Περίπου ένας μήνας έχει απομείνει ως τις εξαγγελίες της ΔΕΘ και οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στις συζητήσεις που θα γίνουν με τους τεχνοκράτες της Κομισιόν, θα κριθεί το εύρος του δημοσιονομικού χώρου για τις ελαφρύνσεις του 2026.
Ο «κλειδωμένος» χώρος για το «πακέτο», που θα έχει στο επίκεντρο του τη μεσαία τάξη, αυτήν τη στιγμή υπολογίζεται στο 1,5 δισ. ευρώ, όπως τονίζουν σε κάθε ευκαιρία από το οικονομικό επιτελείο. «Καλώς κρατάμε τον πήχη χαμηλά», σημειώνουν κυβερνητικές πηγές, εκτιμώντας, όμως, ότι στις διαβουλεύσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, τις προβλέψεις για το Προσχέδιο Προϋπολογισμού του 2026 και τα δημοσιονομικά μέτρα που ετοιμάζει η Αθήνα, ο δημοσιονομικός χώρος μπορεί να διευρυνθεί, άρα να χωρέσουν περισσότερα μόνιμα μέτρα ενισχύσεων των πολιτών.
Ως γνωστόν, με βάση τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες, το βασικό κριτήριο συμμόρφωσης των κρατών- μελών δεν είναι το ύψος του πλεονάσματος, αλλά οι «οροφές» των δαπανών, δηλαδή πόσο αυξάνονται οι «καθαρές» δαπάνες από χρονιά σε χρονιά. Με βάση αυτό το κριτήριο και το bonus της εξαίρεσης αμυντικών δαπανών, η Ελλάδα έχει κατ’ αρχάς «χώρο» 1,5 δισ. ευρώ για μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα από το 2026.
Ωστόσο, ο χώρος αυτός μπορεί να διευρύνεται αν συντρέχουν δύο προϋποθέσεις: είτε οι προγραμματισμένες δαπάνες να είναι τελικά μικρότερες των αρχικών εκτιμήσεων είτε τα έσοδα να αυξάνονται με μεγαλύτερη ένταση, όχι όμως λόγω συγκυρίας (π.χ. καλλίτερες τουριστικές εισπράξεις) αλλά λόγω διαρθρωτικών μέτρων. Κι εδώ (μπορεί να) ποντάρει η κυβέρνηση, για μεγαλύτερο «πακέτο» ελαφρύνσεων.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στο τραπέζι των συζητήσεων με τους τεχνοκράτες της Κομισιόν θα τεθεί η ποιοτική ανάλυση των πηγών των φορολογικών εσόδων. Στόχος δεν είναι άλλος από το να πειστούν οι Κοινοτικοί ότι μέρος της διαφαινόμενης υπέρβασης εσόδων δεν οφείλεται σε συγκυριακούς λόγους, όπως η αύξηση της κατανάλωσης, αλλά στην πλήρη εφαρμογή των μέτρων κατά της φοροδιαφυγής. Συγκρατημένες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι, υπό αυτές τις προϋποθέσεις, θα μπορούσε να δημιουργηθεί επιπλέον «χώρος» 300- 500 εκ ευρώ, για να χωρέσουν οι σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις. Σε κάθε περίπτωση, ο τελικός λογαριασμός θα γίνει τον επόμενο Απρίλιο, με τον ετήσιο απολογισμό του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου.
Οι παρεμβάσεις
Ως προς την ουσία των παρεμβάσεων, όλα δείχνουν ότι θα πρέπει να αναμένεται ευρεία αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας και όχι απλώς η προσθήκη ενός ή δύο συντελεστών για εισοδήματα ως 30.000- 40.000 ευρώ.
Αν και τις τελευταίες ημέρες έχουν πυκνώσει οι αναλύσεις για τις επιπτώσεις τη μη τιμαριθμοποίησης των φορολογικών κλιμακίων- κάτι που ανέδειξε κατ’ αρχάς ο ΟΟΣΑ- οι πληροφορίες από το οικονομικό επιτελείο επιμένουν ότι αυτό το σενάριο έχει μείνει στο συρτάρι. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της Eurobank, το δημοσιονομικό κόστος από μια τέτοια παρέμβαση, κυμαίνεται από 600 εκ ως 970 εκ ευρώ, ανάλογα με το μοντέλο τιμαριθμοποίησης, κόστος που χαρακτηρίζεται διαχειρίσιμο με βάση τις διαφαινόμενες δημοσιονομικές επιδόσεις.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει άλλη πτυχή της εν λόγω μελέτης, που αναλύει τις φορολογικές κλίμακες άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Οι άγαμοι εργαζόμενοι με πολύ χαμηλά εισοδήματα στην Ελλάδα είναι σε σχετικά καλλίτερη θέση, λόγω του αφορολόγητου ορίου, ενώ για αυτούς με μεσαία και υψηλά εισοδήματα η επιβάρυνση αυξάνεται δυσανάλογα, αν και παραμένει μικρότερη από αυτή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Η εικόνα αλλάζει στην περίπτωση έγγαμου ζευγαριού με δύο παιδιά: καθώς οι σχετικές παροχές και εκπτώσεις είναι μικρότερες συγκριτικά με τις άλλες χώρες, η Ελλάδα έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση μετά την Ισπανία. Η εικόνα «βαραίνει» όταν στην εξίσωση μπαίνουν και οι ασφαλιστικές εισφορές, καθώς η σχετική θέση των Ελλήνων μισθωτών επιδεινώνεται, ιδιαίτερα δε αυτών με παιδιά. Αυτά τα δεδομένα, έρχονται να ενισχύσουν τις πληροφορίες, που αναφέρουν ότι μεταξύ των σχεδιαζόμενων παρεμβάσεων, είναι η αύξηση του αφορολογήτου, ειδικά στις οικογένειες με παιδιά.
Το μόνο που θα πρέπει να αποκλειστεί, είναι μια μείωση στους έμμεσους φόρους, κυρίως του ΦΠΑ, καθώς, όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, το δημοσιονομικό κόστος θα ήταν δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα.
Προς επίρρωση αυτής της θέσης, η μελέτη της Eurobank σημειώνει ότι δεδομένων των στρεβλώσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών είναι αμφίβολο εάν θα έφτανε σε ωφέλεια του τελικού καταναλωτή ή θα μεταφραζόταν σε αύξηση του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων παραγωγής και εμπορίας. Αλλά και εάν ακόμη έφτανε, αυτό θα λειτουργούσε ως κίνητρο για την περαιτέρω αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.