Αν υποστήριζε κανείς ότι μέσα σε μια δεκαετία το ελληνικό χρέος θα μειωνόταν κατά 80 ποσοστιαίες μονάδες, μάλλον θα αντιμετώπιζε τη χλεύη.
Κι όμως. Και με τη… βούλα τού συνήθως «δυσκοίλιου» ΔΝΤ, το χρέος της Ελλάδας, που «έπιασε» το 210% του ΑΕΠ τη χρονιά της πανδημίας, θα έχει κατρακυλήσει στο 130% του ΑΕΠ στο τέλος της τρέχουσας δεκαετίας.
Το «κλειδί» δεν είναι μόνον οι ρυθμοί ανάπτυξης και η συνέχιση της συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, αλλά κυρίως η έως τώρα διαχείριση από τον ΟΔΔΗΧ, που φρόντισε να απαλλαγεί από τα ακριβά δάνεια των μνημονίων με προεξοφλήσεις δόσεων τα χρόνια όπου τα ταμειακά διαθέσιμα επιτρέπουν τέτοιες κινήσεις.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η αποκλιμάκωση του χρέους επιτυγχάνεται χωρίς τη… θηλιά στο λαιμό, δηλαδή χωρίς την απαίτηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων, ασχέτως του ότι μέχρι τώρα τα αποτελέσματα ξεπερνούν τις προβλέψεις και τις προσδοκίες του οικονομικού επιτελείου, της Κομισιόν, του ΔΝΤ και άλλων διεθνών Οργανισμών.
Ειδικότερα, τα πρωτογενή πλεονάσματα προβλέπεται από το ΔΝΤ να διαμορφωθούν στο 3,2% του ΑΕΠ το 2025, σημαντικά χαμηλότερα από την εκτίμηση της ελληνικής κυβέρνησης για 3,6%, ενώ για το 2026 ο πήχης τοποθετείται στο 2,3%, έναντι 2,8% που προβλέπει η Αθήνα.
Σταδιακά, τα πλεονάσματα αναμένεται να διαμορφωθούν στο 1,8% του ΑΕΠ για το 2027 και το 2028, να αυξηθούν οριακά στο 1,9% το 2029 και να καταλήξουν στο 2% του ΑΕΠ το 2030.
Παρά τη μείωση, οι προβλέψεις του Ταμείου διατηρούν τη χώρα σε τροχιά πλεονασμάτων, γεγονός που αναμένεται να στηρίξει την προσπάθεια αποκλιμάκωσης του χρέους και να περιορίσει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου.