Η «Πανουργία της Ιστορίας» οδήγησε στη σημερινή ιστορική ψήφιση των διατάξεων του πολυνομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας για τη θεσμική κατοχύρωση του θρησκευτικού δόγματος των Αλεβιτών της Θράκης, που εκνεύρισε έντονα την Άγκυρα, ώστε να συμπέσει με την έναρξη της μεγάλης γιορτής τους «Χίλια».
Ειδικότερα, η θεσμική αναγνώριση των Αλεβιτών της Θράκης συμπίπτει χρονικά με την έναρξη της μεγάλης γιορτής τους στο οροπέδιο Χίλια, έναν ιστορικό τόπο συνάντησης και πολιτισμικής έκφρασης, που περικλείει σύνορα Ροδόπης, Έβρου και Βουλγαρίας και φιλοξενεί τον διάσημο τεκέ της Ρούσσας.
Ωστόσο, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου, πρόκειται για σύμπτωση και όχι για μεθόδευση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία όμως προσδίδει πολιτισμική και πολιτική βαρύτητα στην κίνηση, επιβεβαιώνοντας τη μακρόχρονη παρουσία και σημασία των Αλεβιτών στην περιοχή.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες του iefimerida, η υπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη αναμένεται, μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, να παραστεί στις εορταστικές εκδηλώσεις, καθώς θα μεταβεί στον Έβρο με στρατιωτική πτήση αποκλειστικά γι' αυτόν τον σκοπό.
Η απόφαση του ελληνικού κοινοβουλίου να προχωρήσει στη νομική αναγνώριση των Αλεβιτών Μπεκτασήδων της Θράκης αποτελεί ορόσημο τόσο για τη θρησκευτική ελευθερία στην Ελλάδα όσο και για τις σχέσεις της χώρας με την Τουρκία.
Η κοινότητα των Αλεβιτών, που αριθμεί περίπου 3.500 μέλη και είναι συγκεντρωμένη σε τουλάχιστον 10 χωριά στην περιοχή της Θράκης, όπως η Ρούσσα, το Μέγα Δέρειο και το Μικρό Δέρειο, αναγνωρίζεται πλέον επίσημα ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο, γεγονός που επιτρέπει στην κοινότητα να λειτουργεί με αυτονομία εντός της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης.
Η αναγνώριση αυτή, που εμφανίζεται στο άρθρο 49 του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, ρυθμίζει ειδικά ότι οι Αλεβίτες διατηρούν όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λωζάννης για τη μουσουλμανική μειονότητα, αλλά δεν υπόκεινται στην αρμοδιότητα των Μουφτήδων, οι οποίοι εκπροσωπούν αποκλειστικά τον σουνιτικό ισλαμικό κλάδο.
Με αυτόν τον τρόπο, η κοινότητα αποκτά διοικητική και θρησκευτική αυτονομία, μια κίνηση που χαρακτηρίζεται από ελληνικές πηγές ως στρατηγικής σημασίας για την προστασία των θρησκευτικών δικαιωμάτων και τη διεύρυνση της δημοκρατικής πολιτείας.
Οι πιστοί της αλεβιτικής παράδοσης στο Ισλάμ ξεχωρίζουν σημαντικά από το κυρίαρχο εντός της μειονότητας σουνιτικό δόγμα όσον αφορά τη λατρεία τους. Αντί να προσεύχονται στα κοινά σουνιτικά τζαμιά, πραγματοποιούν τις θρησκευτικές τελετές τους σε ειδικούς χώρους, γνωστούς ως τζεμ-εβί (ή αλλιώς «Τζεμιτζί» / τεκέδες). Εκεί συνδυάζουν μουσική, χορό, ποίηση και ομαδική περισυλλογή. Επιπλέον, δεν εφαρμόζουν απαραίτητα τη Σαρία, δεν ακολουθούν υποχρεωτικά το Ραμαζάνι και δεν αναγνωρίζουν τον κρατικό μουφτή ως τον θρησκευτικό τους ηγέτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, κύκλοι του υπουργείου Παιδείας υποστηρίζουν πως η συγκεκριμένη κίνηση από το ελληνικό κοινοβούλιο σηματοδοτεί μια κομβική τομή για τη θρησκευτική αυτονομία και λειτουργία αυτής της υποομάδας της μουσουλμανικής μειονότητας, χωρίς ωστόσο να επηρεάζει το καθεστώς τους ως μέλη της μειονότητας συνολικά.
Μέσω του νομοσχεδίου του υπουργείου Παιδείας, Θρησκευμάτων και Αθλητισμού, η κοινότητα των Μπεκτασήδων Αλεβιτών αναγνωρίζεται ρητά ως θρησκευτικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, με έδρα τη Ρούσσα του Έβρου.
Αυτή η θεσμική υπόσταση, η πρώτη του είδους της για μουσουλμανικό θρησκευτικό δόγμα στην Ελλάδα, αποτελεί τη βάση για την αυτοδιοίκηση της κοινότητας σε θρησκευτικά και διοικητικά ζητήματα.
Το νομοσχέδιο εισάγει πρακτικές αλλαγές, που διασφαλίζουν αυτήν την αυτονομία και ευελιξία.
Ιδρύεται Διαχειριστική Επιτροπή Βακουφίων Μπεκτασήδων Αλεβιτών, κοινωφελούς χαρακτήρα και υπό την εποπτεία του υπουργείου, η οποία αναλαμβάνει τη διαχείριση των βακουφίων, των τεκέδων και των λατρευτικών χώρων, εξασφαλίζοντας με αυτόν τον τρόπο την προστασία και τη σωστή διαχείριση της περιουσίας της κοινότητας, αποστασιοποιώντας την από τις υπόλοιπες μειονοτικές δομές και δίνοντάς της διοικητική και οικονομική αυτονομία.
Παράλληλα, το νομοσχέδιο προβλέπει εκπαιδευτικές ρυθμίσεις που αναγνωρίζουν την ξεχωριστή θρησκευτική ταυτότητα των Αλεβιτών.
Όταν υπάρχουν τουλάχιστον 10 μαθητές Αλεβίτες, τους παρέχεται η δυνατότητα να παρακολουθούν ειδικό μάθημα σχετικό με το δόγμα τους, ως απαλλαγή από το υποχρεωτικό μάθημα των Θρησκευτικών. Πρόκειται για μια σημαντική αλλαγή που αντανακλά τον σεβασμό στη θρησκευτική πολυμορφία και την ανάγκη προσαρμογής της εκπαίδευσης στις ιδιαιτερότητες της κοινότητας.
Επιπλέον, η αναγνώριση της κοινότητας ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου απλοποιεί τις διαδικασίες ίδρυσης και λειτουργίας της, μειώνοντας τη γραφειοκρατική επιβάρυνση και καθιστώντας το πλαίσιο πιο ξεκάθαρο και λειτουργικό.
Αξίζει να τονιστεί ότι, παρά τα παραπάνω, η κοινότητα διατηρεί πλήρως την ιδιότητά της ως μέρος της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, με όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Συνθήκη της Λωζάννης και τη νομοθεσία της χώρας.
Η θεσμική αναγνώριση δεν έχει στόχο να αμφισβητήσει το συνολικό μειονοτικό καθεστώς, αλλά, αντίθετα, να επιτρέψει στους Αλεβίτες να ασκούν τα θρησκευτικά και πολιτισμικά τους δικαιώματα με μεγαλύτερη αυτονομία και σεβασμό στην ιδιαιτερότητά τους. Μέσω αυτής της ρύθμισης, επιτυγχάνεται η ενίσχυση της δημοκρατικής ισότητας και της συμμετοχής τους στη δημόσια ζωή της Θράκης, διαφυλάσσοντας τη συλλογική τους ταυτότητα και παράδοση.
Η διαχρονική διαμάχη με το προξενείο της Κομοτηνής
Η αναγνώριση αυτή προκαλεί έντονο εκνευρισμό στην Άγκυρα και ειδικότερα στο τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής, το οποίο παραδοσιακά επιδιώκει να διατηρεί επιρροή στη μουσουλμανική μειονότητα.
Η κόντρα μεταξύ της τουρκικής διπλωματικής αποστολής και των Αλεβιτών είναι διαχρονική και έχει ως επίκεντρο το πανηγύρι στα Χίλια, το οποίο το προξενείο θεωρεί πως λειτουργεί ως μοχλός για τη στρατηγική επιρροής και επιβολής του δόγματος του στη μουσουλμανική μειονότητα.
Το προξενείο, φιλοδοξώντας να ελέγχει τη θρησκευτική και κοινωνική ζωή των μουσουλμάνων, δεν αποδέχεται την ανεξαρτητοποίηση των Αλεβιτών από την ενοποίηση υπό τη σουνιτική μειονότητα και αντιδρά στην ανεξάρτητη θρησκευτική οργάνωση και στις εκδηλώσεις που αποδυναμώνουν τον δικό του ρόλο.
Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, αφότου η Αλεβιτική κοινότητα επανέκτησε τον έλεγχο του πολιτιστικού συλλόγου που διοργανώνει τη γιορτή, το τουρκικό προξενείο αποφάσισε να διοργανώνει ξεχωριστές εκδηλώσεις, οι οποίες όμως σταδιακά φθίνουν.
Πρόκειται για το γνωστό τοπικό έθιμο του Αγά, που περιλαμβάνει παραδοσιακούς αγώνες πάλης, όπου οι παλαιστές αλείφονται με λάδι, όπως γίνεται στην παραδοσιακή πάλη των Αλεβιτών της περιοχής. Αυτοί οι αγώνες είναι ένα είδος Ελληνορωμαϊκής ή ελεύθερης πάλης, όπου οι παλαιστές, που ονομάζονται πεχλιβάνηδες, φορούν δερμάτινα παντελόνια και παλεύουν λαδωμένοι, ώστε η πάλη να είναι δύσκολη λόγω της ολισθηρότητας.
Οι αγώνες πάλης με λάδι έχουν βαθιές ρίζες στην παράδοση των Αλεβιτών (Μπεκτασήδων) της Θράκης και αποτελούν μέρος μεγάλου πανηγυριού που γίνεται κάθε χρόνο στο ύψωμα Χίλια κοντά στη Ρούσσα, με μουσική, χορό και κοινωνικές συγκεντρώσεις. Οι παλαιστές παραλαμβάνουν χρήματα ως αναγνώριση από το κοινό, ενώ όλη η εκδήλωση έχει και θρησκευτική-πολιτιστική διάσταση για την τοπική αλεβιτική κοινότητα.
Για τους Αλεβίτες στη Θράκη, η ψήφιση του νομοσχεδίου σηματοδοτεί την αίσια κατάληξη μιας μακροχρόνιας προσπάθειας, κατά τη διάρκεια της οποίας μάχονται να διατηρήσουν την ανεξαρτησία του δόγματός τους και να αναδείξουν τη μοναδικότητα της ταυτότητάς τους, ζητώντας αναγνώριση χωρίς την επιρροή ή παρεμβάσεις εξωτερικών φορέων.
Το ευρύτερο πλαίσιο καχυποψίας της Άγκυρας προς τους Αλεβίτες
Η στάση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν απέναντι στους Αλεβίτες της Θράκης είναι επιφυλακτική και αρνητική, κάτι που σχετίζεται με τη δομική σουνιτική φυσιογνωμία τόσο του κόμματός του όσο και της Τουρκικής Δημοκρατίας εν γένει.
Η Τουρκία ως κράτος και το κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), στο οποίο ηγείται ο Ερντογάν, στηρίζουν ισχυρά το σουνιτικό Ισλάμ ως θεμελιώδες κομμάτι εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας, γι' αυτό και η αναγνώριση ενός αλεβιτικού δόγματος αποτελεί πρόκληση για το επίσημο θρησκευτικό αφήγημα και τον έλεγχο της μειονότητας.
Επιπλέον, ο Ερντογάν διεκδικεί τον ρόλο του ηγέτη του μουσουλμανικού κόσμου, καθιστώντας την προσήλωσή του στο σουνιτικό Ισλάμ πολιτικά αναγκαία και μέρος της θεμελιώδους ιδεολογίας του. Ως εκ τούτου, με βάση την τουρκική αφήγηση, η αναγνώριση των Αλεβιτών ως ξεχωριστού θρησκευτικού δόγματος αφαιρεί την ενιαία σουνιτική εικόνα της μειονότητας στη Θράκη, δημιουργώντας μια διαφορετική μειονοτική ταυτότητα που αμφισβητεί ουσιαστικά το τουρκικό δόγμα περί μιας αδιαίρετης μουσουλμανικής μειονότητας.
Επίσης, σημαντικός παράγοντας που επιτείνει την κόντρα είναι οι διαχρονικές σχέσεις των Αλεβιτών με τους Κούρδους, που αποτελούν σημείο τριβής με την τουρκική κυβέρνηση. Οι Αλεβίτες είναι γνωστό ότι έχουν ιστορικά πιο στενούς δεσμούς με τους Κούρδους, που, παρά τις τελευταίες εξελίξεις, παραμένουν κρίσιμη παράμετρος για τις εγγυήσεις ασφαλείας της Τουρκίας.
Τέλος, η νέα διάταξη του ελληνικού νομοσχεδίου, που αναγνωρίζει τους Αλεβίτες ως ξεχωριστή θρησκευτική κοινότητα στην Ελλάδα, αμφισβητεί την ουσία του τουρκικού δόγματος για τη μειονότητα της Θράκης.
Το τουρκικό δόγμα υποστηρίζει ότι η μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη είναι μία και αδιαίρετη, κυρίως σουνιτική, και η ανεξάρτητη αναγνώριση ενός μη σουνιτικού δόγματος είναι για την Άγκυρα αθέμιτη και επιπλέον πρόκληση. Αυτό προκαλεί εκνευρισμό στον Τούρκο πρόεδρο και το τουρκικό προξενείο, καθώς μειώνει την επιρροή τους και αμφισβητεί τα μέχρι τώρα δεδομένα διαχείρισης των μειονοτικών δομών.