροτήσει μια ομάδα τεχνοκρατών που θα έχουν την ικανότητα να δομήσουν ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό σχέδιο που θα μπορούσε να έχει κυβερνητική προοπτική. Εξάλλου, για αυτή την υπαρξιακή «ανορθογραφία» μεγάλη ευθύνη έχει και ο ίδιος, καθώς δεν έχει καταφέρει ακόμη να αποτάξει τα κομμουνιστικά κατάλοιπα που τον διαμόρφωσαν. Στην πραγματικότητα, μάλλον και ο ίδιος δεν μπορεί να ξεπεράσει το Αχτσιόγλειο αξίωμα πως η κανονικότητα δεν ευνοεί την Αριστερά.
Πώς;
Το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ηττήθηκε από τον Μητσοτάκη μόνο για τα κυβερνητικά του πεπραγμένα, αλλά και γιατί ο δεύτερος κατάφερε να παρουσιάσει στην ελληνική κοινωνία ένα δομημένο σχέδιο. Αυτή η ειδοποιός διαφορά δεν έγινε ποτέ κατανοητή από τη συριζαϊκή πραγματικότητα. Ακόμη και σήμερα, σχεδόν έξι χρόνια μετά, δεν έχουν αντιληφθεί πως αποτελεί τη μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για να δημιουργηθούν οι απαραίτητες προοπτικές της επανόδου του. Για παράδειγμα, εάν ανατρέξει κανείς στη χθεσινή ομιλία του, θα διαπιστώσει για ακόμη μια φορά πως ο λόγος οδηγεί μοιραία σε αδιέξοδο. Φαίνεται ότι δεν έχει αντιληφθεί πως η στρατηγική της ισορροπίας σε δύο βάρκες δεν ωφέλησε, και συνεχίζει να προτείνει λύσεις γεμάτες αντιφάσεις. Πώς γίνεται την ίδια στιγμή να μιλάς για τους νέους αγώνες στις πλατείες, τις Γένοβες και τα Σιάτλ, και από την άλλη να χαίρεσαι γιατί σε ανέφερε η καγκελάριος Μέρκελ στο βιβλίο της.
Πώς είναι δυνατόν να ανασύρεις αναχρονιστικές πολιτικές ορολογίες που δεν μπορείς να υποστηρίξεις. Θα ήταν προτιμότερο να αφήσει τα περί πατριωτισμού σε άλλους, αυθεντικότερους εκφραστές αυτής της ρητορικής. Η συγκεκριμένη αναφορά μόνο ως μια απεγνωσμένη προσπάθεια για άγρα ψήφων μπορεί να ερμηνευτεί, αλλά και σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να γνωρίζει ότι στην πολιτική ισχύει ο γενικός κανόνας της αγοράς που θέλει κανείς να μην αγοράζει το ιμιτασιόν όταν υπάρχει διαθέσιμο το αυθεντικό.
Bonus ένας ακόμη σοβαρότερος λόγος για τον οποίο ο πρώην πρωθυπουργός πρέπει να το ξανασκεφτεί:
Από την εποχή της διακυβέρνησης έως και την καταστροφική αντιπολίτευση του 2019-2023 ο Τσίπρας μοιάζει να υποφέρει από μια υπαρξιακή άρνηση να μετακινηθεί προς το Κέντρο, με αποτέλεσμα να παραχωρήσει στον Μητσοτάκη τον πολύτιμο ζωτικό χώρο που του διασφαλίζει την παραμονή του στην εξουσία. Όσο λοιπόν καθυστερεί να μετακινηθεί ειλικρινά προς το Κέντρο, τόσο θα απομακρύνεται η προοπτική της επιστροφής του!