Σαν τα μανιτάρια ξεφυτρώνουν τα κυκλώματα λαθρεμπορίας καυσίμων. Ή μήπως δεν είναι ακριβώς έτσι και δεν πρόκειται για ξαφνική επιδημία;
Δειγματοληπτικοί έλεγχοι την τελευταία διετία ή έφοδοι κατόπιν καταγγελιών έχουν φέρει στο φως της δημοσιότητας απίστευτες υποθέσεις κι όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, «τα κυκλώματα ζουν, βασιλεύουν και θεριεύουν».
Οι περιπτώσεις νοθευμένων καυσίμων ή «πειραγμένων» λογισμικών στα συστήματα εισροών- εκροών, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Η υπόθεση του πρατηρίου στην Οινόη, που λειτουργούσε επί μια 20ετία (!) χωρίς καν άδεια, έχοντας διαθέσει στην αγορά καύσιμα αξίας 18 εκατ. ευρώ, μπορεί να θεωρείται ακραία, ωστόσο είναι απολύτως ενδεικτική των “κενών” που υπάρχουν και δίνουν την ευκαιρία σε εγχώρια και διεθνή κυκλώματα να κάνουν πάρτι. Το γεγονός, μάλιστα, ότι υποθέσεις λαθρεμπορίας καυσίμων φιγουράρουν όλο και συχνότερα στα αστυνομικά δελτία, φανερώνει το μέγεθος του προβλήματος.
Το ν/σ φέρνει «λουκέτα» και βαριά πρόστιμα στους παραβάτες
Πέρα από την ένταση των ελέγχων- όχι στα “τυφλά” αλλά με την αξιοποίηση δεδομένων από διασταυρώσεις και βάσει risk analysis- η ΑΑΔΕ θα εξοπλίσει τους Ράμπο των ελεγκτικών της μονάδων με ενισχυμένα νομικά “εργαλεία”. Στο πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, που πέρασε από τη Βουλή, προβλέπονται “λουκέτα” και πολύ αυστηρά πρόστιμα για τους παραβάτες και το μόνο που μένει η υπογραφή των σχετικών Αποφάσεων για να ενεργοποιηθούν.
Ξεκινώντας από τα “λουκέτα”, όταν, από εξέταση δείγματος καυσίμων προκύπτει ότι ο ελεγχόμενος κάτοχος της άδειας κατέχει, διακινεί και εμπορεύεται νοθευμένα καύσιμα, σφραγίζεται η εγκατάσταση, όπου διαπιστώνεται η παράβαση, για χρονικό διάστημα από 10 έως 90 ημέρες, ανάλογα με τη σοβαρότητά της. Η σφράγιση πραγματοποιείται, είτε από την τελωνειακή υπηρεσία που έχει διενεργήσει τον έλεγχο, είτε από την τελωνειακή υπηρεσία στη χωρική αρμοδιότητα της οποίας υπάγεται η έδρα της ελεγχόμενης εγκατάστασης, σε περίπτωση που ο έλεγχος έχει διενεργηθεί από οποιαδήποτε άλλη δημόσια ελεγκτική ή διωκτική Αρχή.
Πρόστιμα έως 1 εκατ. ευρώ
Όσον αφορά στα πρόστιμα, μπορούν να φτάσουν ως το 1.000.000 ευρώ! Ειδικότερα:
- Σε περίπτωση μη εγκατάστασης ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων εισροών-εκροών, επιβάλλεται στον φορέα της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης της φορολογικής αποθήκης ή στον διαχειριστή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης, πρόστιμο από 50.000 ευρώ έως 500.000 ευρώ και ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της φορολογικής αποθήκης ή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης.
- Σε περίπτωση μη πλήρωσης των όρων, προϋποθέσεων και προδιαγραφών της εγκατάστασης και λειτουργίας των συστημάτων παρακολούθησης και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων εισροών-εκροών, επιβάλλεται στον φορέα της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης της φορολογικής αποθήκης ή στον διαχειριστή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης ή/και στον εγκαταστάτη του συστήματος παρακολούθησης εισροών εκροών πρόστιμο από 1.000 ευρώ έως 300.000 ευρώ και ανακαλείται, κατά περίπτωση, η άδεια λειτουργίας της φορολογικής αποθήκης ή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης.
- Σε περίπτωση διαπίστωσης παραποιημένων ή πλαστών πιστοποιητικών για τα μετρητικά συστήματα, επιβάλλεται στον φορέα της άδειας λειτουργίας της εγκατάστασης της φορολογικής αποθήκης ή στον διαχειριστή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης ή στον εγκαταστάτη του συστήματος παρακολούθησης εισροών εκροών ή σε οποιονδήποτε άλλο συνέπραξε ή προσέφερε συνδρομή, καθ' οιονδήποτε τρόπο, στην τέλεση των παραβάσεων αυτών, πρόστιμο από 10.000 ευρώ έως 300.000 ευρώ και ανακαλείται, κατά περίπτωση, η άδεια λειτουργίας της φορολογικής αποθήκης ή της αποθήκης τελωνειακής αποταμίευσης.
- Σε περίπτωση υποτροπής, το πρόστιμο διπλασιάζεται. Ως υποτροπή ορίζεται η εκ νέου τέλεση της ίδιας παράβασης, εντός τριών ετών από την έκδοση απόφασης επιβολής προστίμου
Στο “οπλοστάσιο” των ελεγκτών της ΑΑΔΕ συμπεριλαμβάνονται αυστηρές ποινές κάθειρξης, δηλαδή άνω των 5 ετών, για όποιον παραδίδει, προμηθεύει, εφοδιάζει, πωλεί, αποθηκεύει ή διακινεί ενεργειακά προϊόντα μέσω δεξαμενών, αγωγών, αντλιών ή μετρητών που δεν συνδέονται με το εγκατεστημένο σύστημα παρακολούθησης και ηλεκτρονικής αποστολής δεδομένων εισροών-εκροών.