Για «εσφαλμένα συμπεράσματα», «αναληθείς παραδοχές» και «συνωμοσιολογία» κάνει λόγο η ΕΛΣΤΑΤ σε ανακοίνωση που εξέδωσε σχετικά με άρθρο του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ Τάσου Γιαννίτση στην εφημερίδα «Τα Νέα».
Η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία αναφέρεται στο άρθρο που δημοσιεύθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου με τίτλο «Υπόνοιες για Greek Statistics εν έτει 2025 - Ερωτήματα για τους Εθνικούς Λογαριασμούς και την πραγματική πορεία της οικονομίας μας» και στο οποίο ο Τάσος Γιαννίτσης άφηνε ανοιχτό το ενδεχόμενο να έχουν εφαρμοστεί πρακτικές λανθασμένης στατιστικής αποτύπωσης στον όγκο των αποθεμάτων για τα έτη 2024 και 2025.

Τί υποστηρίζει η ΕΛΣΤΑΤ
Αφού εξηγεί αναλυτικά πώς υπολογίζεται το ΑΕΠ της Ελλάδας και τί είναι τα «αποθέματα», η ΕΛΣΤΑΤ συμπεριλαμβάνει στην ανακοίνωσή της ένα κεφάλαιο με τίτλο «Ποιες είναι οι αναληθείς παραδοχές και τα εσφαλμένα συμπεράσματα του άρθρου».
Ως τέτοια αναφέρει τα εξής:
1) Το ΑΕΠ υπολογίζεται με τη μέθοδο της δαπάνης και τα αποθέματα επηρεάζουν άμεσα το μέγεθος του ΑΕΠ. Μεγεθύνοντας τα αποθέματα μεγεθύνεται παράλληλα και το ΑΕΠ.
Βασικός υπονοούμενος ισχυρισμός του άρθρου είναι πως η ΕΛΣΤΑΤ αύξησε τα αποθέματα για να αποδώσει σε αυτά τον ρυθμό μεγέθυνσης, επειδή αυτός δεν προκύπτει κατά τη γνώμη του συγγραφέα από τα υπόλοιπα μεγέθη.
Αυτό, δηλαδή μια τεχνητή αύξηση του ρυθμού μεγέθυνσης μέσω χειραγώγησης των αποθεμάτων, θα ήταν ενδεχομένως δυνατόν μόνο αν τα αποθέματα υπολογίζονταν ως αυτοτελές μέγεθος στο πλαίσιο της μεθόδου της δαπάνης στο τριμηνιαίο ΑΕΠ. Αυτό όμως δεν ισχύει. Το ΑΕΠ εκτιμάται άμεσα με τη μέθοδο της παραγωγής από τις πηγές που υπάρχουν και παίρνει μια συγκεκριμένη τιμή. Τα αποθέματα δεν υπεισέρχονται στον υπολογισμό αυτής της τιμής, αλλά αποτελούν το αριθμητικό υπόλοιπο μεταξύ μεθόδου της παραγωγής και μεθόδου της δαπάνης στο τριμηνιαίο ΑΕΠ.
2) Οι τριμηνιαίες εκτιμήσεις ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου 2025 και η αρχική εκτίμηση του ετήσιου ΑΕΠ 2024 που έχουν δημοσιευθεί δείχνουν μια απότομη και ανεξήγητη αύξηση στα αποθέματα, και ιδίως στα προϊόντα βιομηχανικής μεταποίησης σε απόθεμα, που είναι κατά το άρθρο αυτά που κυρίως μπορούν να αποθεματοποιηθούν.
Όπως αναλύθηκε, αφενός τα αποθέματα δεν είναι μόνο βιομηχανικά προϊόντα που δεν έχουν διατεθεί, αφετέρου στο τριμηνιαίο ΑΕΠ 2025 και στην πρώτη εκτίμηση του ετήσιου ΑΕΠ 2024, που σχολιάζει το άρθρο, το μέγεθος “αποθέματα” δεν αντανακλά προϊόντα που παράγονται και δεν έχουν διατεθεί ακόμα στην αγορά, αλλά τη στατιστική διαφορά μεταξύ της μεθόδου της παραγωγής και της μεθόδου της δαπάνης.
3) Τα αποθέματα στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης είναι σχεδόν μηδενικά.
Δεν ισχύει. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ανατρέξουν στα στοιχεία των υπολοίπων χωρών όλης της ΕΕ και να δουν αναλυτικά τα αποθέματα κάθε χώρας.
4) Τα αποθέματα στην Ελλάδα το 2024 εκτινάχθηκαν σε σχέση με προηγούμενα χρόνια στο 4,1% του ΑΕΠ.
Το συγκεκριμένο ποσοστό φαίνεται να έχει προκύψει λανθασμένα ως εξής: εξάγεται το ύψος των αποθεμάτων αφαιρώντας από τον Ακαθάριστο Σχηματισμό Κεφαλαίου (P.5) σε σταθερές τιμές το σκέλος των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου (P.51G). Η προσέγγιση αυτή είναι λανθασμένη, καθώς η μεταβολή αποθεμάτων (P.52) δεν έχει νόημα να αποπληθωρίζεται, αφού πρόκειται για διαφορά και όχι για πραγματική ροή παραγωγής ή δαπάνης. Η μεταβλητή «μεταβολές αποθεμάτων» δείχνει τη μεταβολή της αξίας των αποθεμάτων μεταξύ δύο χρονικών σημείων, όχι τη φυσική ποσότητα αγαθών που αποθηκεύτηκαν ή καταναλώθηκαν. Τα αποθέματα μπορεί να περιλαμβάνουν προϊόντα που αποκτήθηκαν ή παράχθηκαν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και άρα σε διαφορετικές τιμές. Δεν υπάρχει σταθερή "τιμή βάσης" που να μπορεί να εφαρμοστεί ενιαία. Και η μεταβλητή αυτή μπορεί να λάβει αρνητικές τιμές, όταν τα αποθέματα μειώνονται κατά τη διάρκεια της περιόδου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο αποπληθωρισμός χάνει κάθε νόημα, αφού δεν υπάρχει "πραγματικό προϊόν" που μειώθηκε — αλλά απλώς μειώθηκε η λογιστική αξία των αποθεμάτων. Τα ποσοστά επομένως που προκύπτουν από την αφαίρεση αυτή είναι παραπλανητικά και δεν αποτυπώνουν το πραγματικό μέγεθος των αποθεμάτων. Να σημειωθεί ότι οι μεταβολές αποθεμάτων, επειδή αποτυπώνονται αποκλειστικά σε τρέχουσες τιμές, μπορούν να εμφανίζουν σημαντικές διακυμάνσεις από έτος σε έτος, όχι μόνο λόγω ποσοτικών μεταβολών στα αποθέματα, αλλά κυρίως λόγω των εξελίξεων στο γενικό επίπεδο τιμών, ιδίως σε περιόδους με σημαντικές πληθωριστικές πιέσεις.
Σε κάθε περίπτωση, η αριθμητική απομόνωση ενός υπολειμματικού στοιχείου της τριμηνιαίας δαπάνης και η προβολή του ως «ανωμαλίας» παραβλέπει τη λογιστική αρχιτεκτονική του συστήματος. Στην πρώτη ετήσια εκτίμηση και στις τριμηνιαίες εκτιμήσεις το ΑΕΠ “κλειδώνει” από την πλευρά της παραγωγής. Η δαπάνη εξισορροπεί με τις μεταβολές αποθεμάτων να απορροφούν τον ετεροχρονισμό και τις αναντιστοιχίες διαθεσιμότητας πηγών. Η δεύτερη ετήσια εκτίμηση βασίζεται στις ετήσιες πηγές και χρησιμοποιεί τους πίνακες Προσφοράς–Χρήσεων ανά προϊόν. Το ποσοστό που αναπαράγεται στο δημοσίευμα, πέραν από επιστημονικά εσφαλμένο, είναι από τη φύση του μη συγκρίσιμο με ώριμες ετήσιες εκτιμήσεις.
Εν κατακλείδι, τα στελέχη της ΕΛΣΤΑΤ σημειώνουν: «Το δημοσίευμα δημιουργεί θόρυβο με λανθασμένα στοιχεία και στη βάση αναληθών παραδοχών. Παραγνωρίζει το ευρωπαϊκό πλαίσιο, τον κύκλο εκτιμήσεων, τον ρόλο των αποθεμάτων και τους ελέγχους ποιότητας. Η ΕΛΣΤΑΤ εφαρμόζει ενιαίες, δεσμευτικές μεθόδους, διαβιβάζει και δημοσιεύει στοιχεία κατόπιν επικύρωσης, και ελέγχεται συστηματικά σε βάθος, όπως γίνεται και για όλα τα Κράτη Μέλη. Η δημόσια συζήτηση για την οικονομία είναι απαραίτητη και χρήσιμη όταν βασίζεται σε δεδομένα. Όχι σε ανέλεγκτες υποψίες, υπονοούμενα και συνωμοσιολογία».
Τα ερωτήματα που θέτει ο Τάσος Γιαννίτσης
Στο άρθρο του στα «Νέα», ο πρώην υπουργός διατυπώνει απορίες σχετικά με τον όγκο των αποθεμάτων όπως αυτός καταγράφεται από την ΕΛΣΤΑΤ, θεωρώντας ότι είναι πολύ μεγαλύτερος απ' ότι θα δικαιολογούσαν τα υπόλοιπα οικονομικά δεδομένα σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Συγκεκριμένα, ο Τάσος Γιαννίτσης γράφει:
«Πρώτον, γιατί η Ελλάδα εμφανίζει σταθερά τόσο μεγάλες τιμές ΑΕΠ που οφείλονται σε «αποθέματα», ενώ στις χώρες της ευρωζώνης είναι σχεδόν μηδενικά;
Δεύτερον, πώς εξηγείται, ότι ιδιαίτερα το 2024 και 2025 σημειώνεται μια, στην κυριολεξία, εκτίναξη των «αποθεμάτων» για 2-3 τρίμηνα;
Τρίτον, πώς εξηγείται, επίσης, ότι με τον τομέα της βιομηχανικής μεταποίησης να αντιπροσωπεύει το 9% της παραγωγής (του ΑΕΠ), τα αποθέματα έφτασαν το 2024 να αντιπροσωπεύουν 4,1% του ΑΕΠ, δηλαδή το 45% της βιομηχανικής παραγωγής; Είναι εξωπραγματικά αφύσικο. Σήμερα, τα βιομηχανικά προϊόντα κυρίως είναι αυτά που μπορούν να αποθεματοποιηθούν. Ο αγροτικός τομέας πιθανό να δημιουργεί κάποια αποθέματα, αλλά ελάχιστα, ο τομέας ορυχεία – μεταλλεία έχει εντελώς οριακό βάρος στην οικονομία και τυχόν αποθέματα θα συνιστούσαν επίσης αμελητέο μέγεθος. Εκαναν μήπως άλλοι τομείς/κλάδοι τόσα αποθέματα, τι είδους και πώς εξηγείται; Τρελάθηκαν οι επιχειρήσεις και παράγουν για τις αποθήκες τους;
Τίθεται, συνεπώς, αφενός το τεχνικό ερώτημα 'σε τι συνίστανται τα αποθέματα αυτά και γιατί σημειώθηκε τέτοια απότομη και μεγάλη μεταβολή' και αφετέρου ένα ερώτημα ουσίας: 'τι ακριβώς συμβαίνει με τις στατιστικές αυτές, δεδομένου ότι το μέγεθός τους καθορίζει αποφασιστικά το αν στην πραγματικότητα η οικονομία εξελίσσεται με τους ρυθμούς που ανακοινώνονται ή με πολύ χαμηλότερους, και αν οι δείκτες της οικονομίας είναι αντιπροσωπευτικοί ή όχι'».
Στην συνέχεια, κάτω από τον μεσότιτλο «Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά πιθανό να σχετίζεται με:», σημειώνει τα παρακάτω ενδεχόμενα:
- Προσωπική αδυναμία (σ.σ. του ίδιου), που αφορά τη γνώση μου για το στατιστικό υπόβαθρο – δικαιολογημένη ίσως, όταν δεν υπάρχουν εξηγήσεις.
- Εξαιρετικά έντονες, αλλά μη ορατές από εμάς, μεταβολές στο παραγωγικό σύστημα και την ανταγωνιστικότητα της χώρας – ποιες όμως;
- Λανθασμένες εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, όπως στις στατιστικές ανεργίας (όμως ελάχιστα πιθανό).
- Greek stastics
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ εδώ: