Μπορεί να μοιάζουν με σενάριο ταινίας επιστημονικής φαντασίας, ωστόσο οι παραδοχές και οι προβλέψεις για την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις στην καθημερινότητα των νοικοκυριών, «πατάνε» σε επιστημονικά δεδομένα με φόντο τα ακραία καιρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών.
Σύμφωνα με τη μελέτη που εκπόνησε το ΙΟΒΕ, εξαιτίας της αυξανόμενης μέσης θερμοκρασίας τα επόμενα έτη, αναμένεται να αυξηθεί ο αριθμός ημερών με ισχυρές ανάγκες για ψύξη. Στο εγγύς μέλλον έως το 2060 η αύξηση αυτή εκτιμάται ότι θα είναι από 2 ημέρες έως και 12 ημέρες ανάλογα με την περιφέρεια στο ακραίο σενάριο, ενώ στο απώτερο μέλλον έως το 2100, το εύρος μεταβάλλεται σημαντικά από 12 ημέρες κατ’ ελάχιστον έως και 37 ημέρες!
Οι περιφέρειες οι οποίες αναμένεται να πληγούν εντονότερα είναι η Περιφέρεια Αττικής, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και η Περιφέρεια Θεσσαλίας (με αύξηση κατά 37, 33 και 30 ημέρες αντίστοιχα έως το 2100). Μια επιπρόσθετη σειρά δεικτών που σχετίζονται με τα νοικοκυριά και ιδίως με ζητήματα υγείας των ατόμων είναι οι δείκτες θερμικής καταπόνησης, που επίσης αναμένεται να αυξηθούν τα επόμενα έτη. Ένας εξ αυτών είναι ο δείκτης υγρασίας “Humidex” ο οποίος αναπτύχθηκε το 1965 στον Καναδά και εκφράζει το επίπεδο δυσφορίας που βιώνει ένα άτομο λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη θερμοκρασία όσο και τα επίπεδα υγρασίας. Τιμές του δείκτη από 46o C και πάνω θεωρούνται επικίνδυνες για την υγεία
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών σε συνεργασία με την Ακαδημία Αθηνών, ο μέσος αριθμός ημερών με δείκτη δυσφορίας Humidex πάνω από 46o C αναμένεται να αυξηθεί στη χώρα έως και κατά 10 ημέρες σε σχέση με την περίοδο αναφοράς στο εγγύς μέλλον (2031-2060) και έως και κατά 29 ημέρες στο απώτερο μέλλον (2071-2100), ανάλογα με την περιφέρεια. Η μεγαλύτερη αύξηση αναμένεται στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων (+10 ημέρες στο εγγύς μέλλον κατά μέσο όρο και +29 ημέρες στο απώτερο μέλλον), στη Δυτική Ελλάδα (+8 ημέρες και +25 ημέρες στο εγγύς και απώτερο μέλλον αντίστοιχα) και στα νησιά του Νότιου και Βόρειου Αιγαίου (+6-7 και +23- 24 ημέρες στο εγγύς και απώτερο μέλλον αντίστοιχα). Σε σχετική μελέτη του ευρωπαϊκού «Κοινού Κέντρου Ερευνών» (Joint Research Centre – JRC) εκτιμήθηκε ποσοτικά η ανθρώπινη έκθεση και θνητότητα εξαιτίας ακραίων συνθηκών ζέστης στην EE και στο Ηνωμένο Βασίλειο, τόσο με βάση τις ιστορικές κλιματικές συνθήκες όσο και σύμφωνα με διαφορετικά σενάρια αύξησης της θερμοκρασίας στο μέλλον. Σύμφωνα με τις κλιματικές συνθήκες της περιόδου βάσης (1981- 2010) λιγότεροι από 10 εκατ. άνθρωποι ετησίως εκτιμάται ότι εκτίθενται σε ακραία φαινόμενα ζέστης με τους σχετιζόμενους θανάτους να ανέρχονται σε 2.752.
Οι εκτιμήσεις αυτές πολλαπλασιάζονται με ραγδαίο ρυθμό σε περίπτωση αύξησης της μέσης θερμοκρασίας κατά 1.5o C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα (περίπου 108 εκατ. και 30 χιλ. άνθρωποι αντίστοιχα), μια αύξηση που καταγράφηκε ήδη το 2024. Αντίστοιχες εκτιμήσεις έχουν γίνει για αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2o C και 3o C, με την έκθεση στο ακραίο σενάριο να ξεπερνά τους 300 εκατ. ανθρώπους. Συνεπώς πάνω από τους μισούς κατοίκους της ΕΕ27 και του ΗΒ αναμένεται να εκτίθενται ετησίως σε ακραία φαινόμενα ζέστης σε περίπτωση μη μετριασμού του φαινομένου.
Παράλληλα, η μελέτη αναφέρει ότι η Νότια Ευρώπη αναμένεται να επηρεαστεί εντονότερα, με τα ακραία φαινόμενα ζέστης να εκτιμάται ότι μπορεί να συμβαίνουν σχεδόν κάθε χρόνο στο ακραίο σενάριο, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιοχές της Ευρώπης όπου αναμένεται να συμβαίνουν κάθε 3-5 έτη.
Οι επιπτώσεις
Πέρα από τις προφανείς επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής, η μελέτη “μετρά” και την επιβάρυνση στην τσέπη των νοικοκυριών, με την προφανή παραδοχή ότι οι οικονομικά ασθενέστεροι θα είναι και οι πιο ευάλωτοι. Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει άμεσα και έμμεσα τη συμπεριφορά κατανάλωσης των νοικοκυριών, με σημαντικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Οι επιδράσεις αυτές εκδηλώνονται μέσα από δύο βασικά κανάλια: (α) τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω απωλειών στην αξία περιουσιακών στοιχείων (π.χ. από φυσικές καταστροφές) ή λόγω μειωμένης παραγωγικότητας εργασίας σε συγκεκριμένους τομείς (π.χ. πρωτογενής), και (β) τη μεταβολή στη διάρθρωση της καταναλωτικής δαπάνης, με αύξηση του μεριδίου κατανάλωσης σε τομείς όπως η υγεία και οι ασφαλιστικές υπηρεσίες.
Συναθροίζοντας όλες τις επιδράσεις, η μελέτη εκτιμά ότι μια μείωση της καταναλωτικής δαπάνης ύψους 5% με παράλληλη αύξηση του μεριδίου κατανάλωσης ορισμένων κλάδων, μπορεί να οδηγήσει σε ετήσια μείωση του ΑΕΠ ύψους περίπου €7,9 δισεκ. ή σε ποσοστιαίους όρους 3,5%.
Σε όρους απασχόλησης, ο περιορισμός της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας εξαιτίας της μείωσης της καταναλωτικής δαπάνης κατά 5% σχετίζεται με συνολική μείωση περίπου 161 χιλ. ισοδύναμων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης. Αντίστοιχα, στο δυσμενέστερο σενάριο μείωσης της καταναλωτικής δαπάνης κατά 10% η εκτίμηση για μείωση του ΑΕΠ αγγίζει σχεδόν τα €16 δισεκ., ενώ η εκτιμώμενη μείωση στη συνολική απασχόληση, ανέρχεται σε σχεδόν 327 χιλ. ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης, δηλαδή το 6,7% των συνολικών θέσεων στη χώρα.