Καλή αλλά λίγη, χαρακτήρισε λίγο ως πολύ ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, τη βελτίωση που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος.
“Παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί τελευταία, η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τη χαμηλότερη αποτελεσματικότητα δικαστικού συστήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ειδικότερα, οι δείκτες “Κράτος Δικαίου” (Rule of Law) της Παγκόσμιας Τράπεζας και του World Justice
Project, που παρακολουθούνται στενά από διεθνείς οργανισμούς και οίκους αξιολόγησης, κατατάσσουν την Ελλάδα σε χαμηλή θέση σε σχέση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες. Αυτό οφείλεται μεταξύ άλλων στο ότι οι διαδικασίες επίλυσης διαφορών είναι πολύ πιο
χρονοβόρες σε σχέση με το μέσο χρόνο που απαιτείται για την επίλυση διαφορών στην ΕΕ”, σημείωσε χαρακτηριστικά ο Γ. Στουρνάρας, μιλώντας σε ημερίδα του ΟΠΕΔ στο υπουργείο Δικαιοσύνης.
Τις πταίει; Από την πλευρά της ζήτησης, κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους συσσωρεύθηκαν πολλές υποθέσεις λόγω του μεγάλου αριθμού πτωχεύσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ενώ οι μηχανισμοί εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών ήταν πολύ περιορισμένοι. Από την πλευρά
της προσφοράς, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται μεν από υψηλή αναλογία δικαστών ανά κάτοικο σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ (3η θέση), αλλά ταυτόχρονα έχει πολύ μικρή αναλογία διοικητικού βοηθητικού προσωπικού. Αποτέλεσμα είναι συχνά οι δικαστές στην Ελλάδα να ασχολούνται
με διοικητικές και περιφερειακές εργασίες, κάτι που τους απορροφά χρόνο από το κύριο έργο τους. Παράλληλα, η περιορισμένη χρήση ψηφιακών μέσων και η έλλειψη χρηματοοικονομικών γνώσεων των δικαστών καθυστερούν σημαντικά την ολοκλήρωση των διαδικασιών, ειδικά
σε περιπτώσεις που σχετίζονται με την εκδίκαση υποθέσεων αφερεγγυότητας.
Οι επιπτώσεις
Όπως τόνισε ο Διοικητής της ΤτΕ, η εμπειρία της τελευταίας δεκαπενταετίας κατέδειξε ότι η χαμηλή αποδοτικότητα του δικαστικού συστήματος και η αδυναμία ταχείας εκδίκασης υποθέσεων αφερεγγυότητας έχουν σοβαρές επιπτώσεις τόσο στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού
συστήματος όσο και στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Οι καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες συνεπάγονται παράταση εκκρεμοτήτων, καθώς σημαντικός αριθμός υποθέσεων παραμένουν για χρόνια ανοιχτές και δεσμεύουν κεφάλαια που δεν μπορούν να επανενταχθούν στην οικονομία. Την ίδια στιγμή, όσο καθυστερεί η εκκαθάριση
επιχειρήσεων που πτώχευσαν αλλά και η ρευστοποίηση εξασφαλίσεων και γενικά οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, η αξία ακινήτων ή άλλων εξασφαλίσεων φθίνει, μειώνοντας την πιθανότητα ανάκτησης για τις τράπεζες.
Επιχειρήσεις και νοικοκυριά που θα μπορούσαν να επανέλθουν σε βιώσιμη ρύθμιση χάνουν αυτή τη δυνατότητα, καθώς τα χρέη τους διογκώνονται και η χρηματοοικονομική τους θέση επιδεινώνεται, ενώ οι τράπεζες βλέπουν τους ισολογισμούς τους να επιβαρύνονται και την
ικανότητά τους να χορηγήσουν νέα δάνεια να περιορίζεται. Έτσι, η αποκλιμάκωση του ιδιωτικού χρέους καθυστερεί, με αποτέλεσμα να υπονομεύονται η κατανάλωση, η επενδυτική δαπάνη και, τελικά, η ανάπτυξη.
Υπάρχει φως;
Κατά τον Γ. Στουρνάρα, ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη εξωδικαστικών μηχανισμών επίλυσης διαφορών, αντιμετωπίζει σε κάποιο βαθμό τα παραπάνω προβλήματα και θα βοηθήσει στην επιτάχυνση των διαδικασιών. Ιδιαίτερα θετικές παρεμβάσεις
είναι
α) η υιοθέτηση ψηφιακών εργαλείων που επιταχύνουν τις διαδικασίες και μειώνουν την αβεβαιότητα,
β) η αναδιοργάνωση των πρωτοδικείων μέσω του Νέου Δικαστικού Χάρτη, με στόχο την πιο ορθολογική κατανομή πόρων και την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών και των επιχειρήσεων, καθώς και
γ) η αναβάθμιση της εκπαίδευσης των δικαστικών λειτουργών, ώστε να ανταποκρίνονται στις αυξανόμενες απαιτήσεις ενός σύνθετου οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος.
Η βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος αναμένεται να αποφέρει σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία, η οποία χαρακτηρίζεται από μικρά μεγέθη επιχειρήσεων, χαμηλές επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα, υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων
που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος και χαμηλά ποσοστά εξόδου μη οικονομικά υγιών επιχειρήσεων. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι χώρες με ταχύτερες και πιο αποτελεσματικές δικαστικές διαδικασίες αφερεγγυότητας επιτυγχάνουν υψηλότερα ποσοστά ανάκτησης
χρέους και συντομότερη επιστροφή επιχειρήσεων στη δραστηριότητα.