Το επόμενο διάστημα η ελληνική κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί τη δύσκολη εξίσωση των ελληνοτουρκικών στον απόηχο της τουρκικής διείσδυσης στο νέο αμυντικό οικοδόμημα της Ε.Ε., που εγκρίθηκε σε πρώτη φάση, και των συνεπειών που θα έχει αυτό το ενδεχόμενο στην ισορροπία δυνάμεων στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Σε μια περίοδο έντονων γεωπολιτικών αναταράξεων ο ειδικός ρόλος της Τουρκίας στη νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας έχει θορυβήσει την Αθήνα, η οποία επιδιώκει να καταρτίσει ένα σχέδιο διπλωματικών αναχωμάτων και αιρεσιμοτήτων απέναντι στο ενδεχόμενο η τουρκική αμυντική βιομηχανία να αποτελέσει βασικό εταίρο της Κομισιόν στην προσπάθεια της Ε.Ε. για μεγαλύτερη αμυντική αυτονομία. Σε αυτό το πλαίσιο και η δήλωση του πρωθυπουργού την προηγούμενη εβδομάδα που συνέδεσε την άρση του casus belli με την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ιδιαίτερα τη συμμετοχή της Τουρκίας στη Λευκή Βίβλο για την άμυνα της Κομισιόν.
«Αν η Τουρκία επιθυμεί να μπει στα χρηματοδοτικά εργαλεία της ευρωπαϊκής άμυνας, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι δικαιολογημένοι προβληματισμοί και της Ελλάδας και της Κύπρου. Δεν γίνεται από τη μια να διεκδικείς να μπεις σε ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία και από την άλλη να εξακολουθεί να υπάρχει μια απόφαση η οποία απειλεί ουσιαστικά μια ευρωπαϊκή χώρα, εάν κάνει κάτι που έχει νόμιμο δικαίωμα να κάνει. Αυτό θα πω πια και στον πρόεδρο Ερντογάν, με τον οποίο έχω καλές σχέσεις». Η συγκεκριμένη αποστροφή του Κυριάκου Μητσοτάκη ερμηνεύτηκε ως μια ενδεχόμενη απειλή βέτο εναντίον της τουρκικής συμμετοχής στο νέο αμυντικό οικοδόμημα της Ε.Ε., εάν ποτέ τεθεί αυτό το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Η δήλωση προκάλεσε έντονη πολιτική συζήτηση και στις δύο πλευρές του Αιγαίου, χωρίς ωστόσο να προκύπτει ευθέως ότι αυτή η επιλογή μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις. Είναι σαφές πως οι Ευρωπαίοι εταίροι επιφυλάσσουν για την Τουρκία, ωστόσο η επιλογή του βέτο δεν εξασφαλίζει απόλυτα την ελληνική πλευρά, καθώς η διαδικασία επικύρωσης της περιβόητης ευρωτουρκικής αμυντικής συνεργασίας δεν απαιτεί απαραίτητα ομοφωνία μεταξύ των κρατών-μελών.
Συνεπώς, εάν η Ελλάδα έπαιζε το χαρτί της αρνησικυρίας ενάντια σε μια επικείμενη ευρωτουρκική συμφωνία, αυτή θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω της συμμετοχής της Τουρκίας στο χρηματοδοτικό εργαλείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την άμυνα, γνωστό ως SAFE (Security Action for Europe), που εγκρίθηκε στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της Ένωσης, για το οποίο προβλέπεται απλώς ειδική πλειοψηφία και όχι ομοφωνία.
Υπενθυμίζεται πως οι διαρκείς εξελίξεις στο Ουκρανικό αλλά και στη Μέση Ανατολή έχουν αναβαθμίσει τον ρόλο της Τουρκίας ως μέλους του δυτικού δόγματος ασφάλειας και συνεπώς η επιλογή του ελληνικού βέτο θα δημιουργούσε ενδεχομένως και σοβαρές προστριβές με τους κυρίαρχους παίκτες της Ένωσης, όπως η Γερμανία , η Ισπανία και η Ιταλία. Το νέο δόγμα ασφαλείας της Δύσης θέτει ως απόλυτη προτεραιότητα την ενίσχυση των αμυντικών δυνατοτήτων της Ευρώπης συνολικά και των επιμέρους κρατών σε δεύτερο βαθμό και συνεπώς οι διμερείς διαφορές, συμπεριλαμβανομένων των ελληνοτουρκικών, έρχονται σε δεύτερη μοίρα.
Το μπλόκο της ΑΘήνας και τα διπλωματικά βέλη στη φαρέτρα
Πάρα ταύτα, η Αθήνα θα επιχειρήσει μέσα στον επόμενο μήνα να θέσει όρους στη συμμετοχή της Τουρκίας. Σε αυτό το πλαίσιο, στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στη Χάγη (24-25 Ιουνίου), όπου θα παραστεί και ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, εάν μέχρι τότε δεν έχει οριστικοποιηθεί το ραντεβού Μητσοτάκη - Ερντογάν, υπάρχει πιθανότητα να πραγματοποιηθεί τετ α τετ, όπως συνέβη πέρυσι, με τον πρωθυπουργό να σκοπεύει να θέσει το θέμα της άρσης του casus belli στον Τούρκο πρόεδρο. Η Αθήνα επιδιώκει να στείλει ξεκάθαρο μήνυμα τόσο προς την Άγκυρα όσο και προς τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, εν μέσω των συζητήσεων για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης.
Ωστόσο, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ερωτηθείς κατά τη διάρκεια της ενημέρωσης των πολιτικών συντακτών, υποστήριξε πως η ελληνική πλευρά διαθέτει αρκετά όπλα στη διπλωματική φαρέτρα ενάντια στη συγκεκριμένη εξέλιξη, λέγοντας χαρακτηριστικά πως η άρση του casus belli «δεν είναι ο μοναδικός κανόνας» και πως «υπάρχουν και άλλοι κανόνες επιλεξιμότητας τρίτων χωρών, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η ανάγκη συνεκτίμησης των συμφερόντων ασφάλειας και άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Μια επιλογή είναι η Αθήνα να απαιτήσει συγκεκριμένες αναφορές έναντι της Τουρκίας, σε κάποιο από τα επόμενα κείμενα συμπερασμάτων Συνόδου Κορυφής, είτε σε μια ενδεχόμενη ευρωτουρκική αμυντική συμφωνία. Εξάλλου η Αθήνα έχει επισυνάψει μια εθνική δήλωση στο πρόγραμμα SAFE που εγκρίθηκε στο Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, όπου υπάρχει ειδική αναφορά για την ανάγκη να υπάρξει ευθυγράμμιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και σεβασμός στους προβληματισμούς των κρατών-μελών.
Για την ιστορία, το SAFE προβλέπει τη διάθεση έως και 150 δισεκατομμυρίων ευρώ υπό μορφή χαμηλότοκων, πολυετών δανείων που θα εγγυάται ο προϋπολογισμός της Ε.Ε., με στόχο την κοινή χρηματοδότηση αγορών και εξοπλιστικών έργων σε τομείς όπου η ευρωπαϊκή παραγωγή είναι ανεπαρκής, όπως πύραυλοι, πυρομαχικά, μη επανδρωμένα αεροσκάφη και αντιαεροπορικά συστήματα.
Σχετικά με την Τουρκία, στο κείμενο της συμφωνίας δεν υπάρχει ρητή διατύπωση που να την αποκλείει από τη δυνατότητα δανειοδότησης και συμμετοχής στο SAFE, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που θα τεθούν. Αυτό σημαίνει ότι η Τουρκία μπορεί να συμμετάσχει, αλλά η τελική έγκριση θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές αποφάσεις των κρατών-μελών της ΕΕ και τις σχετικές συμφωνίες συνεργασίας.