Ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο «πυρετός» στη Μέση Ανατολή και εσχάτως η αμυντική αφύπνιση της Ευρώπης δημιούργησαν το κατάλληλο περιβάλλον για μια νέα κούρσα εξοπλισμών.
Σύμφωνα, μάλιστα, με την Έκθεση του Ινστιτούτου της Στοκχόλμης (SIPRI), για πρώτη φορά από το 2018 και οι πέντε μεγαλύτερες εταιρείες όπλων αύξησαν τα έσοδά τους από όπλα. Είναι ενδεικτικό ότι τα έσοδα από τις πωλήσεις όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών των 100 μεγαλύτερων εταιρειών παραγωγής όπλων, αυξήθηκαν κατά 5,9% το 2024, φτάνοντας το ρεκόρ των 679 δισεκατομμυρίων δολαρίων!
Ο «πυρετός» εξοπλισμών στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ
Από τις 26 εταιρείες όπλων, που περιλαμβάνονται στις 100 κορυφαίες εταιρείες, με έδρα την Ευρώπη (εκτός της Ρωσίας), οι 23 κατέγραψαν αυξημένα έσοδα. Τα συνολικά έσοδα από όπλα αυξήθηκαν κατά 13% στα 151 δισεκατομμύρια δολάρια. Αυτή η αύξηση συνδέθηκε με τη ζήτηση που προέκυψε από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την αντιληπτή απειλή από τη Ρωσία.
Η τσεχική εταιρεία Czechoslovak Group κατέγραψε την πιο απότομη ποσοστιαία αύξηση στα έσοδα από όπλα από οποιαδήποτε άλλη εταιρεία της Top 100 το 2024: κατά 193%, φτάνοντας τα 3,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Η εταιρεία αποδίδει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της στην Ουκρανία. Το Czechoslovak Group επωφελήθηκε από την Τσεχική Πρωτοβουλία Πυρομαχικών, ένα κυβερνητικό έργο για την προμήθεια βλημάτων πυροβολικού για την Ουκρανία. Η ουκρανική JSC Ukrainian Defense Industry αύξησε τα έσοδα από όπλα κατά 41% στα 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
«Οι ευρωπαϊκές εταιρείες όπλων επενδύουν σε νέα παραγωγική ικανότητα για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση», σημειώνει η Jade Guiberteau Ricard, ερευνήτρια στο Πρόγραμμα Στρατιωτικών Δαπανών και Παραγωγής Όπλων του SIPRI. «Ωστόσο, η προμήθεια υλικών θα μπορούσε να αποτελέσει μια αυξανόμενη πρόκληση. Συγκεκριμένα, η εξάρτηση από κρίσιμα ορυκτά είναι πιθανό να περιπλέξει τα ευρωπαϊκά σχέδια επανεξοπλισμού».
Ως παράδειγμα των κινδύνων μιας τέτοιας εξάρτησης, η διευρωπαϊκή εταιρεία Airbus και η γαλλική Safran κάλυψαν το ήμισυ των αναγκών τους σε τιτάνιο πριν από το 2022 με ρωσικές εισαγωγές και έπρεπε να βρουν νέους προμηθευτές. Επιπλέον, υπό το πρίσμα των κινεζικών περιορισμών στις εξαγωγές κρίσιμων ορυκτών, εταιρείες όπως η γαλλική Thales και η γερμανική Rheinmetall προειδοποίησαν το 2024 για το πιθανό υψηλό κόστος αναδιάρθρωσης των αλυσίδων εφοδιασμού τους.
Το 2024, τα συνδυασμένα έσοδα από όπλα των αμερικανικών εταιρειών όπλων που περιλαμβάνονται στην κατάταξη των 100 κορυφαίων αυξήθηκαν κατά 3,8%, φτάνοντας τα 334 δισεκατομμύρια δολάρια, με 30 από τις 39 αμερικανικές εταιρείες στην κατάταξη να αυξάνουν τα έσοδά τους από όπλα. Σε αυτές περιλαμβάνονται μεγάλοι παραγωγοί όπλων όπως η Lockheed Martin, η Northrop Grumman και η General Dynamics.
Ωστόσο, εκτεταμένες καθυστερήσεις και υπερβάσεις προϋπολογισμού εξακολουθούν να πλήττουν την ανάπτυξη και την παραγωγή σε βασικά προγράμματα υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, όπως το μαχητικό αεροσκάφος F-35, το υποβρύχιο κλάσης Columbia και ο διηπειρωτικός βαλλιστικός πύραυλος Sentinel (ICBM). Αρκετοί από τους μεγαλύτερους παραγωγούς όπλων των ΗΠΑ επηρεάζονται από υπερβάσεις, γεγονός που δημιουργεί αβεβαιότητα σχετικά με το πότε μπορούν να παραδοθούν και να αναπτυχθούν σημαντικά νέα οπλικά συστήματα και αναβαθμίσεις υφιστάμενων.
Η ελληνική αμυντική βιομηχανία
Σύμφωνα με έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η περαιτέρω ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας επ’ ευκαιρία της επικείμενης αύξησης των αμυντικών δαπανών για τη χώρα μας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, η οποία έχει ήδη δρομολογηθεί, αποτελεί σημαντική πρόκληση.
Οι πρόσθετες δαπάνες στον τομέα της άμυνας -ανεξαρτήτως της ρήτρας διαφυγής και του τρόπου υπολογισμού τους στον Προϋπολογισμό- μπορεί να επιδράσουν αρνητικά τόσο στο πραγματικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα όσο και στο δημόσιο χρέος. Επιπλέον, η υποχρέωση επίτευξης συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων (πορεία καθαρών δαπανών, αποκλιμάκωση του χρέους κ.λπ.), μπορεί να ασκήσει πίεση στο ύψος των δαπανών που κατευθύνονται στην υλοποίηση άλλων δημόσιων πολιτικών, ώστε να διασφαλισθεί η συμμόρφωση της χώρας μας με τις υποχρεώσεις της.
Στο περιβάλλον αυτό, εφόσον η αύξηση των αμυντικών δαπανών παγιωθεί, η επιτυχία του εγχειρήματος ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας αναμένεται να είναι αποφασιστικής σημασίας για τη δημοσιονομική και μακροοικονομική σταθερότητα. Σημαντικές και βιώσιμες επενδύσεις στον συγκεκριμένο κλάδο μπορούν να ενισχύσουν την ανάπτυξη, την απασχόληση, τα δημόσια έσοδα και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας, αντισταθμίζοντας σταδιακά τις δυσμενείς επιπτώσεις στο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λόγω της προέλευσης των οπλικών συστημάτων κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από τρίτες χώρες.