Το 2024 τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκαν περαιτέρω ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα.
Όπως σημειώνει η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ, η κερδοφορία και η κεφαλαιακή επάρκεια ενισχύθηκαν, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών βελτιώθηκε περαιτέρω και η ρευστότητα διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο.
Σε αυτό συνέβαλαν ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης, οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος και των σημαντικών ελληνικών τραπεζών, η συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια Τράπεζα σε συνδυασμό με την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της, καθώς και η σημαντική μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι προοπτικές για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα παραμένουν ευνοϊκές.
Η περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδος σε επίπεδο υψηλότερο από το όριο της επενδυτικής κατηγορίας, σε συνδυασμό με την ανθεκτικότητα της οικονομίας, συμβάλλει στη διαμόρφωση θετικών προοπτικών για τον τραπεζικό τομέα. Τα καθαρά έσοδα τόκων αναμένεται να επηρεαστούν από τις πρόσφατες μειώσεις των βασικών επιτοκίων, ωστόσο, η επίδραση αυτή αναμένεται να αντισταθμιστεί εν μέρει από την ενίσχυση της ζήτησης νέων δανείων εκ μέρους τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν τα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα του Εταιρικού Συμφώνου Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ 2021-2027), οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και τα χρηματοδοτικά εργαλεία του Ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Επιπλέον, οι πρόσφατες εξαγορές τραπεζών στο εξωτερικό και μη τραπεζικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα αναμένεται να συμβάλουν στη διαφοροποίηση των πηγών εσόδων των τραπεζικών ομίλων.
Οι κίνδυνοι
Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στην Ελλάδα είναι κυρίως εξωγενείς και σχετίζονται με τις γεωπολιτικές εντάσεις και την άνοδο του εμπορικού προστατευτισμού.
Η αυξημένη μεταβλητότητα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων - ως αποτέλεσμα της ανακοίνωσης και, εν μέρει, επιβολής εμπορικών δασμών από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τα αντίμετρα από ορισμένους βασικούς εμπορικούς τους εταίρους – ήταν βραχύβια και δεν είχε μέχρι τώρα σημαντικές άμεσες επιπτώσεις στη λειτουργία του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ωστόσο, ο κίνδυνος απότομης ανατιμολόγησης των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων διεθνώς παραμένει εξαιρετικά υψηλός και η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές ανέδειξε εκ νέου τον υψηλό βαθμό διασύνδεσης μεταξύ των αγορών παγκοσμίως και την ταχύτητα μετάδοσης των διαταραχών.
Οι επιπτώσεις από ενδεχόμενη αναζωπύρωση των εμπορικών εντάσεων για την ελληνική οικονομία και τον εγχώριο τραπεζικό τομέα θα ήταν κυρίως έμμεσες και θα προέρχονταν από την επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας, τη μείωση των επενδύσεων και της πιστωτικής επέκτασης, καθώς και την επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου.