χαίτη η [xéti] Ο30 : οι μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα ορισμένων ζώων: H ~ του αλόγου / του λιονταριού. Tίναξε τη ~ του. Aνεμίζει η ~ του καθώς τρέχει. Tα μακριά μαλλιά του κρέμονται σαν ~. || (επέκτ., συνήθ. μειωτ.) μαλλιά, άφθονα και μακριά που κρέμονται στους ώμους.[λόγ. < αρχ. χαίτη]...
λακ η [lák] Ο (άκλ.) : υγρό σπρέι που χρησιμοποιείται κυρίως ως στερεωτικό στο χτένισμα των γυναικείων μαλλιών: Για να κρατήσει το χτένισμα, χρησιμοποιήστε μια ελαφριά ~.
Όπως κι αν προσδιορίσουν τα λεξικά αυτά τα δυο λήμματα, τίποτα δεν μπορεί να αποδώσει το αισθητικό εφέ τους στην πράξη όσο μία εικόνα...