Το περιοδικό Economist ανακήρυξε πρόσφατα την Ελλάδα ως τη χώρα της χρονιάς 2023. «Ύστερα από χρόνια επώδυνης αναδιάρθρωσης», όπως έγραψε, η χώρα μας βρίσκεται σήμερα στην κορυφή της ετήσιας κατάταξης για τις οικονομίες του ανεπτυγμένου κόσμου.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλείνει το 2023 καταγράφοντας έναν ευρύ κύκλο επιτυχιών τόσο στην οικονομική πολιτική όσο και στα μεταρρυθμιστικά σχέδια για το μέλλον. Βήμα βήμα, με δυσκολίες και λάθη αναμφίβολα, έχτισε ένα σταθερό περιβάλλον και υπηρετεί απαρέγκλιτα ένα σχέδιο που φέρνει την Ελλάδα πιο κοντά στα ευρωπαϊκά και δυτικά πρότυπα.
Έτσι εξηγείται η ηγεμονία Μητσοτάκη στην ελληνική πολιτική σκηνή. Το 2023 κατόρθωσε όχι μόνο να εξουδετερώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά να παραμένει μοναδική λύση, έχοντας απέναντί του κόμματα ασθενή, άλλα με προβλήματα ηγεσίας, άλλα αδύναμα να παρουσιάσουν αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση.
Επιπλέον, με το νέο έτος 2024, η κυβέρνηση φέρνει μια από τις σοβαρότερες μεταρρυθμίσεις τόσο για την Παιδεία όσο και για την ίδια την ανάπτυξη της χώρας: το άνοιγμα των ΑΕΙ στην ιδιωτική αγορά. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην ΕΕ που δεν διαθέτει ιδιωτικά πανεπιστήμια. Πρόκειται για μια παγκόσμια θλιβερή ελληνική πρωτοτυπία, το κράτος να διατηρεί το μονοπώλιο στην ανώτατη εκπαίδευση και να απαγορεύει τον ανταγωνισμό. Ένα σοβιετικού τύπου «γαλατικό χωριό» στην καρδιά της Ευρώπης. Και μπράβο στον Κυριάκο Πιερρακάκη που τόλμησε να διορθώσει έναν αναχρονισμό.
Η χούντα ήταν αυτή που επέβαλε στην Ελλάδα την απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ. Και η συντηρητική Δεξιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή την κατέστησε συνταγματική επιταγή. Όταν κυβέρνησε το ΠΑΣΟΚ, η απαγόρευση ίδρυσης μη κρατικών ΑΕΙ έγινε σήμα κατατεθέν. Και εντέλει κατάντησε -ως τις μέρες μας- σημαία της πατερναλιστικής, οπισθοδρομικής Αριστεράς, που μετέτρεψε τα πανεπιστήμια σε ορμητήρια του μπάχαλου, υποτιμώντας την ποιότητα των σπουδών. Οι «καταληψίες» επικράτησαν των «αρίστων».
Αριστερά και ΠΑΣΟΚ, τα προηγούμενα χρόνια, απέκρουσαν λυσσαλέα όλες οι προσπάθειες που έγιναν για ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ. Με αποκορύφωμα το 2006: ο Γιώργος Παπανδρέου ήταν θετικός στην αλλαγή του άρθρου 16, αλλά μπροστά στην αντίδραση του κρατιστή Ευάγγελου Βενιζέλου (καθώς και της νεολαίας ΠΑΣΟΚ και άλλων μεγαλοστελεχών), ο Παπανδρέου έβαλε την... όπισθεν, χάνοντας την ευκαιρία για μια μεγάλη μεταρρύθμιση.
Σήμερα, αρκεί να περάσει κανείς έξω από ένα, οποιοδήποτε, ελληνικό Πανεπιστήμιο για να αντιληφθεί το χάλι, αλλά και την αποτυχία του κρατικού μονοπωλίου. Στα δημόσια μπορείς ανενόχλητος να «χτίσεις» τον καθηγητή, να βάψεις με συνθήματα τους τοίχους, να απαγορεύσεις την ομιλία κάθε προσώπου που δεν έχει Αριστερή έγκριση, να κερδίζεις βαθμούς από τις κομματικές νεολαίες, να καταλαμβάνεις αυθαίρετα αίθουσες και σχολές, να κατασκευάζεις βόμβες μολότοφ προς πάσα χρήση. Ολόκληρες γενιές φοιτητών έχουμε σπουδάσει σε χώρους βρώμικους, άσχημους και επικίνδυνους, όπου κυριαρχούσαν οι μπαχαλάκηδες και τα κομματικά παραμάγαζα. Χώρους όπου ακόμη και το καθηγητικό κατεστημένο εμφανίζει συχνά συντηρητικές, δημοσιοϋπαλληλικές, φοβικές και αντιμεταρρυθμιστικές συμπεριφορές. Υπάρχουν, βεβαίως, και λαμπρές εξαιρέσεις.
Επειδή πλέον τίποτα από όλα αυτά τα... προοδευτικά δεν θα επιτρέπονται στα ιδιωτικά ιδρύματα, η Αριστερά ετοιμάζεται για έναν ακόμη ανένδοτο και δίνει την ύστατη μάχη του συντηρητισμού. Πάσης φύσεως συνδικαλιστές, αριστερά ΜΜΕ και καθηγητές ετοιμάζονται με το νέο έτος να σηκώσουν τη χώρα στο πόδι. Αντί να κοιτάξουν να απολογηθούν για τα χάλια της Παιδείας, έρχονται ως κήρυκες μιας δήθεν επανάστασης κατά του «ξεπουλήματος», των «επιχειρηματικών συμφερόντων» και, φυσικά, της «νεοφιλελεύθερης δεξιάς». Και όλα αυτά υπό τον μανδύα του «προοδευτισμού».
Το ΚΚΕ προαναγγέλλει... επανάσταση σε όλους τους χώρους, ο Κασσελάκης βρίσκεται σε βέρτιγκο, Κωνσταντοπούλου και Βαρουφάκης δηλώνουν αντίθετοι, όπως και οι Τσακαλώτος-Χαρίτσης, παρότι οι περισσότεροι από αυτούς σπούδασαν και απέκτησαν σημαντικούς τίτλους σε ξένα ιδρύματα ή στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Αδήλωτος στόχος της σταλινογενούς Αριστεράς είναι να αποτρέψει τον ανταγωνισμό στην ανώτατη εκπαίδευση, ώστε να κρατήσει καθηλωμένα τα πανεπιστήμια στη λογική τού όσο περισσότεροι μπαχαλάκηδες τόσο καλύτερα. Προς τιμήν του, ο Ανδρουλάκης τάσσεται υπέρ, ταυτιζόμενος με τη δημοσκοπική θέληση της κοινωνίας (53%).
Κατά συνέπεια, θα πρόκειται για μια ακόμη ήττα του αναχρονισμού, αν το εγχείρημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη για ποιοτικά, ιδιωτικά ΑΕΙ ολοκληρωθεί με επιτυχία. Δεν θα έχει να κάνει μόνο με την Παιδεία και τα Πανεπιστήμια. Αλλά και με μια βαθιά ριζωμένη αντιπαραγωγική νοοτροπία, της ήσσονος προσπάθειας, της αμορφωσιάς και του τζάμπα, που επιβλήθηκε εδώ και μισό αιώνα στην εκπαίδευση. Και θα σημειωθεί μια συνολική στροφή της Ελλάδας, όταν το «μη κρατικό» Πανεπιστήμιο πάψει να θεωρείται ταμπού.
ΥΓ1: Τα ανταγωνιστικά πανεπιστήμια ίσως μας γλιτώσουν και από κάτι άλλο, παρεμπιπτόντως: από πολιτικούς που μπερδεύουν τον Ηρόδοτο με τον Ηράκλειτο, τις στροφές 360 μοιρών κ.λπ.
ΥΓ2: Όμως, ανώτατη παιδεία δεν είναι μόνο τα χαρτιά που δίνονται ως πτυχία (από κρατικά ή ιδιωτικά ΑΕΙ). Η εκπαίδευση στη χώρα μας πάσχει και μάλιστα σε όλα τα επίπεδα, όπως ανέδειξε πρόσφατα ο διαγωνισμός PISA για το 2022. Επομένως, δεν αρκεί για την κυβέρνηση να θριαμβολογεί για τα ιδιωτικά ΑΕΙ. Απαιτείται μεγαλύτερη και συνολικότερη προσπάθεια στη δημόσια εκπαίδευση.
Όπως έδειξε για την Ελλάδα η PIAAC 2015 του ΟΟΣΑ, μια άλλη περιοδική έρευνα που μετρά τις δεξιότητες, το 19% των πρόσφατων αποφοίτων πανεπιστημίων ή μάστερ στην Ελλάδα, και το 28% των αποφοίτων λυκείου είναι λειτουργικά αναλφάβητοι. Μεγάλο ποσοστό, αποκαρδιωτικό και σοκαριστικό.
Ως εκ τούτου, θα ήταν χρήσιμο να επικεντρωθούν όλοι στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης, στην πραγματική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και στην αυστηροποίηση των κριτηρίων στα δημόσια σχολεία. Έργο ομολογουμένως πιο δύσκολο από το να περάσεις στη Βουλή τα ιδιωτικά ΑΕΙ, όταν η κοινωνία είναι πλέον ώριμη.