ΠΟΛΙΤΙΚΗ 

Ο Ροβέρτος Σπυρόπουλος, όπως τον γνώρισα

Σάββατο μεσημέρι όταν χτυπά το τηλέφωνο συνήθως δεν είναι για καλό. «Ρε συ, πέθανε ο Ροβέρτος». «Ο Ροβέρτος;» «Ναι, ο Ροβέρτος Σπυρόπουλος»

Η Ελλάδα να βράζει από τη ζέστη και εσύ να νιώθεις ένα σύγκρυο. 

Ο νους γυρίζει αθέλητα πίσω. Στα χρόνια που τον πρωτογνώρισα (πρέπει να ήταν 1993-1994), ως διοικητή του ΟΑΕΔ. Τον άνθρωπο με το συνηθισμένο επίθετο και το ασυνήθιστο όνομα.

Τότε που ο διοικητής μιας υπηρεσίας είχε κύρος, αλλά εκείνος αεικίνητος πίσω από την καρέκλα του δεν έμοιαζε σε τίποτα με τον απόμακρο τεχνοκράτη και ασχολούνταν με τα πάντα. Ακόμη και με το πιο παρακατιανό αίτημα.

Μετά ήρθε η δύσκολη περίοδος 1995-1996 για το ΠΑΣΟΚ. Ωνάσειο, διαδοχή του Ανδρέα, σύγκρουση επιγόνων, εκλογή Σημίτη. Ο Ροβέρτος είχε επιλέξει στρατόπεδο, αλλά δεν ήταν προκλητικός. Οταν τον συναντούσα για ρεπορτάζ τα λόγια του ήταν λίγα, αλλά «ζουμερά». Δεν σε έριχνε στα βράχια. Λακωνικός αν και Αρκάς. Αν δεν ήθελε να σου απαντήσει έπαιρνε εκείνο το πελοποννησιακό πονηρό ύφος, σε κοιτούσε πίσω από τα γυαλιά του και με ένα μισό χαμόγελο, σου έδινε μια απάντηση που σου έπαιρνε λίγο χρόνο να την επεξεργαστείς.

Ως βουλευτής δραστήριος, ως υφυπουργός Εργασίας, απλός και εργατικός σαν μυρμήγκι, ως διοικητής του ΙΚΑ (τον κράτησε ο Σαμαράς ως το 2015) εργασιομανής και τυπικός αλλά και ανθρώπινος.

Στεναχωριόταν με τις μικρές ανθρώπινες ιστορίες που ξεδιπλώνονταν καθημερινά μπροστά στα μάτια του. 

Οταν εγινε γενικός διευθυντής του ΠΑΣΟΚ ξημεροβραδιαζόταν στη Χ. Τρικούπη. Καταπιανόταν όχι μόνο με τα μεγάλα αλλά και με τα μικρά. Και, παρότι δεν το έδειχνε, γνώριζε πολλά. Είχε την αίσθηση του μέτρου και της δικαιοσύνης. Φερόταν με την ίδια ευγένεια σε όλους: Από τους υπουργούς μέχρι τα στελέχη και από τον τελευταίο υπάλληλο μέχρι τους αστυνομικούς. Με τους δημοσιογράφους είχε μια “αλλεργία” αλλά δεν σε έκανε ποτέ να νιώθεις άσχημα. Χανόταν μόνο, όταν η κουβέντα πήγαινε στα κτήματά του με τα αμπέλια. 

Σχεδόν μόνιμα ελαφρά αξύριστος και ατημέλητος ο Ροβέρτος είχε μυαλό μόνο για τη δουλειά. Μυαλό ξουράφι. Εβλεπε τα μεγάλα αλλά δεν έχανε και το δέντρο. Πονούσε τον απλό εργαζόμενο, δεν τον παρέσυρε ποτέ το μεγαλείο της θέσης. Ούτε την εκμεταλλεύτηκε ποτέ για ίδιον όφελος. 

Παλαιότερα τον έσυραν στα δικαστήρια επειδή είχε ζητήσει να αρθεί η κατάσχεση λογαριασμών ενός σούπερ μάρκετ στη Βόρειο Ελλάδα. Αθώθηκε πανηγυρικά από το Συμβούλιο Εφετών

Τελευταία τον έμπλεξαν με την Novartis. Ενας κουκουλοφόρος μάρτυρας, υπό το καθεστώς της ανωνυμίας, υποστήριξε ότι ο Σπυρόπουλος χρηματίζονταν. Ηταν το μόνο χτύπημα που ίσως τον λύγισε. Εγινε κι εκείνος στόχος, όπως τόσοι άλλοι. Εκρυβε τη στεναχώρια του αλλά του είχε στοιχίσει. 

Ηταν φλογερός πατριώτης, ασυμβίβαστος δημοκράτης, ένα με το λαό. Δίδασκε πολιτικό πολιτισμό,  χωρίς περιττές φιοριτούρες, χωρίς γραβάτες. 

Ηταν οραματιστής. Αυτός είπε πρώτος στους φίλους του για την «ανοικτή πόλη της Πελοποννήσου». «Ρε σεις, εγώ για να πάω από την Πετρούπολη στον Πειραιά, κάνω περισσότερη ώρα από κάποιον που θα ξεκινήσει από Σπάρτη ή από Καλαμάτα ή Κορινθο για Τρίπολη. Μια ανοικτή πόλη είναι η Πελοπόννησος. Μην κλείνεστε. Μόνο έτσι θα δείτε την ανάπτυξη…». Και αυτοί τον άκουγαν με το στόμα ανοιχτό.

«Χάσαμε έναν μοναδικό φίλο, ένα εξαιρετικό στέλεχος» μου είπε  απαρηγόρητος, ο στενός του φίλος του Τάσος Αποστολόπουλος, που είχε μιλήσει μαζί του το πρωί. Ο Ροβέρτος του είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν αύριο στην Αρκαδία για την επίσκεψη της Φώφης Γεννηματά και για το γάμο του γιού του σε λίγες ημέρες. “Κλείνω τώρα, πάω να ρίξω μια βουτιά” του είπε. Και συνέβη το μοιραίο.

«Χάθηκε ένας καλός άνθρωπος» μονολογώ.

Ενα ποτήρι κρασί στη μνήμη σου Ροβέρτο. Εκείνο που δεν προλάβαμε να πιούμε στους αμπελώνες σου. 

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στο 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ